ΤΑ ΒΑΤΡΑΧΙΑ, ΤΟ ΒΡΑΔΥ
Ι
Βραχνές ήταν οι φωνές
Των βατράχων το βράδυ,
Εκεί όπου το νερό της γούρνας, κυλώντας αθόρυβα,
Έλαμπε ανάμεσα στα χόρτα.
Κι ο ουρανός ήταν κόκκινος
Στα άδεια ποτήρια,
Ένα ολόκληρο ποτάμι η σελήνη
Στο γήινο τραπέζι.
Είτε λάμβαναν είτε όχι τα χέρια μας,
Η ίδια αφθονία.
Είτε ανοιχτά είτε κλειστά τα μάτια μας,
Ίδιο το φως.
ΙΙ
Αργοπορούσαν, το βράδυ,
Στο λιακωτό
Απ’ όπου κινούσαν τα αναρίθμητα μονοπάτια,
Καθαρής άμμου, του ουρανού.
Και τόσο γυμνό ενώπιόν τους
Το αστέρι,
Τόσον εγγύς αυτό το στήθος
Από την ανάγκη των χειλιών
Που πείθονταν
Πως είναι απλό να πεθάνεις,
Κλαδί παραμερισμένο για το χρυσάφι
Της ώριμης συκιάς.
ΧΘΕΣ, ΤΟ ΑΣΥΝΤΕΛΕΣΤΟ
Η ζωή μας, αυτά τα μονοπάτια
Που μας καλούν
Στη δροσιά των αγρών
Όπου λάμπει το νερό.
Τα βλέπουμε να περιπλανιούνται
Στην κορυφογραμμή των δέντρων
Όπως ψάχνει το όνειρο, στους ύπνους μας,
Την άλλη του γη.
Πηγαίνουν, με τα χέρια τους
Γεμάτα χρυσόσκονη,
Τα μισανοίγουν
Και η νύχτα πέφτει.
ΜΙΑ ΠΕΤΡΑ
Οι σκιές μας προπομποί, στο μονοπάτι,
Χρωματιστές, χάρη στο χορτάρι,
Αναπηδούσαν, πάνω στις πέτρες.
Και τις άγγιζαν σκιές πουλιών κραυγάζοντας,
Ή πάλι αργοπορούσαν, εκεί όπου τα μέτωπά μας
Έσκυβαν το ένα προς το άλλο, αγγίζοντας σχεδόν
Το ένα το άλλο με τις λέξεις που θέλαμε να πούμε.
ΜΙΑ ΦΩΝΗ
Ι
Όλα αυτά, φίλε μου,
Ζωή, που συνδέει
Το χθες, την αυταπάτη μας,
Με το αύριο, τις σκιές μας.
Όλα αυτά, που ήταν
Τόσο δικά μας, δεν είναι
Παρά αυτή η κοιλότητα απ’ τις φούχτες
Όπου δεν στέκει νερό.
Όλα αυτά; Και πιο πολύ
Η ευτυχία μας:
Η βαριά πτήση του τσαλαπετεινού
Στην κοιλότητα από πέτρες.
ΙΙ
Και να μπορεί να είναι ο ουρανός
Ο τρόπος μας να υπάρχουμε,
Με σκιά και χρώματα
Που σκίζονται
Αλλά μες στη βιασύνη μάλιστα
Του σύννεφου
Έχουν πρόσωπο παιδιού
Που μόλις γεννήθηκε,
Κεραυνός που κοιμάται ακόμα,
Με τα χαρακτηριστικά εν ειρήνη,
Χαμογελαστό όπως πριν
Την ύπαρξη της γλώσσας.