Η ποιητική κοσμολογία και φαινομενολογία του Ελύτη

Η ποιητική κοσμολογία και φαινομενολογία του Ελύτη

Δάφ­νη Αγ­γε­λί­δου: «Πα­γκά­κι 3»

——— ≈ ———




Στα μι­σά της δε­κα­ε­τί­ας του '70 ο Γκά­τσος με σύ­στη­σε στον Ελύ­τη. Ήμουν τό­τε σε με­τε­φη­βι­κή ηλι­κία και εί­χα μια φυ­σι­κή συ­στο­λή απέ­να­ντι σε μια από τις πιο εμ­βλη­μα­τι­κές ποι­η­τι­κές προ­σω­πι­κό­τη­τες του σύγ­χρο­νου ελ­λη­νι­σμού.
Θαυ­μά­ζο­ντας την πρω­το­γε­νή ποι­η­τι­κή του μορ­φο­λο­γία και το απε­λεύ­θε­ρο ύφος του, θε­ώ­ρη­σα αλη­θι­νή πρό­κλη­ση να τον ρω­τή­σω τι ακρι­βώς εν­νο­ού­σε στον στί­χο «Ο κό­σμος θα 'ναι ή ο χα­μός ή το δι­πλό τα­ξί­δι/Εδώ στου ανέ­μου το σε­ντό­νι εκεί στου απεί­ρου τη θω­ριά» (Ήλιος ο Πρώ­τος).
Με κοί­τα­ξε στα μά­τια, χα­μο­γέ­λα­σε —εί­χε πραγ­μα­τι­κά ωραίο χα­μό­γε­λο— και με ρώ­τη­σε μ' ευ­θύ­βο­λο τρό­πο: «Κων­στα­ντί­νε, έχεις δια­βά­σει Ανα­ξί­μαν­δρο;»
Με­τά από χρό­νια, αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του '80 όταν ζού­σα στον Κα­να­δά, κα­τά­λα­βα πως ο Ελύ­της με το πα­ραι­νε­τι­κό του ερώ­τη­μα με οδη­γού­σε σ` ένα ιδιό­τυ­πο εί­δος καλ­λιέρ­γειας της ποι­η­τι­κής κα­τα­νό­η­σης που ό ίδιος το 1943 εί­χε ανα­λύ­σει και απο­κα­λέ­σει `ποι­η­τι­κή νοη­μο­σύ­νη` (Ανοι­χτά Χαρ­τιά, 2000).
Εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, στον Κα­να­δά, με­λε­τώ­ντας τους προ­σω­κρα­τι­κούς ως ανα­γκαία ερ­μη­νευ­τι­κή συν­θή­κη του κό­σμου, άρ­χι­σα να αντι­λαμ­βά­νο­μαι και να κα­τα­νοώ το θε­ω­ρη­τι­κό σχή­μα της «ποι­η­τι­κής νοη­μο­σύ­νης». Ταυ­τό­χρο­να, άρ­χι­σα να σκέ­φτο­μαι και να αι­σθά­νο­μαι τη συν­θε­τι­κή και δια­κει­με­νι­κή δύ­να­μη, το δια­νοη­τι­κό και πνευ­μα­τι­κό βά­θος του Ελύ­τη. Βυ­θί­στη­κα και πά­λι στην ποι­η­τι­κή του, αυ­τή τη φο­ρά έξω από την Ελ­λά­δα, έχο­ντας ως οδη­γό ερ­μη­νεί­ας όχι μό­νο την ει­κο­νο­ποι­η­τι­κή αντί­λη­ψη αλ­λά, κυ­ρί­ως, την κο­σμο­λο­γι­κή δύ­να­μη των λέ­ξε­ων και των εν­νοιών των προ­σω­κρα­τι­κών. Και ομο­λο­γώ ότι τό­τε συ­νει­δη­το­ποί­η­σα πως η ορ­γα­νι­κή και, συ­νά­μα, συν­δυα­στι­κή αντί­λη­ψη του Ελύ­τη πά­νω σε ου­σια­στι­κές έν­νοιες των προ­σω­κρα­τι­κών, όπως για πα­ρά­δειγ­μα της δι­καιο­σύ­νης —στους Προ­σα­να­το­λι­σμούς», στο Άξιον Εστί, στις Έξι και μία τύ­ψεις για τον ου­ρα­νό ή στο Φω­τό­δε­ντρο και η Δέ­κα­τη Τέ­ταρ­τη Ομορ­φιά— συν­δέ­ε­ται με την κο­σμι­κή δι­καιο­σύ­νη και την αρ­μο­νία των εκ­προ­σώ­πων της λε­γό­με­νης Ιω­νι­κής Σχο­λής.
Επί­κε­ντρο, ως γνω­στόν, της θε­ώ­ρη­σης των εκ­προ­σώ­πων της Σχο­λής απο­τε­λεί η έν­νοια του κό­σμου ως πα­ρά­γω­γου υλι­κής μά­ζας. Σ αυ­τή τη νέα κο­σμο­α­ντί­λη­ψη, η σύλ­λη­ψη της κο­σμι­κής δι­καιο­σύ­νης, του «γί­γνε­σθαι» και της φύ­σης ως αρ­χέ­γο­νης ύλης και δια­δι­κα­σί­ας, κα­τέ­χει κυ­ρί­αρ­χη θέ­ση στον Θα­λή, τον Ανα­ξι­μέ­νη, τον Ανα­ξί­μαν­δρο και τον Ηρά­κλει­το. Ει­δι­κό­τε­ρα ο Ανα­ξί­μαν­δρος αντι­λαμ­βά­νε­ται πως η φύ­ση προσ­διο­ρί­ζε­ται από «το άπει­ρον» ενώ, πα­ράλ­λη­λα, νοη­μα­το­δο­τεί την εναλ­λα­γή των αντι­θέ­των ως μια συ­νε­χή δια­μά­χη. Ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της, επι­σκο­πώ­ντας την εναλ­λα­γή των αντι­θέ­των ως μια συ­νε­χή δια­μά­χη —την οποία αντι­λαμ­βά­νε­ται στα Ανοι­χτά Χαρ­τιά ως αρ­χή αδιά­κο­πης με­τα­μόρ­φω­σης της ζω­ής μέ­σα στην ίδια της την κί­νη­ση—, συ­να­ντά τον Ανα­ξί­μαν­δρο : «…Ένα εἰκό­νι­σμα εί­ναι κι αυ­τό το πε­λα­γί­σιο κομ­μά­τι που το ξύ­λο του έχει μαυ­ρί­σει από τους κα­πνούς πα­λαιών αγώ­νων αλλὰ που τ᾿ αγιω­τι­κό του ανα­δί­δει ακό­μη Ανα­ξί­μαν­δρο. Μι­λώ μ᾿ έναν φα­να­τι­σμό που δεν εί­ναι πα­ρά σω­φρο­σύ­νη στον κύ­βο. Να ᾿σαι σκλη­ρός απέ­να­ντι στο μέλ­λον σου μαρ­τυ­ρεί πό­σο τρυ­φε­ρός εί­σαι ήδη απέ­να­ντι στα στοι­χεία που κρυ­φά προ­σφέ­ρεις για να το συν­θέ­σουν…» (Τα δη­μό­σια και τα ιδιω­τι­κά, 1990).

Εί­ναι πρό­δη­λο ότι η αδιά­κο­πη με­τα­μόρ­φω­ση της ζω­ής εκ­δη­λώ­νε­ται ως ορ­γα­νι­κή μυ­θο­λο­γία στο λό­γο του Ελύ­τη, την οποία η ευ­ρη­μα­τι­κή σύλ­λη­ψη του ποι­η­τή την με­τα­σχη­μα­τί­ζει αι­σθη­τι­κά σε κο­σμο­λο­γία. Σε πρό­σλη­ψη του γί­γνε­σθαι ως βιό­κο­σμου.
Πα­ρα­τη­ρεί κα­νείς πως ο ποι­η­τής προ­σεγ­γί­ζει τη φυ­σι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, με­τα­τρέ­πο­ντας το το­πίο σε τό­πο βιο­μορ­φι­κής υπό­στα­σης. Θα ση­μεί­ω­να μά­λι­στα το κυ­ριό­τε­ρο στοι­χείο αυ­τής της νοη­μα­το­δό­τη­σης: ανα­φέ­ρο­μαι συ­γκε­κρι­μέ­να στο υπό­στρω­μα της ορ­γα­νι­κής ολό­τη­τας του τό­που που ως τέ­τοιο κα­θι­στά δυ­να­τό το νό­η­μα και την πι­στό­τη­τα της βιω­μέ­νης εμπει­ρί­ας. Κι` ακό­μα : η αγω­γή της επι­κοι­νω­νί­ας απέ­να­ντι σε ό,τι θα μπο­ρού­σα ν' απο­κα­λέ­σω «κο­σμο­λο­γι­κή δι­ή­γη­ση», συ­νι­στά μια αι­σθη­τι­κή legitimatio που στον Ελύ­τη δεν απα­ντά­ται ως αλ­λη­γο­ρι­κή υφο­λο­γία αλ­λά ως απο­κα­λυ­πτι­κή πα­ρά­στα­ση και ανα­πα­ρά­στα­ση της ορ­γα­νι­κής ολό­τη­τας του βιό­κο­σμου.


Στο πυργάκι του φάρου το καταμεσήμερο
Να γυρίσεις τον ήλιο και ν΄ ακούσεις
Πώς η μοίρα ξαναγίνεται και πώς
Από λόφο σε λόφο συνεννοούνται…

(Το Φωτόδεντρο  — «Μικρή πράσινη θάλασσα»)

Με δε­δο­μέ­νη την ορ­γα­νι­κή ολό­τη­τα του βιό­κο­σμου, ο λό­γος του Ελύ­τη κα­θη­λώ­νε­ται από τους προ­σω­κρα­τι­κούς και δη από το πυ­θα­γό­ρειο κο­σμο­θε­ω­ρη­τι­κό σύ­στη­μα (Άξιον Εστί : «…Αρε­τή με τις τέσ­σε­ρεις ορ­θές γω­νί­ες/αρ­μα­θός και αριθ­μός των άκρων του σταυ­ρού / της τε­τρα­κτύ­ος). Προ­ση­λώ­νε­ται στις εκ­δο­χές όχι μό­νο της οντο­λο­γι­κής αλ­λά και της ση­μα­σιο­λο­γι­κής πα­ρου­σί­ας των —κα­τά τον Εμπε­δο­κλή— «ρι­ζω­μά­των», δη­λα­δή της γης, του νε­ρού, της φω­τιάς και του αέ­ρα.
Όπως, για πα­ρά­δειγ­μα, στον πυ­θα­γό­ρειο Εμπε­δο­κλή η εναλ­λα­γή των αντι­θέ­των αλ­λά και η οντι­κή πα­ρου­σία των «ρι­ζω­μά­των» νο­εί­ται ως μια αέ­ναη με­ταλ­λα­γή στο σύ­μπαν, έτσι και στον Ελύ­τη η στο­χα­στι­κή του οντο­λο­γία και αν­θρω­πο­λο­γία συν­δέ­ε­ται με τα «ρι­ζώ­μα­τα». Με το γί­γνε­σθαι του κό­σμου, της ζω­ής και του θα­νά­του.

Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη
μου επέστρεψε στον ήλιο.
Κείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της
πέτρας και του αιθέρος…

(Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό)

Ενά­ντια στο καρ­τε­σια­νό πρό­ταγ­μα πε­ρί αι­σθή­σε­ων και φα­ντα­σί­ας ως κα­τώ­τε­ρων γνω­στι­κών δυ­νά­με­ων, ο Ελύ­της —εκ­κι­νώ­ντας από τον Ανα­ξί­μαν­δρο— επι­κα­λεί­ται την συ­μπα­ρου­σία ύλης και ενέρ­γειας, η οποία στην ποι­η­τι­κή του μορ­φο­λο­γία απο­τυ­πώ­νε­ται όχι μό­νο με δη­μιουρ­γι­κή φα­ντα­σία –όπως ο ίδιος την (καθ)ορί­ζει στα Ανοι­χτά Χαρ­τιά — αλ­λά και με όρους, θα πρό­σθε­τα, στο­χα­στι­κής φα­ντα­σί­ας. Για τον Δόι­κο (2017) η στο­χα­στι­κή φα­ντα­σία εί­ναι ο χω­ρό­χρο­νος, όπου τα συ­ναι­σθή­μα­τα νο­ούν και οι ιδέ­ες της νό­η­σης αι­σθά­νο­νται. Η ποι­η­τι­κή του Ελύ­τη εκ­φρά­ζει ακρι­βώς αυ­τή τη στο­χα­στι­κή φα­ντα­σία κα­θό­τι ο λό­γος του βρί­θει οπτι­κών νοη­μά­των, κι­νη­το­ποιώ­ντας μορ­φο­λο­γι­κά την ανα­πα­ρα­στα­τι­κή νό­η­ση, το θε­ω­ρείν (γνω­ρί­ζειν και οράν) του κό­σμου και του βιό­κο­σμου. Στον Ελύ­τη «φύ­ση και με­τα­μορ­φώ­σεις της ποι­η­τι­κής φα­ντα­σί­ας» (Πα­ντε­λιά, 1996) δεν εί­ναι οι ει­κό­νες αλ­λά η δο­μή της με ρί­ζες στην αν­θρω­πο­λο­γι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Στο νο­είν αυ­τής της αν­θρω­πο­λο­γι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και στη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή φόρ­τι­ση που επι­φέ­ρει και σχη­μα­το­ποιεί­ται αι­σθη­τι­κά στην ποι­η­τι­κή.
Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, το όλο ζή­τη­μα απα­σχο­λεί έντο­να τον Ελύ­τη, εξού και η σχε­τι­κή του ανα­φο­ρά για ένα νέο τρό­πο του νο­είν στο γράμ­μα του 1938 προς τον Θε­ο­το­κά γύ­ρω από τον υπερ­ρε­α­λι­σμό (Ανοι­χτά Χαρ­τιά). Μά­λι­στα αυ­τό τον νέο τρό­πο δια­τύ­πω­σης απο­κα­λεί σε ένα δο­κι­μια­κό κεί­με­νο («Τέ­χνη-Τύ­χη-Τόλ­μη») του 1943 «διαύ­γεια του συ­ναι­σθή­μα­τος». Θε­ω­ρώ πως χά­ρη στη δύ­να­μη αυ­τής της διαύ­γειας «το κα­θε­τί οντο­ποιεί­ται» (Ανοι­χτά Χαρ­τιά) και μπο­ρεί να με­τα­σχη­μα­τι­σθεί σε κι­νη­τή­ρια δύ­να­μη του ποι­η­τή, τό­σο σε πο­λι­τι­κό όσο και σε κοι­νω­νι­κό πε­δίο. Ο Ελύ­της, απε­λευ­θε­ρώ­νο­ντας τη στο­χα­στι­κή του φα­ντα­σία, την κο­σμο­λο­γι­κή και βιω­μα­τι­κή του έντα­ση, συ­να­ντά την κο­σμι­κή δι­καιο­σύ­νη του «γί­γνε­σθαι» και της φύ­σης.

Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος της Άνοιξης!
Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται!
Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.
Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς
για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα.
Όμως τι τα βουνά; Ποιος και τι στα βουνά;
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος!

(Το Άξιον Εστί  — Τα Πάθη, Ε')

Ο Ελύ­της νοη­μα­το­δο­τεί ποι­η­τι­κά την ισχύ των «ρι­ζω­μά­των» —εν προ­κει­μέ­νω, της φω­τιάς και της γης(βου­νά)— τα οποία θε­ω­ρεί ως οντο­λο­γι­κά θε­μέ­λια. Επι­λέ­γει δια του σύ­μπα­ντος λό­γου της στο­χα­στι­κής φα­ντα­σί­ας του να προσ­δώ­σει όχι τό­σο μια συ­ναι­σθη­μα­τι­κή έντα­ση ή μια συ­ναι­σθη­μα­τι­κή το­πο­γρα­φία, όσο κυ­ρί­ως να απο­τυ­πώ­σει αι­σθη­τι­κά την εξάρ­τη­ση από την κο­σμο­λο­γι­κή πα­ρου­σία του θε­α­τού και του αθέ­α­του. Αυ­τή η, πράγ­μα­τι, ευ­διά­κρι­τη εξάρ­τη­ση («κρέ­μο­μαι», θα ανα­φω­νή­σει στο πιο κά­τω από­σπα­σμα ο ποι­η­τής) απα­ντά­ται και ως ορ­γα­νι­κή με­τα­φο­ρά ή, άλ­λως, ως οντο­λο­γι­κή συ­σπεί­ρω­ση γύ­ρω από τις κο­σμο­λο­γι­κές ατρα­πούς και το μη­χα­νι­σμό της αδιά­κο­πης με­τα­βο­λής του ηρα­κλεί­τειου του σύ­μπα­ντος

Ίσως και να ΄ χω λάθος ίσως και να ΄ ναι που
δεν ξέρω από γραφή και ανάγνωση
ολομόναχος
κρέμομαι
από τους καιρούς του Ηράκλειτου
όπως το αμύγδαλο του κόσμου
από ΄ναν κλώνο του βορείου Αιγαίου...

(Τρία ποιήματα — «Το αμύγδαλο του κόσμου»)

Εί­ναι σχε­τι­κά γνω­στή η ονο­μα­στι­κή ανα­φο­ρά του Ελύ­τη στον Ηρά­κλει­το, σε επι­στο­λή του προς τον K. Friar: «Από την ‘άνω’ ή την ‘κά­τω οδό­ν’ του Ηρα­κλεί­του, στο ση­μεί­ον όπου η ζωή και ο θά­να­τος, το φως και το σκο­τά­δι παύ­ουν ν΄ απο­τε­λούν αντι­θέ­σεις».
Ο Ηρά­κλει­τος επα­νέρ­χε­ται πολ­λές φο­ρές στον ποι­η­τι­κό και δο­κι­μια­κό λό­γο του Ελύ­τη.
Ο ποι­η­τής, υιο­θε­τώ­ντας —inter alia— την τρο­πι­κό­τη­τα του Εφέ­σιου φι­λό­σο­φου (ο άν­θρω­πος ενερ­γεί «κα­τά φύ­σιν» μό­νον όταν ενερ­γή «κα­τά λό­γον»), συν­δέ­ει άρ­ρη­κτα το γε­νι­κό­τε­ρο ζή­τη­μα του ανα­πα­ρα­στα­τι­κού στο­χα­σμού με τη συμ­με­τρία, την αρ­μο­νία και την αι­σθη­τι­κή γο­νι­μό­τη­τα, αρ­χές που οδη­γούν στην έξο­δο από το ζυ­γό της ανά­γκης.
Προ­ε­κτεί­νο­ντας θα υπο­στή­ρι­ζα πως η κο­σμο­λο­γία του Ελύ­τη ταυ­τί­ζε­ται με την αι­σχύ­λεια φρά­ση των Ερι­νύ­ων στις Εὐμε­νί­δες: «ἔσθ᾽ ὅπου τὸ δεινὸν εὖ».
Προς επίρ­ρω­ση, πα­ρα­πέ­μπω σε από­σπα­σμα της ομι­λί­ας του, στην Ακα­δη­μία της Στοκ­χόλ­μης, κα­τά την τε­λε­τή απο­νο­μής του βρα­βεί­ου Νο­μπελ Λο­γο­τε­χνί­ας το 1979, όπου υπάρ­χει –πέ­ραν τού­των- ει­δι­κή ανα­φο­ρά στον Ηρά­κλει­το : «…Δεν εί­ναι διό­λου τυ­χαίο ότι σε επο­χές υγιείς το Κάλ­λος ταυ­τί­σθη­κε με το Αγα­θόν και το Αγα­θόν με τον Ήλιο. Κα­τά το μέ­τρο που η συ­νεί­δη­ση κα­θαί­ρε­ται και πλη­ρού­ται με φως, τα με­λα­νά ση­μεία υπο­χω­ρούν και σβή­νουν, αφή­νο­ντας κε­νά που —όπως ακρι­βώς στους φυ­σι­κούς νό­μους— τα αντί­θε­τά τους έρ­χο­νται να πλη­ρώ­σουν τη θέ­ση τους. Κι αυ­τό, με τέ­τοιον τρό­πο, που τε­λι­κά το δη­μιουρ­γη­μέ­νο απο­τέ­λε­σμα να στη­ρί­ζε­ται και στις δύο πλευ­ρές, θέ­λω να πω στο “εδώ” και στο “επέ­κει­να”. Ο Ηρά­κλει­τος δεν εί­χε ήδη μι­λή­σει για μί­αν “ἐκ τῶν δια­φε­ρό­ντων καλ­λί­στην ἁρμο­νί­ην”;» (Ελύ­της, 1992).

Η πα­ρα­πο­μπή στην ηρα­κλεί­τεια «καλ­λί­στην αρ­μο­νί­ην» (και όχι μό­νο) πα­ρέ­χει τη δυ­να­τό­τη­τα να ανα­γνω­σθεί και ερ­μη­νευ­τεί γνω­σια­κά και οντο­λο­γι­κά η ποι­η­τι­κή του Ελύ­τη ως ετε­ρό­τρο­πη αλ­λη­λε­πί­δρα­ση ανά­με­σα στη δια­λε­κτι­κή της αρ­μο­νί­ας ( Μί­κης Θε­ο­δω­ρά­κης & Κώ­στας Γου­λιά­μος, 2018) και στο συ­νε­χές του γί­γνε­σθαι (Δ. Λα­μπρέλ­λης, 2011). Αυ­τή ακρι­βώς η δια­λε­κτι­κή σχέ­ση, η αρ­μο­νι­κή συλ­λει­τουρ­γία και το πνευ­μα­τι­κό υπό­βα­θρο, όπως βέ­βαια και ο αν­θρω­πο­μορ­φι­σμός των «ρι­ζω­μά­των», εν­σω­μα­τώ­νε­ται ακό­μα και στα έσχα­τα ποι­η­τι­κά του έρ­γα (Ελε­γεία της Οξώ­πε­τρας, Μα­ρία Νε­φέ­λη και Δυ­τι­κά της Λύ­πης). Η αυ­το­γνω­σία και η οντο­λο­γι­κή σχέ­ση του ηθι­κού με τον φυ­σι­κό νό­μο, διαρ­κώς εναλ­λάσ­σο­νται μέ­σα από έναν μορ­φι­κό τύ­πο ανα­πα­ρα­στα­τι­κής νό­η­σης, ένα cogito που πε­ρι­λαμ­βά­νει την κο­σμι­κή δι­καιο­σύ­νη του Ανα­ξί­μαν­δρου, του Ηρά­κλει­του και του Αι­σχύ­λου, μ᾽ έναν —πι­στεύω— πιο ολο­κλη­ρω­μέ­νο και απο­κα­λυ­πτι­κό λό­γο από αυ­τόν που ακο­λού­θη­σε ο Σε­φέ­ρης.  

Ποιος πλην του θανάτου μας διεκδικεί; Ποιος επ' αμοιβή πράττει
το άδικο;
Μια συγχορδία η ζωή
όπου ένας τρίτος ήχος παρεμβάλλεται
Και είναι αυτός που λέει στ' αλήθεια τι πετά ο φτωχός
Και τι μαζεύει ο πλούσιος…

(Δυτικά της λύπης — απόσπασμα, «Σε μπλε Ιουλίτας»)

Πέ­ραν τού­των, θε­ω­ρώ πως στο σύ­νο­λο του έρ­γου του Ελύ­τη εί­ναι εύ­γλωτ­τη η εν­σω­μά­τω­ση της κο­σμο­λο­γι­κής πα­ρά­δο­σης με τις αρ­χές της χου­σερ­λια­νής φαι­νο­με­νο­λο­γί­ας. Οι φαι­νο­με­νο­λο­γι­κές του επιρ­ρο­ές εί­ναι, πράγ­μα­τι, έκ­δη­λες.
Κι ενώ ο ίδιος ερ­μή­νευε την Αμορ­γό του Νί­κου Γκά­τσου στα Ανοι­χτά Χαρ­τιά σύμ­φω­να με τις ποι­η­τι­κές αρ­χές του Breton και τις φι­λο­σο­φι­κές θε­ω­ρί­ες Husserl, κά­τι αντί­στοι­χο προ­τεί­νω και για το δι­κό του λό­γο.

Η φαι­νο­με­νο­λο­γι­κή ανα­γω­γή της κα­τ’ αί­σθη­ση αντί­λη­ψης του βιω­μέ­νου κό­σμου (lebenswelt) σε ποι­η­τι­κό λό­γο εί­ναι πα­ντα­χού πα­ρού­σα, ει­δι­κό­τε­ρα όταν ο Ελύ­της ανα­ζη­τά —όπως και ο Husserl (1990) στη φαι­νο­με­νο­λο­γία της συ­νεί­δη­σης του εσω­τε­ρι­κού χρό­νου— την υπέρ­βα­ση της «φυ­σι­κής» στά­σης. Εντυ­πω­σια­κά δείγ­μα­τα αυ­τού του ποι­η­τι­κού στο­χα­σμού προ­έρ­χο­νται ή/και βα­σί­ζο­νται στην ευαρ­μο­στία του ποι­η­τή προς τα της συ­νεί­δη­σης, του χρό­νου και των πε­ριε­χο­μέ­νων τους, συν­δέ­ο­ντας την αν­θρώ­πι­νη ύπαρ­ξη με την κοι­νω­νι­κή και ηθι­κή θε­ώ­ρη­ση.

Μέρα τη μέρα ζω – που ξέρεις αύριο τι ξημερώνει.
Το ‘να μου χέρι τσαλακώνει τα λεφτά και τ’ άλλο μου τα ισιώνει
Βλέπεις χρειάζονται όπλα να μιλάν στα χρόνια μας τα χαώδη
και να ‘μαστε και σύμφωνοι με τα λεγόμενα «εθνικά ιδεώδη».
Τι με κοιτάς εσύ γραφιά που δεν εντύθηκες ποτέ στρατιώτης
η τέχνη του να βγάζεις χρήματα είναι κι αυτή μία πολεμική ιδιότης
Δεν πα’ να ξενυχτάς — να γράφεις χιλιάδες πικρούς στίχους
ή να γεμίζεις με συνθήματα επαναστατικά τους τοίχους
Οι άλλοι πάντα θα σε βλέπουν σαν έναν διανοούμενο
και μόνο εγώ που σ’ αγαπώ: στα όνειρά μου μέσα έναν κρατούμενο.
Έτσι που αν στ’ αλήθεια ο έρωτας είναι καταπώς λεν «κοινός
Διαιρέτης…

(Μαρία Νεφέλη — απόσπασμα, «η Νεφέλη»)

Μα­ζί λοι­πόν με το «αθά­να­τον και ανώ­λε­θρον» του κα­τά τον Ανα­ξί­μαν­δρο απεί­ρου αλ­λά και την ενό­τη­τα του όντος ή, ακό­μα, και την αντί­λη­ψη του Ηρά­κλει­του πε­ρί αδιά­κο­πης με­τα­βο­λής, θα πρέ­πει να ει­σχω­ρή­σου­με μέ­χρι τις βα­θύ­τε­ρες, τις πιο πρω­ταρ­χι­κές ρί­ζες της ποι­η­τι­κής του Ελύ­τη. Εκεί ακρι­βώς που ο λό­γος του συ­μπί­πτει και εν­σω­μα­τώ­νει τις εκ­δο­χές του βιω­μέ­νου κό­σμου, τον από­λυ­το τό­πο της φαι­νο­με­νο­λο­γι­κής ανα­γω­γής. Εκεί όπου —μέ­σω του Δη­μό­κρι­του— ο Ελύ­της συ­να­ντά το σύν­θε­το του βιό­κο­σμου της φαι­νο­με­νο­λο­γί­ας, ανα­κα­λύ­πτο­ντας και απο­κα­λύ­πτο­ντας τις πραγ­μα­τι­κές κα­θη­με­ρι­νές ανά­γκες που έχει ο άν­θρω­πος.
Από πολ­λές από­ψεις, υπο­στη­ρί­ζω την ανά­γνω­ση, πρό­σλη­ψη και ερ­μη­νεία της ποι­η­τι­κής του Ελύ­τη μέ­σα από τη δια­λε­κτι­κή έντα­ση που φέ­ρει η ρη­μα­τι­κή εμπει­ρία (ήτοι, η πο­λυ­διά­στα­τη διά­δρα­ση) των υλι­κών και άυ­λων βιω­μά­των του «εί­ναι» προς τον «κό­σμο», όπως αυ­τά συ­ναι­ρού­νται μέ­σα από την μο­να­δι­κή φι­λο­σο­φι­κή λε­πτό­τη­τα και τον ιδιό­τυ­πο υφο­λο­γι­κό τρό­πο της κο­σμο­λο­γι­κής και φαι­νο­με­νο­λο­γι­κής απο­τύ­πω­σης.

Εν κα­τα­κλεί­δι, αυ­τή η με­θο­δο­λο­γι­κή προ­σθή­κη δια­νοί­γει πο­λύ­τρο­πα το πε­δίο της ποι­η­τι­κής προ­σέγ­γι­σης του συ­μπα­ντι­κού λό­γου του Ελύ­τη, κα­θό­τι δί­νει τη δυ­να­τό­τη­τα ν` ανοι­χθεί ο δρό­μος βα­θύ­τε­ρης κα­τα­νό­η­σης και αντί­λη­ψης του έρ­γου του μέ­σα από την κο­σμο­λο­γι­κή ανά­λυ­ση και φαι­νο­με­νο­λο­γι­κή ερ­μη­νευ­τι­κή της ποι­η­τι­κής του.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Δόι­κος Πα­να­γιώ­της (2017): Principia Formarum. Οντο­λο­γία της στο­χα­στι­κής φα­ντα­σί­ας. Δεύ­τε­ρη έκ­δο­ση, διευ­ρυ­μέ­νη. Θεσ­σα­λο­νί­κη, εκδ. Ρώ­μη.
Husserl Edmund (1990): On the Phenomenology of the Consciousness of Internal Time. (1893–1917), 1990 Brough, J.B., trans. Dordrecht: Kluwer.

Ελύ­της Οδυσ­σέ­ας (1990) : Τα δη­μό­σια και τα ιδιω­τι­κά, Ίκα­ρος.
Ελύ­της Οδυσ­σέ­ας (1992) : Εν Λευ­κώ. Α' έκ­δο­ση, Ίκα­ρος.

Ελύ­της Οδυσ­σέ­ας (2000) : Ανοι­χτά Χαρ­τιά. Ίκα­ρος, πέμ­πτη έκ­δο­ση.
Θε­ο­δω­ρά­κης Μί­κης & Γου­λιά­μος Κώ­στας (2018) : Στη δια­λε­κτι­κή της αρ­μο­νί­ας, εκδ. Gutenberg.

Λα­μπρέλ­λης Δη­μή­τρης (2011) : Η ανα­κλα­στι­κή δια­λε­κτι­κή του λό­γου και της βί­ας στον Θου­κυ­δί­δη. Ιν­στι­τού­το του Βι­βλί­ου. Α. Καρ­δα­μί­τσα.

Πα­ντε­λιά Στυ­λια­νή (1996): Φύ­ση και με­τα­μορ­φώ­σεις της ποι­η­τι­κής φα­ντα­σί­ας (Οδυσ­σέα Ελύ­τη, Τα Ελε­γεία της Οξώ­πε­τρας), περ. Η Άλως, τχ. 3-4 (σσ. 163-176), Αθή­να.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: