«Αριστερή όχθη»

Μερικά βράδια του Ιουνίου, όταν πέφτει δροσιά,
στο πέρασμά μου δεν θα ήθελα ν’ αφήνω
άλλο απ’ το μοναδικό άρωμα της πασχαλιάς.

Κάθε μορφή είναι κενότητα, λέει κάποια σοφία,
και η κενότητα είναι μια μορφή· κι έπειτα κάποια άλλη:
το πνεύμα πνέει όπου θέλει, δεν βλέπετε
το χόρτο και τα άνθη των αγρών;

Γεια και χαρά σας, πέταλα ελαφρότατα,
τέλεια κάτω από την εύθραυστη στεφάνη.

                *

Η καλοκαιρινή νύχτα απλώνεται από τη θάλασσα
ώς τα χωριά κάτω απ’ τους λόφους:
το πρόσωπό σου σκέφτομαι, και να το στεφανώνει η σιωπή
στην ανοχύρωτη μνήμη.

Ο νυχτερινός άνεμος είναι ψυχρός,
σβήνει τον ύπνο,
τη μυρωδιά της γης που ψάχνω
στα τυφλά· ακούω ακριβώς
το θρόισμα των φύλλων, τον ελάχιστο ήχο τους
– μετά το αηδόνι που δεν έχει τελειωμό.

Η νύχτα είναι απέραντη, ένα θαύμα,
σινδόνη δίχως τη ραφή
όπου σβήνονται δυστυχίες και σφάλματα,
άπειρη, ασφαλώς, κι ωστόσο προς εσένα
στραμμένη που κοιμάσαι μακριά κι εμένα
που μουρμουρίζω τ’ όνομά σου. Η ψυχή μου γαληνεμένη,
το στόμα μου διψασμένο από σένα.

                                *

Σε κοιτάζω να ανεβαίνεις, πρόσωπο του θερινού ουρανού,
στη δυνατή φουσκοθαλασσιά των κυρτωμένων λόφων
με τα ποταμίσια χέρια σου,
νεαρή κοπέλα και σχεδόν πλήρη γυναίκα,
κι η ορμή του στόματός σου
όπου έρχεται το πράσινο νερό των ρυακιών,
όλη, στη δίψα σου δοσμένη,
και πιο ελεύθερη στο ακρόπρωρο του γέλιου σου
από το πέρασμα των νεφών.

                                *

Υπαίθρια τραπέζια καφενείων, υπάρχει
μεταξύ των ανθρώπων μι’ απέραντη φλυαρία,
που την γλυκαίνει το φθινόπωρο το φως
ανοίγοντας και πάλι τα παλιά τους μονοπάτια
όπως σφυρίζουν στα σκυλιά τους·
μετά μένει μόνον η γλύκα από τα λαμπιόνια
και τα σιωπηλά μάγουλα των κοριτσιών.

                                *

Ένα χέρι πήρε τα θραύσματα του φωτός,
τα γυάλισε, τα πέταξε
στον ξάστερο χείμαρρο του χρόνου.
Αυτό που παίζει μέσα στα φυλλώματα
είναι σαν ένα γάλα που κατοπτρίζει,
ο ουρανός, μια σκηνή πλήρης καρπών.

                                *

Για μια ακόμη χρονιά βλέπεις τα φύλλα
να μαζεύονται κατά μήκος των τοίχων,
να στροβιλίζονται ανόητα πριν απ’ τη στάχτη
ή να σαπίζουν.
Το βλέμμα σου κάμπτεται,
κατάκοπο από το άκαμπτο καθήκον.

Μένει το φως· όχι εκείνο που το μαστιγώνει ο άνεμος
και σκορπίζει, αλλά το άλλο, τεράστιο κι έσχατο,
το άλλο, τεράστιο και ενδιάθετο
– και η σιωπή όπου ακουμπάς.

                                *

Ο μαΐστρος του Νοεμβρίου αποσπάει
περισσότερα από τα ακόμα προστατευμένα φύλλα
των νευρικών πλατάνων.
Κάτω από την αυστηρή ψύχρα
ο ουρανός είναι μια ακολουθία από σκηνές που χτυπάνε
με όλες τις πόρτες ανοιχτές.

Θα έπρεπε να είχες βγει σε αυτό το κρύο που επέστρεψε
αλλά καταναγκάζεσαι σε χίλια ανόητα καθήκοντα
που ελέγχουν την ημέρα.
Ο Κύριος, εκείνος, διάβηκε πόρτες και κουρτίνες·
είχες λησμονήσει ότι ο άνεμος ήταν ο νόμος του,
οι κινήσεις σου έχασαν την ευλυγισία τους, η γλώσσα σου ξεράθηκε
– πώς να διακινδυνεύσεις στην απρόβλεπτη νύχτα;

                                *

Τα φύλλα της καρυδιάς θα έχουν λοιπόν κρατήσει σχεδόν
μέχρι τον τέλειο χειμώνα. Έπεσαν
αυτό το παγωμένο πρωί με μια προφανή ακρίβεια
όπως ακούγεται στον Μπαχ
σε αυτές τις καθόδους με τα διπλά ή τριπλά όγδοα:
τέχνη της φούγκας, θαυμαστή καταστροφή, σκοτεινή
και επανερχόμενη – μέτρημα το μέτρημα.

Έπειτα ο άνεμος υπήρξε το αίτιο για τα τελευταία από αυτά
και μόνο μια μεγάλη γύμνια ολόρθη
στον χειμωνιάτικο ουρανό.

                                *

Νιφάδες έρχονται και περνούν με τη δύναμη
του βοριά και σύννεφα λεία
που τα διαπερνάει το φως μέσα στο έντονο ακόμα κρύο.

Προχωράς μέσα στο χιόνι πηγαίνοντας
προς εκείνον που το παρασύρει και το αλλάζει, το εναποθέτει
κι ύστερα το ξανασηκώνει και το μπλέκει στα κλαδιά.

Κάθε νιφάδα λιγότερη από τίποτα, αλλά
καθένας μέσα στην μοναδική πνοή.
Προχωράς μέσα σ’ αυτό το παιχνίδι, καλεσμένος
στην ιερή συνομιλία
όπου διατηρείται η καρδιά του κόσμου.

Θάνατος και ανάσταση σε κάθε πτώση,
σε κάθε ανεμοστρόβιλο, σταθερά
θάνατος και ανάσταση και η μοναδική εγκατάλειψη.

                                *

Γαλήνη της ημέρας που ξυπνάει μέσα στο γκρίζο πρωινό,
γαλήνη της ομίχλης που βραδυπορεί
προτού αργά-αργά γλιστρήσει στις κορφές…

Χειμωνιάτικο πρωί επί της γης
τόσο απλό όσο από πάντα,
απλώς μια μέρα στ’ αλήθεια, απελεύθερη
από τη ζώνη του θορύβου, τις οθόνες που κρύβουν
τον κόσμο χωρίς τελειωμό, απελεύθερη
από τη ζώνη των σχεδίων μας, των φαντασμάτων μας
απλώς μια μέρα, μια μέρα στ’ αλήθεια.
Η αληθινή μας ουσία πάει έτσι επί της γης
όπως κι εν ουρανώ. Ελαφρύ χειμωνιάτικο πρωινό:
άσμα της μέρας και άρνηση καμιά.

                                *

Βαριά τσαμπιά της πασχαλιάς
φορτωμένα βροχή τούτη την άνοιξη που φέρνει ρίγη,
άνθη που τον αυχένα σκύβετε χωρίς να χάνετε καθόλου
το χρώμα ούτε το άρωμα·
σας μακαρίζω εσάς που με μαθαίνετε
πως η αγάπη, στ’ αλήθεια,
είναι πολύ πιο γλυκιά οδός
από την περιπαθή επιθυμία να έχεις δίκιο διαρκώς.

                                *

Κορμοί που αχνίζουν το πρωί,
καθώς απελευθερώνονται από μέρες βροχής,
γιος που καλεί το βράδυ
για να πει πως είναι στο λιμάνι.

Ναι, πρέπει να ειπωθεί, μέσα στα δεσμά από φόβο κόμπων,
μέσα από τα σφιγμένα όλο πίκρα δόντια,
ακόμη και πάνω στα κλεισμένα μάτια μες στον τάφο,
ναι, το να είσαι εδώ είναι κι αυτό μια δόξα.

«Αριστερή όχθη»

Πασκάλ Ριου (Pascal Riou, Αιξ αν Προβάνς, 1954): ποιήματά του δημοσιεύονται για πρώτη φορά στα ελληνικά, από τη συλλογή «Επί της γης».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: