Δάφνη Αγγελίδου: «Βαθιά νύχτα»
Ο Ελύτης κι ο θάνατος της Ιστορίας
——— ≈ ———
Είκοσι πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του που τον βρήκε καταξιωμένο και αναγνωρισμένο στη συνείδηση κοινού, κριτικών και ομοτέχνων του, ο Οδυσσέας Ελύτης συνεχίζει να χαιρετίζεται ως ο ποιητής του φωτός ή του Αιγαίου (Κίσκιλα, 2021), ως Ηλιοπότης (Ζωγράφου, 1997), ως Απολλώνιος και Διονυσιακός (Μανδηλαρά, 2021), παρότι ο ίδιος δήλωνε: «Δεν υπήρξα ούτε πατριώτης ούτε φυσιολάτρης, ή, τουλάχιστον, δοκίμασα μεγάλη απορία όταν είδα να μου αποδίδουν τις ιδιότητες αυτές (Ελύτης, 2000: 328). Ο ποιητής δείχνει να αδιαφορούσε για την επικαιρότητα, να μην παρακολουθούσε πολιτικά γεγονότα και ιστορικές καταστάσεις της εποχής του, σαν να είχε απαρνηθεί την πολιτική του ιδιότητα και να μην τον ενδιέφερε να αφήσει ποιητικά ίχνη στα ιστορικά δρώμενα. Επιπλέον, η απόδοση του ελληνικού τοπίου με παραδεισιακούς όρους στην ποίησή του έδειχνε να μετατρέπει τον ελληνικό χώρο σε μια ευτοπική/ουτοπική νησίδα απ’ όπου απουσίαζε κάθε συγκεκριμένη ιστορική/πολιτική δραστηριότητα.
Ασφαλώς, όταν ο ίδιος ο ποιητής επιλέγει να συστηθεί στο κοινό του με πρώτα λόγια:
Ο έρωτας Το αρχιπέλαγος Κι η πλώρα των αφρών του […] (Ελύτης, 2002: 11)
δίνει την αφορμή για τέτοιου είδους συσχετισμούς. Αυτοί, όμως, οι στίχοι και τα πρώτα ποιητικά έργα δεν δεσμεύουν τον ποιητή να παραμείνει δια βίου κι αποκλειστικά προσηλωμένος σε μια αισθησιακή ή φυσιολατρική στόχευση της ποίησής του και να απουσιάζει από το ιστορικό γίγνεσθαι. Ο ποιητής δεν ήταν αποκλειστικά στραμμένος στην εξιδανικευμένη απόδοση της ελληνικής υπαίθρου ούτε αποσκοπούσε σε μια ανώδυνη, ωραιοποιημένη εικόνα της Ελλάδας όπου όλα καθαγιάζονται από το φως. Παρότι επιλέγει να αντλήσει ηθικές αξίες από τον φυσικό κόσμο (Καψωμένος, 1985) κι όχι από το ιστορικό γίγνεσθαι, ο ίδιος ομολογεί ότι ερευνά και γνωρίζει σε βάθος την Ελλάδα και την ιστορία της «…ξέρω καταλεπτώς τις αντιδράσεις που δημιουργήσανε την ιστορία» (Ελύτης, 1999: 266).
Όταν ο Παράδεισος που παρουσίασε στους Προσανατολισμούς, δέχεται επίθεση από εξωτερικούς εχθρούς, ο ποιητής θα δηλώσει παρών, κληρωτός της εποχής του, έτσι όπως ήθελε τους ποιητές ένας ομότεχνος του, θα πολεμήσει κυριολεκτικά και στην πρώτη γραμμή. Κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου ο Ανθυπολοχαγός Ελύτης στρατεύτηκε, πολέμησε, νόσησε, νοσηλεύτηκε στο τοπικό νοσοκομείο και, ενώ αυτό βομβαρδιζόταν, σχεδόν οραματίστηκε την εργασία του για τον Κάλβο και τον ιδιότυπο λυρισμό του (Ελύτης, 2000: 47-112). Όλη αυτή η εμπειρία του πολέμου περνάει με ποιητικά, λυρικά μέσα στο Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας (Ελύτης, 2002: 99-115) όπου διόλου τυχαία ο Ελύτης θα επιλέξει το επίθετο «πένθιμο» για το έργο του ενώ ο ήρωας του χαρακτηρίζεται «χαμένος». Ο ποιητής πια δείχνει να θρηνεί την απολεσθείσα αθωότητα των πρώτων του χρόνων και αναγνωρίζει τη θνητότητά του ανθρώπου: για πρώτη φορά ο Θάνατος φαίνεται να αναγνωρίζεται ως ισότιμος εταίρος της ζωής μέσα από ένα μάθημα που δίνουν οι ιστορικές συνθήκες.
Στον πρώτο λόγο του Άσματος (Ελύτης, 2002: 103) δομείται μια αντίθεση. Από τη μια μεριά υπάρχουν τα εξακολουθητικής διάρκειας ρήματα (εκατοικούσε ο ήλιος, άνοιγε ο καιρός, εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αέρας, όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε) που δείχνουν την αέναη, αόριστη επανάληψη θετικών, ευφρόσυνων στιγμών στο παρελθόν, την κυκλική θεώρηση του χρόνου. από την άλλη τα ρήματα του απειλητικού παρόντος (τώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει, Τώρα η αγωνία […] πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της) προετοιμάζουν το ακόμα πιο δυστοπικό μέλλον (κάτι κακό θ’ ανάψει). Η πολεμική ανωτερότητα του εχθρού, όμως, δεν επιφέρει την παραίτηση αλλά την αντίδραση κι αν τελικά οδηγεί στον θάνατο, δεν προκαλεί τον θρήνο: Δεν έκλαψαν Γιατί να κλάψουν Ήταν γενναίο παιδί (Ελύτης, 2002: 108). Ο ποιητής επιφυλάσσει στον νεκρό ήρωα την ανάβαση στον ουρανό: Ανεβαίνει μόνος και ολόλαμπρος Τόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του Φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός (Ελύτης, 2002: 113), ένα είδος θέωσης που θα μπορούσε να εξισορροπήσει την απώλεια της ζωής, αν η ελληνική πολιτισμική παράδοση δεν απέκλειε την εκτός κοσμικού πλαισίου ολοκλήρωση του ανθρώπου (Καψωμένος, 1990: 225). Μέσα στο ποίημα παρακολουθούμε πώς το προνόμιο της διαβίωσης σε έναν επίγειο παράδεισο οδηγεί τον άνθρωπο στην απώλειά της ζωής, καθώς την υπερασπίζεται απέναντι σε έναν εξωτερικό εχθρό, πώς ο Ελύτης δομεί εκ νέου την τραγικότητα των νεοελλήνων, μια αντίληψη που στη νεοελληνική λογοτεχνία απαθανατίστηκε στους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Διονύσιου Σολωμού όπου η κατάφαση στην πλήρη ζωή οδηγεί στην απώλειά της (Καψωμένος, 1992: 141-152. Στην περίπτωση, βέβαια, του Ελύτη διαφέρει ο λυρικός τόνος του θρήνου που περισσότερο θυμίζει τον θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας του Λόρκα παρά την ελληνική ποιητική παράδοση των μοιρολογιών.
Αμέσως μετά τη γνωριμία με τον θάνατο στα βουνά της Αλβανίας ο ποιητής προχωρά στην εκ του μηδενός ανασύσταση του ελληνικού τοπίου και στην μνημείωση του αγώνα των Ελλήνων κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου: στο Άξιον Εστί ο ποιητής δίπλα στον χώρο απαθανατίζει και την Ιστορία. Αφού δώσει στα τέσσερα πρώτα αναγνώσματα τον πόλεμο ενάντια στους εισβολείς και το αντιστασιακό φρόνημα των Ελλήνων, ο Ελύτης δε σταματά στην ασφαλή ηρωολατρία των αγωνιστών. Ο ποιητής στο 5ο ανάγνωσμα αναφέρεται σε αυτούς που, τρομαγμένοι με την οργή του λαού, στρέφουν τον ένα Έλληνα ενάντια στον άλλο. Δε θα μπορούσε να υπάρχει πιο ξεκάθαρη και πιο αμερόληπτη περιγραφή του Εμφυλίου Πολέμου σε ένα ποιητικό κείμενο που εκδίδεται το 1959, με τις πληγές του Εμφυλίου χαίνουσες: «Και μισοί πιάνοντας τους άλλους μισούς, από το 'να και τ' άλλο μέρος τραβούσανε, τέτοια λόγια λέγοντας: άξια και καλά τα έργα σας, και ορίστε αυτή που βλέπετε η θύρα η κλειστή της αυλής των προβάτων. Ασηκώστε το χέρι και μαζί σας εμείς, και φροντίδα δική μας η φωτιά και το σίδερο. Σπιτικά μη φοβάστε, φαμελιές μη λυπάστε, και ποτέ σε γιου ή πατέρα ή μικρού αδερφού τη φωνή, πίσω μην κάνετε». (Ελύτης, 2002, 162)
Η κατάληξη των παραινέσεων θα δοθεί στην επόμενη παράγραφο και είναι ένας ποιητικός απολογισμός μιας τραυματικής περιόδου της Ελλάδας «Και βαδίζανε καταπάνου στον έναν ο άλλος, μη γνωρίζοντας ο ένας τον άλλο. Και σημάδευε κατά πατέρα ο γιος και κατ' αδερφού μικρού ο μεγάλος. Που πολλά σπιτικά πομείνανε στη μέση, και πολλές γυναίκες απανωτά δυο και τρεις φορές μαυροφορέσανε. Και που αν έκανες να βγεις λιγάκι παραόξω, τίποτε. Μόνο αγέρας βουίζοντας μέσα στα μεσοδόκια, και στα λίγα καμένα λιθάρια μεριές μεριές οι καπνοί βοσκώντας τα κουφάρια των σκοτωμένων». (Ελύτης, 2002: 162-163). O Ελύτης συνεχίζει με πιο ακριβείς προσδιορισμούς την απόδοση της ιστορικής περιόδου του Εμφυλίου κάνοντας αναφορά «στους τριάντα τρεις και πλέον μήνες που βάσταξε το κακό», (Ελύτης, 2002: 163), ένα διάστημα που προκύπτει από τα τέλη Οκτωβρίου 1946 με τη δημιουργία του Δημοκρατικού Στρατού (Μαργαρίτης, 2005: 261-270) μέχρι τα τέλη Αυγούστου 1949 όταν έγιναν οι τελευταίες μάχες των αντίπαλων παρατάξεων στον Γράμμο (Μαργαρίτης, 2006: 545-547 ).
Τα έξι αναγνώσματα, λοιπόν, του Άξιον Εστί στέκουν ισομοιρασμένα σε τρία σημαντικά ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την κρίσιμη δεκαετία του 1940: ελληνοϊταλικός πόλεμος, Αντίσταση, Εμφύλιος-μετεμφυλιακή Ελλάδα. Η τελευταία αναδεικνύεται μέσα από την αναφορά του ποιητή σε ένα καθεστώς ζόφου που τρομοκρατεί τους Έλληνες, και για την ανατροπή του απαιτείται ο εξοβελισμός από την ιδανική Πολιτεία του Στρατοδίκη και του Χωροφύλακα, δύο κρατικών λειτουργών του εμφυλιακού και μετεμφυλιακού κράτους που στιγμάτισαν την περίοδο (Λάζου, 2010: 621-779). Ο Ελύτης και πάλι είναι ξεκάθαρος στη θέση του:
«Εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
—Βλέπω τους Στρατοδίκες να καίνε σαν κεριά, στο μεγάλο τραπέζι της Αναστάσεως.
— Βλέπω τους Χωροφυλάκους να προσφέρουν το αίμα τους, θυσία στην καθαρότητα των ουρανών.»
(Ελύτης, 2002: 168)
Με όλα τα παραπάνω η εικόνα του μονήρη ποιητή που αγνοεί το ιστορικό γίγνεσθαι, ακυρώνεται και ο ποιητής στέκεται τίμιος παρατηρητής της ελληνικής ιστορίας, κατανοώντας ότι δίπλα στη φωτεινή, άνω Ελλάδα υπάρχουν πρόσωπα, συμπεριφορές και ιστορικές συνθήκες που αμαυρώνουν τον αγώνα για ελευθερία κι άνοδο. Γνωρίζει και καταγράφει στην ποίησή του τη συνύπαρξη των πολεμιστών του Μετώπου με τους πολεμοκάπηλους-πατριδοκάπηλους των γραφείων (Ελύτης, 2002: 143), τον αγώνα αντίστασης των Ελλήνων απέναντι στους Ανθρώπους με το Σβησμένο Πρόσωπο (Ελύτης 2002: 154), τα γύναια που συνυπάρχουν με τη Μυρτώ, την μικρή πόρνη από τη Σίκινο (Ελύτης, 2002: 168). Αν η φύση του δίνει την πληρότητα και την ευδαιμονία, η ιστορική πραγματικότητα τον τροφοδοτεί με παραδείγματα των συνεπειών από την ήττα του κατά φύσιν ανθρώπου. Ο Ελύτης χωρίς να προχωρά σε πολιτικές θέσεις και ιδεοληπτικούς σχολιασμούς, καταφέρνει να δείξει τη διπλή όψη της ελληνικής ιστορίας, τη συνύπαρξη του αγγελικού και μαύρου ελληνικού φωτός, τη σύμπλευση ήλιου και θανάτου.
Ασφαλώς η κύρια ποιητική φωνή του Ελύτη δεν αρδεύεται από την ιστορική πραγματικότητα, δεν είναι ποίηση επικαιρική ούτε εκμεταλλεύεται ιστορικές συνθήκες και γεγονότα για να μεταφέρει το μήνυμά του. Για να τοποθετήσουμε τον ποιητή στο σύμπαν που ο ίδιος σκιαγράφησε μιλώντας για την ελληνική ποίηση, βρίσκεται μάλλον στην πλευρά του Σολωμού παρά στην πλευρά του Καβάφη (Ελύτης, 1999: 353-355). Το ποιητικό σύμπαν του είναι ένας κόσμος ευφροσύνης και αρμονίας. δεν είναι όμως, ένας κόσμος όπου το κακό απουσιάζει, ένας εικονικός παράδεισος, ένας χώρος χωρίς την επιλογή και τη διάκριση καλού-κακού. Είναι ακριβώς αυτές οι σκοτεινές πτυχές που αναδεικνύουν το υπόλοιπο φωτεινό σώμα της ποίησής του και τονίζουν τις διαφοροποιήσεις. Το έργο στο οποίο αυτή η πρακτική εμφανίζεται με μεγαλύτερη ένταση είναι η συλλογή Ο Μικρός Ναυτίλος., μια συλλογή για την οποία ο ποιητής σε συνέντευξή του επιφύλαξε ιδιαίτερη θέση, ορίζοντάς την κιβωτό των θέσεων του: «[…] Ο μικρός ναυτίλος, κάτι που θα είναι για μένα ό,τι ήταν για τον Καζαντζάκη η Ασκητική του, αλλά, φυσικά, σε τελείως διαφορετική μορφή». (Ηλιοπούλου, 2011: 139)
Σε αυτό το καθ’ ομολογίαν του ποιητή σημαντικό κείμενο η Ιστορία επανέρχεται με τρόπο ιδιαίτερο, καθώς ο ποιητής επικεντρώνεται επιλεκτικά σε ορισμένα γεγονότα. Ένα χρόνο πριν την έκδοση του Μικρού Ναυτίλου, ο Ελύτης στην ημερολογιακή αναφορά της Πέμπτης, 16 Απριλίου από το Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου αναφέρει ότι έχει διατρέξει την ιστορία του θανάτου της Ιστορίας (η μάλλον την ιστορία της Ιστορίας του Θανάτου) (Ελύτης, 2002: 480) επιλέγοντας με αλφαβητική (κι όχι χρονική) σειρά ορόσημα του ελληνικού πολιτισμού ανά τους αιώνες και αποδεικνύοντας τη βαθιά γνώση του ελληνικού χωροχρόνου. Το ίδιο κάνει κι όταν αποκαλύπτει το περιεχόμενο του ταξιδιωτικού του σάκου από το ταξίδι του ανά τους αιώνες (Ελύτης, 2002: 504-510): από τη γενέθλια μινωική Κρήτη έως τους σύγχρονούς του Χατζιδάκι και Moustaki. δείχνει να επιβεβαιώνεται έτσι η κατάργηση της Ιστορίας Αυτή η προσωπική οπτική της Ιστορίας επιβεβαιώνει την κατάργηση της κλασικής χρήσης της (Χατζηγιακουμή, 2014: 51-59) ωστόσο δεν εξαντλεί τη σχέση του ποιητή με την Ιστορία.
Ο Μικρός Ναυτίλος γράφεται κατά τη διάρκεια της επταετούς δικτατορίας (Ηλιοπούλου, 2011: 282) κι ο Ελύτης εστιάζει σε 21 γεγονότα που δείχνουν ένα σκοτεινό πρόσωπο της Ελλάδας, γεγονότα αρνητικά, γεγονότα αποσιωπημένα ή περιθωριοποιημένα, γεγονότα που ακυρώνουν τον ένδοξο ελληνοχριστιανικό πολιτισμό των Συνταγματαρχών. Ο πρώτος προβολέας επικεντρώνεται στον τόπο όπου συμβαίνουν τα γεγονότα: δικαστήριο, φυλακή, γυναικωνίτης, αρχονταρίκι, Υπασπιστήριο, τόπος αναθέματος, κτίσματα του ΕΑΤ/ΕΣΑ (Ελύτης, 2002: 495-496) είναι χώροι δυστοπικοί, σε αντίθεση με την πάγια θέση του Ελύτη για τον παραδεισιακό ελληνικό χώρο (Χατζηγιακουμή: 323-328). Στον δεύτερο προβολέα (Ελύτης, 2002: 511) υπάρχουν σκοτεινές στιγμές της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, όταν πνευματικές, καλλιτεχνικές, πολιτικές και στρατιωτικές φυσιογνωμίες που διέπρεψαν, αντιμετωπίζονται με τρόπο που απάδει στην προσφορά τους. Στο επίκεντρο η δράση των Τριάκοντα Τυράννων με την αντιδημοκρατική δράση τους που παρακινούν τον λαό σε λεηλασίες και καταστροφές. Παράλληλα, σημαντικές προσωπικότητες του πολιτισμού (Φειδίας και Σωκράτης), της πολιτικής/στρατιωτικής ζωής (ο στρατηγός Μιλτιάδης, ο Αριστείδης ο δίκαιος, ο πιστός στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου Παρμενίων, ο στρατηγός Φωκίων), αντιμετωπίζουν τον φθόνο των συμπολιτών τους και τη μεταστροφή της τύχης τους.
Στον τρίτο προβολέα (Ελύτης, 2002: 527) ο σκοτεινός κόσμος του Βυζαντίου παρελαύνει σε μια σειρά εγκλημάτων που αμαυρώνουν τον «ένδοξο βυζαντινισμό». Ο τρόπος ανάληψης της εξουσίας μετά από δολοφονίες κάνει τα υποκείμενα των ενεργειών (Ιωάννη Τσιμισκή, Μιχαήλ Παλαιολόγο, Μιχαήλ Τραυλό, Ανδρόνικο Κομνηνό) αρνητικούς ήρωες και τους αφαιρεί την αίγλη της αυτοκρατορικής ελέω Θεού μεγαλοπρέπειας. Επιπρόσθετα οι περιπτώσεις του (Μεγάλου) Κωνσταντίνου, του Ηράκλειου και της Ειρήνης της Αθηναίας αναιρούν αντίστοιχα τις αγιογραφικές εικόνες του Κωνσταντίνου ως Αγίου και Ισαποστόλου, του Ηράκλειου ως πρωταγωνιστή της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, της Ειρήνης της Αθηναίας ως υπεύθυνης για την Αποκατάσταση των Εικόνων.
Ο Ελύτης στην τελευταία λάμψη του προβολέα (Ελύτης, 2002: 540) θα φωτίσει την νεότερη ιστορία με το σκεπτικό του ιστοριοδίφη που αποζητά την αποκατάσταση της αλήθειας και την διάχυση του φωτός, μια αιρετική ανάγνωση της ιστορίας που ακυρώνει την οριοθέτησή της από στιγμές μεγαλείου. Ο αγώνας της εθνικής παλιγγενεσίας προσφέρει τρεις σκηνές όπου αναιρείται η εικόνα ομοψυχίας των Ελλήνων στον αγώνα έναντι των Οθωμανών ενώ στη συνέχεια οι δολοφονικές ενέργειες εναντίον των Καποδίστρια και Βενιζέλου αποδεικνύουν τη λιγότερη δημοφιλή πλευρά της ελληνικής ιστορίας όπου ενεδρεύουν σκοτεινές δυνάμεις. Προχωρώντας ακόμα περισσότερο, σε πιο πρόσφατες (και γι’ αυτό πιο επώδυνες και δυσανάγνωστες) ιστορικές στιγμές η έκτη σκηνή προβάλλει τη δολοφονία του στρατηγού Ψαρού από τον ΕΛΑΣ κατά τη διάρκεια της Κατοχής, για να κλείσει ο προβολέας με την δολοφονική απόπειρα εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακάριου, ενέργεια που κατέληξε στην εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο.
Όλα τα παραπάνω τοποθετημένα στη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή δίπλα στα θετικά βιώματα και στις ιδανικές στιγμές των ενοτήτων «όττω τις εράται» και «μυρίσαι το άριστον» επιτελούν λειτουργικό ρόλο, καθώς αναδεικνύουν ότι η Ελλάδα δημιουργήθηκε και με «φως και με θάνατον». Αποδεικνύεται με ιστορικά παραδείγματα ότι ο Έλληνας δεν ακολουθεί το κάλεσμα της φύσης για μια αρμονική συνύπαρξη των ανθρώπων και γι’ αυτό αναγνωρίζει ο ποιητής ότι: Έρμα ‘ν’ τα μάτια, που καλείς, χρυσέ ζωής αέρα. (Ελύτης, 2002: 545) Πλήθος ανομημάτων ευδοκιμούν στον ελληνικό χώρο και την ιστορία του και δικαιολογούν τη διαπίστωση του Ελύτη: ΑΛΛ’ ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΑ ΔΕΝ ακούει κανείς. […] Αλλού γυρίστηκε η φωνή και αθαυματούργητα έμειναν τα μάτια» (ό.π.). Η βαρυθυμία που διακρίνει τον ποιητή προκύπτει από τα ιστορικά συμφραζόμενα του χρόνου γραφής της συλλογής κι από την διαπίστωση της δυσκολίας των Ελλήνων να ακολουθήσουν τα διδάγματα και τις προσταγές της Φύσης που ορίζουν έναν άρτιο ηθικό κώδικα.
Στην περίπτωση της ποίησης του Ελύτη δεν είναι η ιστορία που λειτουργεί παραδειγματικά ούτε η ιστορική-μυθική μέθοδος που παράγει τα νοήματα. Είναι η αρμονία και οι αρχές της ελληνικής φύσης που αποκτούν μεταφυσικό/ηθικό περιεχόμενο και αυτό προσπαθεί να κοινωνήσει με την ποίησή του ο ποιητής στους αναγνώστες του έργου του. Γι’ αυτό και η Φύση πλεονάζει ως δρώσα δύναμη στην ποίηση του Ελύτη και γι’ αυτό η Ιστορία εμφανίζεται συμπληρωματικά, για να τονίσει τις αρνητικές συνέπειες λόγω της απομάκρυνσης από τον κατά φύση τρόπο ζωής. Προκύπτει, λοιπόν, ότι η γνώση της Ιστορίας είναι δεδομένη στο έργο του Ελύτη και δεν δικαιολογεί θέσεις και αντιλήψεις για έναν μονήρη ποιητή που απέχει από την ιστορική πραγματικότητα. Αντίθετα, στην Ιστορία καταφεύγει ο ποιητής για να αναδείξει τις θέσεις του με μια τεχνική αντίστιξης: όταν οι Έλληνες απομακρύνονται από τις αξίες της ισορροπίας που χαρακτηρίζουν την ελληνική φύση, η Ιστορία καταγράφει περιστατικά που ακυρώνουν την ανοδική πορεία της Ελλάδας. Κι αυτό το μήνυμα είναι σήμερα πιο επίκαιρο από ποτέ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Για πρακτικούς λόγους χρησιμοποιήθηκε η συγκεντρωτική έκδοση Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Ίκαρος 2002.
Ελύτης Ο.,2002, Ποίηση, Ίκαρος.
Ελύτης Ο., 2000, Ανοιχτά χαρτιά, Ίκαρος.
Ελύτης Ο., 1999, Εν Λευκώ, Ίκαρος.
Ζωγράφου Λ., 1997, Ο Ηλιοπότης Ελύτης, εκδ. Αλεξάνδρεια.
Ηλιοπούλου Ι. (επιμ), 2011, Οδυσσέας Ελύτης. Συν τοις άλλοις, Ύψιλον/βιβλία
Καψωμένος Ε.Γ., 1992, “Καλή ’ναι η μαύρη πέτρα σου”- Ερμηνευτικά κλειδιά στο Σολωμό, Εστία.
Καψωμένος Ε.Γ., 1990, Το δημοτικό τραγούδι. Μια διαφορετική προσέγγιση, εκδ. Αρσενίδης.
Καψωμένος Ε.Γ., 1985, «Οδυσσέα Ελύτη, Λακωνικόν. Μια σημειολογική ανάλυση», περ. Διάλογος, τ. 5, σσ. 11-28
Κίσκιλα, Μ., 18-3-2021, «Οδυσσέας Ελύτης, ο ποιητής του φωτός», Lifo, διαθέσιμο στο https://tvxs.gr/news/prosopa/odysseas-elytis-o-poiitis-toy-yperrealismoy
(ημερ. πρόσβασης 31-7-2021).
Λάζου Β., 2010, Ο Εμφύλιος Πόλεμος από την οπτική μιας επαρχιακής πόλης. Πολιτική Κοινωνία και Δικαιοσύνη στην πόλη της Λαμίας, 1946-1949. Διδακτορική διατριβή: Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας.
Μανδηλαρά Τ., 11-7-2021, «Η Ελλάδα του Ελύτη εν περιλήψει», Lifo, διαθέσιμο στο https://www.lifo.gr/culture/vivlio/i-ellada-toy-elyti-en-perilipsei
(ημερ. πρόσβασης 30-7-2021)
Μαργαρίτης Γ., 2005, Ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, τομ. 1, Βιβλιόραμα.
Μαργαρίτης Γ., 2006, Ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, τομ. 2, Βιβλιόραμα.
Χατζηγιακουμή Μ., 2014, Η αίσθηση της Ιστορίας στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη, eκδ. Παπαζήση