Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου

————————————————————————————————
Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου.
M
έσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί.
Τα άνθη μιλούν. Από τα πέταλά τους ανα
δύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες.
Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος 
Ανδρέας Εμπειρίκος, Ενδοχώρα, «Ο Πλόκαμος της Αλταμίρας», 3

————————————————————————————————

«Η Ποδηλάτισσα», κολάζ Ε & Δ. Καλοκύρη
«Η Ποδηλάτισσα», κολάζ Ε & Δ. Καλοκύρη


Ακό­μα και αν χά­νο­νταν όλα τα έρ­γα του Αν­δρέα Εμε­πι­ρί­κου, αυ­τό το τε­τρά­στι­χο που προ­τάσ­σε­ται σαν τί­τλος αλ­λά και σώ­μα με­λέ­της, δεν θα χα­νό­ταν πο­τέ. Για­τί; Για­τί με τον πρώ­το και με τον τε­λευ­ταίο στί­χο του, ει­δι­κό­τε­ρα, δί­νει όλα τα χαρακτηριστι­κά της υπερ­ρε­α­λι­στι­κής γρα­φής αλ­λά, πί­σω από αυ­τήν, την αλη­θι­νή ου­σία της ποί­η­σης: το στίλ­βον, το ρέ­ον, το αέ­να­ον, ενώ στο κέ­ντρο του γεν­νιέ­ται το θαύ­μα –τα άν­θη που μι­λούν και, με τον τρό­πο τους γεν­νούν– «μι­κρού­τσι­κες παι­δί­σκες». Θα πού­με λοι­πόν πως το ποί­η­μα μάς προ­σφέ­ρει πρώ­τα πρώ­τα τη στίλ­βου­σα ει­κό­να του, το απρό­σμε­νο, την έκ­πλη­ξη, το πα­ρά­δο­ξο, τη γοη­τεία και τον εν­θου­σια­σμό για την ποί­η­ση.
Η πρώ­τη φρά­ση, που θυ­μί­ζει τον στί­χο του Βα­λε­ρύ «Η ποί­η­ση εί­ναι ανά­πτυ­ξη ενός επι­φω­νή­μα­τος» (le lyrisme est le developpement d' une exclamation), έχει δη­λα­δή συ­ναι­σθη­μα­τι­κή αφε­τη­ρία, προ­ε­κτεί­νε­ται από τον Εμπει­ρί­κο και εμπλου­τί­ζε­ται με την αστρα­φτε­ρή ει­κό­να που στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση την πα­ρέ­χει το στίλ­βον πο­δή­λα­το. Και όχι απλώς το ποδή­λατο αλ­λά πο­δή­λα­το στην ανά­πτυ­ξή του. Η ανά­πτυ­ξη της τα­χύ­τη­τας δη­μιουρ­γεί τις απα­ραίτητες αστρα­πές που επι­διώ­κει να δη­μιουρ­γή­σει ο ποι­η­τής στο πνεύ­μα.

Το πο­δή­λα­το επί­τευγ­μα της τε­χνι­κής και το ποί­η­μα της τέ­χνης ανα­πτυσ­σό­με­να πα­ράλ­λη­λα ταυ­τί­ζο­νται με την έν­νοια της ζω­ής – και η ζωή προ­χω­ρά­ει γρή­γο­ρα, όπως και η ποί­η­ση και το πο­δή­λα­το στο ποί­η­μά μας. Η τέ­χνη εί­ναι μια μορ­φή αλ­λη­λεγ­γύ­ης, πά­ρε τη λέ­ξι μου, δώ­σε μου του χέ­ρι σου, λέ­ει στο 18 ποί­η­μα της ίδιας ενό­τη­τας ο Εμπει­ρί­κος συμ­με­τέ­χο­ντας από τη σκο­πιά του με τα δι­κά του μέ­σα στην εποι­κοι­νω­νία. Στον κό­σμο της ποί­η­σης, οι δρό­μοι εί­ναι λευ­κοί, δη­λα­δή αγνοί, οι προ­θέ­σεις πά­ντα κα­λές, τα πράγ­μα­τα στα μέ­τρα της καρ­διάς. Τ' άν­θη μι­λούν. Αυ­τό το τε­λευ­ταίο εί­ναι πα­ρά­δο­ξο, αλ­λά κα­θό­λου και­νο­φα­νές, εφό­σον στην πα­ρα­δο­σια­κή και δημοτι­κή ποί­η­ση τα λου­λού­δια, οι κά­μποι, τα βου­νά και τα λα­γκά­δια, μι­λούν, αντι­λα­λούν, κλαί­νε, ανα­στε­νά­ζουν και γε­λούν.

Πε­ρισ­σό­τε­ρο αξιο­θαύ­μα­στο φαί­νε­ται το επό­με­νο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό: Οι μι­κρού­τσι­κες παι­δί­σκες που ανα­δύ­ο­νται από τα πέ­τα­λά τους. Η ποί­η­ση πλέ­ον εί­ναι άν­θος και η ει­κό­να της μας θυ­μί­ζει εν πρώ­τοις το πέ­τρι­νο λου­λού­δι, μπαλέ­το με πα­ρό­μοια αξιο­ποί­η­ση της ιδέ­ας· πέ­τα­λα-μπα­λα­ρί­νες. Η εκ­δρο­μή αυ­τή δεν έχει τέ­λος. Και ποια εί­ναι τού­τη η εκ­δρο­μή; Η εκ­δρο­μή της ποί­η­σης; της ζω­ής, του έρω­τα; Αν ποί­η­ση και πραγ­ματ­κό­τη­τα εί­ναι συ­γκοι­νω­νού­ντα δο­χεία, τό­τε βε­βαί­ως πρό­κει­ται για την εκ­δρο­μή της ζω­ής. Και τα δύο λει­τουρ­γη­μέ­να επ' άπει­ρον με τον εν­θου­σια­σμό και την αστρα­φτε­ρό­τη­τα που προ­σφέ­ρει το ποί­η­μα δί­νουν το πνεύ­μα της ιδε­ο­λο­γί­ας του Εμπει­ρί­κου. Να θυ­μη­θού­με και τον πρώ­το στί­χο της συλ­λο­γής από την ενότη­τα «Τα Κά­στρα του Ανέ­μου», Ως έρ­γον ατε­λεύ­τη­τον και σε συν­δυα­σμό των δύο θα κα­τα­λή­ξου­με σε σχε­τι­κές γνώ­μες.
Σχε­τι­κά με την πα­ρα­πά­νω ερ­μη­νεία ο Αλέ­ξαν­δρος Αρ­γυ­ρί­ου λέ­ει ότι εί­ναι «βάρ­βα­ρη». Το για­τί δεν το εξη­γεί αλ­λά φαί­νε­ται ότι τα τό­σα που έχουν λε­χθεί για την κα­λυμ­μέ­νη σε­ξουα­λι­κό­τη­τα των στί­χων του Εμπει­ρί­κου οδη­γούν σ' αυ­τό το συ­μπέ­ρα­σμα. Επο­μέ­νως η πα­ρα­πά­νω ερ­μη­νεία αν δεν εί­ναι «βάρ­βα­ρη» εί­ναι οπωσ­δή­πο­τε απλοϊ­κή.
Για τα κρυμ­μέ­να ερω­τι­κά μυ­στι­κά της ποί­η­σης οι διά­φο­ροι με­λε­τη­τές βρί­σκουν αιχ­μές στο ρή­μα στίλ­βω, το οποίο λει­τουρ­γεί ως ανά­λο­γο του ενθουσια­σμού και του οποί­ου πα­ραλ­λα­γές βρί­σκου­με στο ποί­η­μα «Πύ­λη». (Η δρά­ση της γυ­ναί­κας εί­ναι στίλ­βου­σα) στο ποί­η­μα «Αφρός», (εί­ναι οι πό­θοι μι­να­ρέ­δες στυλω­μένοι / Λάμ­ψεις του μου­ε­ζί­νη στην κορ­φή τους /.../ Που στίλ­βουν την ημέ­ρα και τη νύ­χτα...). Ένα άλ­λο ποί­η­μα, «Η στιλ­βη­δών», σύν­θε­το από το στίλ­βω και ηδο­νή μας πα­ρέ­χει πλού­σιο υλι­κό λέ­ξε­ων με φω­τει­νό πε­ριε­χό­με­νο (φά­ρος, αχτί­δες, αναλα­μπές, φως, στίλ­βου­σα σιω­πή του φά­ρου) πά­ντα με ερω­τι­κά ση­μαι­νό­με­να..

Έτσι στο ποί­η­μα το μυ­στι­κό κρα­τά­ει το στίλ­βον πο­δή­λα­το.

Σχε­τι­κά με το πο­δή­λα­το θα εί­χε κα­νείς να πει πολ­λά δε­δο­μέ­νου ότι για τις αρ­χές του αιώ­να ήταν ό,τι πιο μο­ντέ­ρο υπήρ­χε, η μη­χα­νή εί­χε θε­ο­ποι­η­θεί, επει­δή θα απάλ­λασ­σε τον άν­θρω­πο από το μό­χθο, και γι' αυ­τό χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε πο­λύ στην τέ­χνη. Ει­δι­κά το πο­δή­λα­το ο Εμπει­ρί­κος το χρη­σι­μο­ποιεί και σε άλ­λα κεί­με­νά του: «...κα­θι­σμέ­νος στη σέ­λα του, πε­ρι­ήρ­χε­το την πό­λιν πο­δη­λα­τών... Έκτο­τε κα­νείς δεν εσκέ­φθη πλέ­ον να επι­τε­θεί κα­τά του πο­δη­λά­του... οι κα­τα­κτη­ταί ίδρυ­σαν το πο­δη­λα­το­δρό­μιον, όπου διε­ξά­γο­νται σή­με­ρον οι με­γα­λύ­τε­ροι και στιλπνό­τεροι αγώ­νες πο­δη­λά­των». (Γρα­πτά ή Προ­σω­πι­κή Μυ­θο­λο­γία, σελ. 41). Από την υπερ­ρε­α­λι­στι­κή ομά­δα ο Φραν­σίς Πι­κα­μπιά χρη­σι­μο­ποιεί συ­χνά σε πί­να­κές του τον τρο­χό και τις μη­χα­νές γε­νι­κά. Επί­σης πί­να­κας του Μαρ­σέλ Ντυ­σάμπ του 1913, έχει θέ­μα του τη ρό­δα του πο­δη­λά­του. Κι αυ­τό εί­ναι βε­βαί­ως ένα ελά­χι­στο δείγ­μα
Αν σκε­φτού­με το πο­δή­λα­το ως μέ­σο με­τα­φο­ράς των λαϊ­κών αν­θρώ­πων, που πέ­ρα­σε όμως πρώ­τα από τα παι­διά της αρι­στο­κρα­τί­ας ως μέ­σο για εκ­δρο­μή και πε­ρί­πα­το και ακό­μα αν σκε­φτού­με πως το κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του εί­ναι ότι έχει έναν και μο­να­δι­κό κα­τά κύ­ριο λό­γο ανα­βά­τη και ότι απαι­τεί­ται δε­ξιο­τε­χνία για να στα­θεί πά­νω του, και τέ­λος ότι η τα­χύ­τη­τα που θα ανα­πτύ­ξει θα γί­νει αί­σθη­ση ελευ­θε­ρί­ας για τον επι­βαί­νο­ντα, κα­τα­λα­βαί­νου­με την αί­σθη­ση που έχει ο ποι­η­τής πά­νω στο στίλ­βον πο­δή­λα­το του και το συμ­βο­λι­σμό που γεν­νιέ­ται από την ανά­πτυ­ξη της τα­χύ­τη­τας σε συν­δυα­σμό με τις λάμ­ψεις του την ίδια στιγ­μή.

Ο Γιώρ­γης Για­τρο­μα­νω­λά­κης συ­σχε­τί­ζει το κεί­με­νο από τα Γρα­πτά με το ποί­η­μα και πα­ρα­τη­ρεί ότι «ο ποι­η­τής με­του­σιώ­νει μέ­σα από μια ει­κο­νο­ποι­ία του τη δρά­ση του πο­δη­λά­του-ποι­η­τή σε εξαγ­γε­λία κοι­νω­νι­κής ποι­η­τι­κής». Αυ­τή η κοι­νωνική ποι­η­τι­κή γί­νε­ται ολο­φά­νε­ρη στην Οκτά­να.
Ο Νά­νος Βα­λα­ω­ρί­της επί­σης μας πα­ρα­δί­δει ένα κεί­με­νο με τί­τλο «Με­του­σί­ω­ση», αφιε­ρω­μέ­νο στον Αν­δρέα Εμπει­ρί­κο.
Ποί­η­μα του Οδυσ­σέα Ελύ­τη «Η πο­δη­λά­τισ­σα» υπάρ­χει επί­σης στη συλ­λο­γή Τα ρω τον έρω­τα και ο ιπ­πό­της - πο­δη­λά­της, στη Μα­ρία Νε­φέ­λη (σελ. 61). Ακό­μα κο­λάζ με πο­δή­λα­το στις Συ­νει­κό­νες (σελ. 73).

Γε­νι­κά το πο­δή­λα­το, και η ρό­δα, απο­τε­λεί σύμ­βο­λο της εξέ­λι­ξης και της προ­όδου. Του χρό­νου που τρέ­χει. Επι­πλέ­ον η ισορ­ρο­πία και η δε­ξιό­τη­τα που απαι­τεί­ται από τον ένα και μο­να­δι­κό ανα­βά­τη συμ­βο­λί­ζει την ψυ­χι­κή ανά­γκη για σω­στή λει­τουρ­γία σε ό,τι αφο­ρά το πο­δή­λα­το και σε ό,τι αυ­τό υπαι­νίσ­σε­ται. Η σω­στή και γρή­γο­ρη οδή­γη­ση στο ποί­η­μα δη­μιουρ­γεί αστρα­πές ικα­νο­ποί­η­σης, ο χώ­ρος και ο χρό­νος κερδίζο­νται κι έτσι η εκ­δρο­μή αυ­τή δεν έχει τέ­λος.
Η Δια­μά­ντη Ανα­γνω­στο­πού­λου, συν­δέ­ο­ντας την ποι­η­τι­κή πρά­ξη μ' ένα πε­ρι­πλα­νώ­με­νο και απε­λευ­θε­ρω­τι­κό ερω­τι­σμό, βλέ­πει την ποί­η­ση σαν μια «εκ­δρο­μή ατε­λεί­ω­τη, μια δια­πό­ρευ­ση μέ­σα από την οποία με­γα­λώ­νου­με».

Και τώ­ρα η «Με­του­σί­ω­ση» του Νά­νου Βα­λα­ω­ρί­τη, αφιε­ρω­μέ­νη στον στον Αδρέα Εμπει­ρί­κο:

Πρώτα ήρθε και στάθηκε στην άδεια πλατεία ένα ποδήλατο και στεκόταν
για κάμποση ώρα έτσι μόνο του, αργότερα κάθισε επάνω στο ποδήλατο ο
ποδηλάτης κι επάνω στους ώμους του ποδηλάτη ένα μικρό αγοράκι και στην
παλάμη του μικρού παιδιού το αλογάκι της Παναγιάς και μες στ' αλογάκιτης
Παναγιάς, Εγώ! Κατόπιν μαζεύτηκαν –πρώτα ένας άνθρωπος περαστικός
και στάθηκε και χάζευε– αργότερα έφυγε αυτός κι ήρθε ένας άλλος που
στάθηκε και θαύμαζε –κατόπιν φεύγοντας αυτός ένας τρίτος που στάθηκε και
κοίταζε απορώντας σαν κουτός και δεν έβγαζε νόημα– πέρασε κι αυτός και
πήγε στην δουλειά του. Αφού έφυγαν αυτοί ήρθαν οι έξυπνοι τρεις τρεις
και συζητούσαν φωναχτά ανάμεσά τους κι έλεγαν ότι δεν γίνεται και δεν
μπορεί νa ’ναι αληθινό –ένας ποδηλάτης αγών– στέκεται μόνος του χωρίς να
πέφτει στη μέση του πελάου και στα νερά επάνω και να μη βουλιάζει, αυτό
είναι βλαστήμια γιατί ένας μόνο περπάτησε τα νερά και τα νερά είναι της
βροχής μια σπιθαμή μονάχα και δεν είναι αρκετά για να ανθέξουν το βάρος
ενός κοτζάμ ποδήλατου με αναβάτη με καταβάτη και με παιδί στο ώμο του
και με τ' άλογο της Παναγιάς και με μένα μες στ' αλογάκι τον
εμπνευσμένο. Τότε παρατώντας τα οι έξυπνοι ήρθαν οι σχολαστικοί και μας
εξετάζανε με προσοχή. Μέτρησαν τους παλμούς των φρένων και τα λάστιχα
της αλυσσίδας, την αποχή και την καμπύλη, ζύγισαν τα ρούχα, έδωσαν τροφή
κι ανέλυσαν τ' απορρίμματα – συμπέρασμα μηδέν, δεν φτάνουν τα
συναισθήματα όταν πρόκειται περί ισορροπίας, ούτε τα επιχειρήματα όταν
έχουμε να κάνουμε με πρωτόκολλο. Παρατώντας τα οι σχολαστικοί ήρθαν οι

αμέτοχοι, οι άγνωστοι, οι ουδέτεροι κι έριχναν δεκάρες και γέμισε ο

ντενεκές τρεις φορές έως επάνω και τον αδειάσανε και τότες ξεπέζεψε ο

ποδηλά­της και το αγοράκι κατέβηκε από τον ώμο του και άνοιξε το χεράκι

του και πέταξε τ' αλο­γάκι της Παναγιάς κι έφυγε ο ποδηλάτης και το

ποδήλατο κι εγώ – κι έμεινε άδεια η πλα­τεία ως ήταν πριν και μετά και όπως θα ’ναι πάντα.

(Νάνος Βαλαωρίτης, Ο Ομιλών πίθηκος ή Παραμυθολογία).

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: