Τριαντάφυλλα, γαρίφαλα και άλλα της άνοιξης

Τριαντάφυλλα, γαρίφαλα και άλλα της άνοιξης


Από μικρό το θαύμα είναι λουλούδι και άμα μεγαλώσει θάνατος ——— (Οδυσσέας ΕΛΥΤΗΣ)

Έχου­με γε­νι­κώς ταυ­τί­σει την Άνοι­ξη με τα λου­λού­δια και τα λου­λού­δια με τη χα­ρά. Θέ­λου­με να πα­ρα­βλέ­που­με, ενώ το ξέ­ρου­με κα­λά, πως τα λου­λού­δια εί­ναι και σύμ­βο­λα του πέν­θους. Αν­θο­στό­λι­στο συ­νο­δεύ­ου­με τον άν­θρω­πό μας κι ένα λου­λού­δι του ρί­χνου­με στον τε­λευ­ταίο απο­χαι­ρε­τι­σμό μα­ζί με τον τε­λευ­ταίο ασπα­σμό.

άφτια­χτο κι αστό­λι­στο του χά­ρου δεν σε δί­νω

θρη­νεί ο Πα­λα­μάς. Και στον στο­λι­σμό συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται τα ρού­χα, το χτέ­νι­σμα, τα λου­λού­δια. Με λου­λού­δια πη­γαί­νου­με στο μνή­μα. Με λου­λού­δια στο­λί­ζου­με τον Επι­τά­φιο.
Φεύ­γο­ντας από τα λου­λού­δια τα αλη­θι­νά φτά­νου­με στα ζω­γρα­φι­στά. Λου­λού­δια, μέ­σα ή έξω από το βά­ζο, σε πί­να­κα ζω­γρα­φι­κής τα λέ­με «still life», ακί­νη­τη ζωή και «nature morte», από όπου φαί­νε­ται πως πέ­ρα­σε στα ελ­λη­νι­κά ο όρος «νε­κρή φύ­ση». Η «νε­κρή φύ­ση» χρη­σι­μο­ποιεί­ται ως υπό­μνη­ση της μα­ταιό­τη­τας, της φθαρ­τό­τη­τας, της προ­σω­ρι­νό­τη­τας αλ­λά και του θα­νά­του της ομορ­φιάς, της νιό­της, του έρω­τα, της ζω­ής.

The flower that smiles today. Tomorrow dies (το ρό­δο που σή­με­ρα χα­μο­γε­λά­ει, αύ­ριο πε­θαί­νει) λέ­ει ο άτυ­χος Persy Bysshe Shelley, σαν να προ­έ­βλε­πε ότι το δι­κό του λου­λού­δι-θαύ­μα θα έσπευ­δε να πνι­γεί στα τριά­ντα του χρό­νια. Και η Οφη­λία σαν νού­φα­ρο επι­πλέ­ει στον βουρ­κω­μέ­νο τά­φο της. Τα νού­φα­ρα εί­ναι ωραία να τα βλέ­πεις, αλ­λά, αν συλ­λο­γι­στείς, πολ­λά θα βρεις πι­κρά που η ομορ­φιά τους κρύ­βει. Πα­ρά­δειγ­μα τα ωραία νού­φα­ρα του Μο­νέ. Στο κυ­κλο­τε­ρές μου­σείο του, στο Πα­ρί­σι, ανά­λο­γα με τη θέ­ση που παίρ­νει ο θε­α­τής στον κύ­κλο, έχουν άλ­λο χρώ­μα, άρα άλ­λη διά­θε­ση και, το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο, προς το τέ­λος της ζω­ής του ζω­γρά­φι­ζε νού­φα­ρα. Στην Αί­γυ­πτο, εκτός από τη δια­κο­σμη­τι­κή τους χρή­ση, θε­ω­ρού­νταν και ψυ­χο­πο­μποί με­τα­ξύ άλ­λων.

Και πά­λι πί­σω στα ρό­δα: Σε πό­τι­σα ρο­δό­στα­μο, με πό­τι­σες φαρ­μά­κι λέ­ει ένα ωραίο τρα­γου­δά­κι. Με ρο­δό­νε­ρο ρα­ντί­ζουν ορι­σμέ­να γλυ­κά οι πα­ρα­δο­σια­κές νοι­κο­κυ­ρές και με τρια­ντά­φυλ­λα φτιά­χνουν κά­ποιο άλ­λο του κου­τα­λιού.

Ο «Ρο­δό­κη­πος» και το ρό­δο κά­νει την εμ­φά­νι­σή του συ­χνά στον Τ. Σ. Έλιοτ, από τον οποίο δα­νεί­ζο­μαι έναν μό­νο στί­χο, Τα­ρά­ζο­ντας τη σκό­νη σ’ ένα κύ­πε­λο με ρο­δο­πέ­τα­λα. («Τα τέσ­σε­ρα Κουαρ­τέ­τα»). Με άλ­μα μέ­γα ερ­χό­μα­στε στον Γιώρ­γο Σε­φέ­ρη και στο στί­χο του «ρό­δο της νύ­χτας πέ­ρα­σες, τρι­κύ­μι­σμα πορ­φύ­ρας» που μοιά­ζει να ακο­λου­θεί τα βή­μα­τα του Έλιοτ, «τα­ρά­ζο­ντας», «τρι­κύ­μι­σμα»). Ο στί­χος ανή­κει στο τέ­λος του σπου­δαί­ου ποι­ή­μα­τος «Ερω­τι­κός Λό­γος», από όπου και οι αρ­χι­κοί πα­ρεμ­φε­ρείς:

Ρό­δο της μοί­ρας, γύ­ρευ­ες να βρεις να μας πλη­γώ­σεις
    μα έσκυ­βες σαν το μυ­στι­κό που πά­ει να λυ­τρω­θεί
                κι ήταν ωραίο το πρό­σταγ­μα που δέ­χτη­κες να δώ­σεις
                κι ήταν το χα­μο­γέ­λιο σου σαν έτοι­μο σπα­θί

Σπα­θί που κό­βει για να κό­ψει: την καρ­διά, την ψυ­χή, το σώ­μα, τον χρό­νο. Κι αμέ­σως από το τέ­λος του ερω­τι­κού λό­γου στο «εκα­τό­φυλ­λο ρό­δο» στον τε­λευ­ταίο στί­χο, στο τε­λευ­ταίο ποί­η­μα, της τε­λευ­ταί­ας συλ­λο­γής του, Τρία Κρυ­φά Ποι­ή­μα­τα: «Τού­το το με­ση­μέ­ρι που καρ­φώ­θη­κε ο ήλιος / στην καρ­διά του εκα­τό­φυλ­λου ρό­δου», οπό­τε το ρό­δο παίρ­νει πλέ­ον δια­στά­σεις μυ­στι­κές και θα λέ­γα­με πως γί­νε­ται το κέ­ντρο της καρ­διάς, αφού και αυ­τή εί­ναι κόκ­κι­νη και έχει φύλ­λα και εκεί στα φύλ­λα της καρ­διάς ή αλ­λιώς στα φυλ­λο­κάρ­δια γρά­φε­ται ό,τι αγα­πά­με.

Ποί­η­μα εμ­βλη­μα­τι­κό ο «Ερω­τι­κός Λό­γος», που ο χρό­νος κα­τα­κύ­ρω­σε ως μυ­στι­κό και ερω­τι­κό, αλ­λά και με ποι­κί­λους άλ­λους συμ­βο­λι­σμούς που δια­τρέ­χουν σαν ρί­γη τους στί­χους του και δια­τυ­μπα­νί­ζουν τον ερω­τι­κό πό­θο και την έντα­ση που η δυ­να­μι­κή της «κό­βει τον και­ρό στα δυο και τον απο­σβο­λώ­νει («Το ύφος μιας μέ­ρας»), ή ανοί­γει την καρ­διά και σπέρ­νει άστρα («Ο ηδο­νι­κός Ελ­πή­νωρ»). Πα­ρεμ­φε­ρώς «Ίσια ναι πά­ει ο χρό­νος αλ­λά ο έρω­τας κά­θε­τα και ή κό­βο­νται στα δύο ή που δεν απα­ντή­θη­καν πο­τέ» εί­ναι η άπο­ψη του Ελύ­τη (Φω­τό­δε­ντρο, «Εκεί­νο που δεν γί­νε­ται»). Κι εδώ ση­μα­σία έχει η χρο­νι­κή στιγ­μή, η θαυ­μα­τουρ­γία, η οποία τέ­μνει τον χρό­νο. Ο έρω­τας εί­ναι το σπα­θί, η το­μή στο χρό­νο, η λα­βω­μα­τιά του χρό­νου· η μο­να­δι­κό­τη­τα της. Αν και ο Σε­φέ­ρης μι­λά­ει για την πρά­ξη, και ο Ελύ­της για το αί­σθη­μα –αν δεν απα­τώ­μαι και αν δεν κά­νω μέ­γα λά­θος– και οι δύο μι­λούν για το ίδιο πράγ­μα. Τον έρω­τα, το τρια­ντά­φυλ­λο, το άν­θος της τρι­κυ­μί­ας, της τρι­κυ­μί­ας της ψυ­χής που θα συ­νε­πά­ρει και το σώ­μα.

Τα ρο­δο­πέ­τα­λα, όπως και τα γα­ρι­φα­λο­πέ­τα­λα, απο­κτούν και άλ­λο συμ­βο­λι­σμό, πέ­ρα από αυ­τόν του αν­θό­σπαρ­του βί­ου, στο πο­λύ ωραίο πα­ρά­δειγ­μα του σε­φε­ρι­κού «Πρα­μα­τευ­τή από τη Σι­δώ­να» που «χαί­ρε­ται στα στε­νά της Λευ­κω­σί­ας… / Μια τουρ­κο­πού­λα στην αυ­λή και σεί­στη­κε η πε­ρι­πλο­κά­δα / … Εκεί­νος διά­βη­κε … σαν θεί­ος πε­ρά­της, / σαν όνει­ρο ψι­θυ­ρι­στά τρα­γου­δώ­ντας “ρό­δα στο μα­ντί­λι”./ Λες γύ­ρευαν του Δία τα πέ­δι­λα τα βυσ­σι­νιά του χεί­λη». Κά­θε λέ­ξη με τη ση­μα­σία της αλ­λά και άλ­λα συν­δη­λού­με­να., αν θυ­μη­θού­με πώς λει­τουρ­γεί ο Δί­ας στο μύ­θο και ο πρα­μα­τευ­τής στο στί­χο: πε­ρά­της.
Και το πα­ρεμ­φε­ρές: «Ήταν πα­ρα­μο­νή του Δώ­δε­κα Απο­στό­λου / που χύ­θη­καν στην άμ­μο τα γα­ρί­φα­λά της / κι εκεί­νη λυγ­μοί όλη νύ­χτα…» (Γιώρ­γος Σε­φέ­ρης, Τε­τρά­διο Γυ­μνα­σμά­των Β΄, «Salva nos vigilantes»).

Και στις δύο πε­ρι­πτώ­σεις έχου­με τη δια­παρ­θέ­νευ­ση κό­ρης (να και η πρό­θε­ση «διά», να και η «κό­ρη» δια-θέ­σι­μη). «Διέξ το μύρ­τον» για τον Ελύ­τη το ανά­λο­γο, οπό­τε μπαί­νει νέο σύμ­βο­λο στην οι­κο­γέ­νεια, αν μά­λι­στα προ­βού­με σε έρευ­να συ­στη­μα­τι­κή της τα­ξιαν­θί­ας του.

«Η κοι­λά­δα με τους ρο­δώ­νες» του Εγ­γο­νό­που­λου, αν και φι­λο­ξε­νεί πά­σης φύ­σε­ως λου­λού­δια και ακάν­θας, έχει και αυ­τή έναν κρυμ­μέ­νον άσο στο μα­νί­κι αλ­λο­τρί­ου τι­νός συμ­βο­λι­σμού. Όπως και το γυ­να­κείο όνο­μα «Ρό­ζα» φέ­ρει κά­ποιο ιδιαί­τε­ρο φορ­τίο. Στα γαλ­λι­κά η Ρο­ζα­λί που ση­μαί­νει ρό­δο, rose και λά­σπη (ΛΙΕ).

Μπή­κε ο Μάρ­της, μπή­κε η άνοι­ξη. Κι ο γέ­ρων Πα­λα­μάς γρά­φει και οσφραί­νε­ται του ρό­δου το μο­σκο­βό­λη­μα από το μα­κρι­νό 1905 και δα­κρύ­ζει:

ΡΟΔΟΥ ΜΟΣΚΟΒΟΛΗΜΑ

Εφέτος άγρια μ’ έδειρεν η βαρυχειμωνιά
που μ’ έπιασε χωρίς φωτιά και μ’ ηύρε χωρίς νιάτα
κι ώρα την ώρα πρόσμενα να σωριαστώ βαριά
στη χιονισμένη στράτα.

Μα χτες καθώς με θάρρεψε το γέλιο του Μαρτιού
και τράβηξα να ξαναβρώ τ’ αρχαία τα μονοπάτια
στο πρώτο μοσκοβόλημα ενός ρόδου μακρινού
μου δάκρυσαν τα μάτια.

Πράγ­μα­τι ένα ρό­δο μο­σκο­βό­λη­σε ή η άνοι­ξη, σαν τρε­λή ρο­διά, όρ­μη­σε στη γει­το­νιά και τρι­κύ­μι­σε τον αέ­ρα με τα κα­τα­κόκ­κι­να τρια­ντα­φυλ­λά­κια της. Οι ανα­τυ­πώ­σεις, ανα­δια­τυ­πώ­σεις, όλα εί­ναι ελα­φρές πα­ραλ­λα­γές του ενός ή της μί­ας τρια­ντα­φυλ­λέ­νιας ει­κό­νας, όπως και αυ­τή του Χάι­νε, σε με­τά­φρα­ση Κώ­στα Κα­ρυω­τά­κη,

«Τώρα ανοιξιάτικο»:

Τώρα ανοιξιάτικο καθώς
ανάβρυσες μες στην καρδιά μου,
πέτα τραγούδι μου, στο φως,
πέτα τριγύρω και μακριά μου

Ως τη χαρά της εξοχής
την ηχηρή χαρά σου φέρε,
κι ένα τριαντάφυλλο αν ιδείς,
πες του το χαίρε.

Με την άνοι­ξη την φευ­γα­λέα και πε­ρα­στι­κή, τα ρό­δα της που γρή­γο­ρα μα­ραί­νο­νται, αρ­χί­σα­με και, όπως η κου­βέ­ντα το έφε­ρε, πά­λι με τη θλί­ψη ενός «χαί­ρε» εφτά­σα­με στο τέ­λος.
Για­τί εν τέ­λει, την Άνοι­ξη δεν θα την βρού­με τό­σο στους αγρούς ή έστω στον Μπο­τι­τσέ­λι, αλ­λά σε μια «μι­κρή βαϊ­φό­ρο κόκ­κι­νη», λέ­ει ο Ελύ­της, για να στρέ­ψει τη σκέ­ψη μας στο πά­θος και τα Πά­θη της επο­χής, πέ­ραν της πρό­χει­ρης και επι­φα­νεια­κής συ­ναι­σθη­μα­το­λο­γί­ας.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: