A life time in a minute / Στον αιώνα ενός φιλιού

(Από­σπα­σμα από ευ­ρύ­τε­ρο κεί­με­νο)

Ο Ντόνο Ρίζι καθοδηγεί της Αγκοστίνα Μπέλι και τον Βιτόριο Γκάσμαν στα γυρίσματα του  «Profumo di Donna» (1974)
Ο Ντόνο Ρίζι καθοδηγεί της Αγκοστίνα Μπέλι και τον Βιτόριο Γκάσμαν στα γυρίσματα του «Profumo di Donna» (1974)

Ο Αλ Πα­τσί­νο υπο­δύ­ε­ται έναν τυ­φλό ωραίο άντρα, στην ται­νία Άρω­μα γυ­ναί­κας. Πρό­κει­ται για remake πα­λαιό­τε­ρης και πο­λύ ωραιό­τε­ρης με τον Βι­τό­ριο Γκά­σμαν, δε­κα­ε­τία ’70-’80, πα­ρα­λί­γο και Όσκαρ ξε­νό­γλωσ­σης ται­νί­ας. Το βρα­βείο, τό­τε, το πή­ρε ο Κου­ρο­σά­βα. Τώ­ρα ο Αλ Πα­στί­νο «κλέ­βει» λό­γω του ταν­γκό· κα­τά τα άλ­λα, τε­λεί­ως αμε­ρι­κά­νι­κο. Ο τυ­φλός άντρας, λοι­πόν, μπαί­νει σ’ ένα εστια­τό­ριο πο­λυ­τε­λεί­ας και οσφραί­νε­ται ότι στον πε­ρί­γυ­ρο υπάρ­χει μια όμορ­φη νέα κο­πέ­λα. Ζη­τά την άδεια να κα­θί­σει στο τρα­πέ­ζι της αλ­λά εκεί­νη του λέ­ει ότι σ’ ένα λε­πτό έρ­χε­ται ο φί­λος της. Κι εκεί­νος της ζη­τά­ει αυ­τό το ένα λε­πτό, διό­τι «Some people live a life time in a minute» και της ζη­τά­ει να χο­ρέ­ψουν. Εκεί­νη κοι­τά­ζει αμή­χα­νη και απο­ρη­μέ­νη· πώς να αρ­νη­θεί δεν ξέ­ρει. Και δέ­χε­ται. Εκεί­νος ζη­τά από τον νε­α­ρό συ­νο­δό του –σαν το παι­δί που συ­νο­δεύ­ει τον Τει­ρε­σία, ο τυ­φλός ξέ­ρει τα πά­ντα κα­λύ­τε­ρα από τους ανοι­χτο­μά­τη­δες, ωστό­σο– τις δια­στά­σεις του χώ­ρου. Και χο­ρεύ­ουν το πε­ρί­φη­μο εκεί­νο ταν­γκό που με­τα­μορ­φώ­νει το ένα λε­πτό σε μια ζωή. Μια ζωή σ’ ένα λε­πτό. Και απο­λαμ­βά­νουν τον χο­ρό, τη ζωή και το θαύ­μα.
Και με­τά έρ­χε­ται ο φί­λος που, ευ­τυ­χώς, για την οι­κο­νο­μία του θαύ­μα­τος, εί­χε αρ­γή­σει και που η δι­κή του αρ­γο­πο­ρία έγι­νε η ρωγ­μή στο χρό­νο από την οποία ανα­δύ­θη­κε η ευ­τυ­χι­σμέ­νη στιγ­μή του ταν­γκό. Ο φτω­χός νέ­ος, ήρ­θε σαν αρ­νη­τι­κός από μη­χα­νής θε­ός, να δια­λύ­σει τη μα­γεία. Αρ­γο­πο­ρη­μέ­νος για το θαύ­μα, απροσ­δυό­νυ­σος, ανώ­ρι­μος, ανει­δο­ποί­η­τος, άο­σμος, άχρω­μος, ανα­με­νό­με­νος, ισο­πε­δω­μέ­νος, κα­λο­ντυ­μέ­νος, προ­σγειω­μέ­νος, συμ­βα­τός με την τρέ­χου­σα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα· το αρ­νη­τι­κό του ονεί­ρου. Δεν σου αφή­νει πε­ρι­θώ­ρια να τον ερω­τευ­τείς. Και ο ώρι­μος, η αντί­στι­ξη του «δυ­στυ­χούς», αδιά­φο­ρου, ανώ­ρι­μου, άπει­ρου, άσχε­του νέ­ου, προ­σγειώ­νε­ται κι εκεί­νος, με­τά την εκ­πνοή, του a minute και την πρό­κλη­ση από το άρω­μά της, που, για δυο τρία λε­πτά, τον εί­χε απο­γειώ­σει· τον επι­στρέ­φει πά­λι στο κα­θη­με­ρι­νό πε­δι­νό του υψο­με­τρι­κό. Και η ωραία; Τι; Έφυ­γε; Έτσι; Σαν την «Πε­ρα­στι­κή» του Μπο­ντλέρ; Όχι έτσι. Αλ­λά εί­ναι τυ­φλός και δεν βλέ­πει ότι ο άλ­λος την σέρ­νει από το χέ­ρι προς την έξο­δο, ενώ εκεί­νη γύ­ρι­σε το κε­φά­λι πί­σω και κοί­τα­ζε με ποιον πριν λί­γη ώρα εί­χε χο­ρέ­ψει, όπως συ­χνο­κοί­τα­ζε η Αν­δρο­μά­χη τον Έκτο­ρα που έφευ­γε για τη μά­χη και δεν θα τον ξα­νά­βλε­πε πο­τέ, λέ­ει ο Όμη­ρος στο Ζ΄ της Ιλιά­δας. Η φεύ­γου­σα Κό­ρη… η ομορ­φιά, η ζωή, η ευ­και­ρία η μο­να­δι­κή. Έφευ­γε, κοι­τώ­ντας πί­σω κι αφή­νο­ντας το άρω­μά της, άρω­μα γυ­ναί­κας, σαν το γο­βά­κι της Στα­χτο­πού­τας, σ’ εκεί­νον που δεν εί­χε μά­τια να την δει, μό­νο μύ­τη να την οσφραν­θεί, χέ­ρια και πό­δια που λα­χτα­ρού­σαν να την αγκα­λιά­σουν και να την χο­ρέ­ψουν· δείγ­μα από εκεί­νο που δεν θα εί­χε στο μέλ­λον ού­τε εκεί­νη ού­τε εκεί­νος. Τό­σο μό­νο, όσο μια χα­ρα­μα­τιά πο­λύ μι­κρή στην κα­θη­με­ρι­νή κα­νο­νι­κό­τη­τα.

Ο Αλ Πατσίνο και η Γκαμπριέλ Ανγουόρ στην περίφημη σκηνή του χορού.
Ο Αλ Πατσίνο και η Γκαμπριέλ Ανγουόρ στην περίφημη σκηνή του χορού.

Το τέ­λος του χο­ρού εί­ναι κι αυ­τό η καλ­λι­τε­χνι­κή εκ­δο­χή του τέ­λους μιας ευ­τυ­χι­σμέ­νης στιγ­μής, μιας ρωγ­μής στο χρό­νο, από όπου μπή­κε και βγή­κε η έκ­πλη­ξη. Η διο­ρία που έλη­ξε και η άμα­ξα της στα­χτο­πού­τας ξα­να­έ­γι­νε κο­λο­κύ­θα. 
«Dance me to the end of love» τρα­γου­δά ο Λέ­ο­ναρντ Κο­έν «dance me on and on / dance me very tenderly and dance me very long…». Δώ­σε διάρ­κεια στη στιγ­μή, δώ­σε στα τρία λε­πτά του χο­ρού έκτα­ση και έκ­στα­ση. Κι αν η αγά­πη και ο χο­ρός ταυ­τί­ζο­νται χρο­νι­κά τό­τε το ένα διαρ­κεί όσο διαρ­κεί και το άλ­λο. Η ανά­μνη­σή τους όμως πό­σο διαρ­κεί; Στο νου μου φέρ­νω το Βαλς των Χρι­στου­γέν­νων του Ξαν­θού­λη· από την ται­νία. Νύ­χτα που γεν­νιέ­ται η ελ­πί­δα για ένα ταν­γκό, τό­σο μό­νο, για να απο­κα­λύ­ψει τον κα­τα­πιε­σμέ­νο ανεκ­δή­λω­το έρω­τα, προς όποια κα­τεύ­θυν­ση, και να δεί­ξει πως στο χρό­νο ενός ταν­γκό συ­μπο­σού­ται το μέλ­λον. Νύ­χτα Χρι­στου­γέν­νων· γεν­νιέ­ται ο Χρι­στός, η ελ­πί­δα, ο έρω­τας κι ένα παι­δί. Στον «αιώ­να ενός φι­λιού» λέ­ει ο Ελύ­της, κι αφή­νει τη φρά­ση με­τέ­ω­ρη σαν από σπα­σμέ­νη επι­γρα­φή (Ο Μι­κρός ναυ­τί­λος, «Και με φως και με θά­να­τον», 8). 

Στον αιώ­να ενός φι­λιού, ενός ταν­γκό, μιας νύ­χτας. Ο Ρω­μαί­ος και η Ιου­λιέ­τα στα δια­με­ρί­σμα­τά της. Δεν υπάρ­χει δεύ­τε­ρη νύ­χτα. Υπάρ­χει μό­νο η άλ­λη, η μό­νι­μη, του θα­νά­του. Το ξέ­ρει κα­λά ο Σαίξ­πηρ πό­σο λί­γο διαρ­κεί ο έρω­τας, πως κά­τι απλό κι ασή­μα­ντο σί­γου­ρα θα τον ανα­τρέ­ψει. Ναι, αλ­λά κα­λύ­τε­ρα να τον ανα­τρέ­ψει πα­ρά να μην έχει υπάρ­ξει πο­τέ. «Κα­λύ­τε­ρα να χά­σω τη ζωή μου από το μί­σος τους, πα­ρά ν’ αρ­γο­πε­θαί­νω χω­ρίς τη δι­κιά σου αγά­πη»λέ­ει ο Ρω­μαί­ος (Δεύ­τε­ρη Πρά­ξη – Σκη­νή 2). Μια νύ­χτα ευ­τυ­χί­ας κι έπει­τα η τρα­γω­δία. «Δεν υπήρ­ξε πο­τέ ιστο­ρία πιο θλι­βε­ρή από αυ­τήν της Ιου­λιέ­τας και του Ρω­μαί­ου της» μας λέ­ει ο Σαίξ­πηρ. Και να σκε­φτεί κα­νείς πως η δύ­στυ­χη Ιου­λιέ­τα πέ­θα­νε δυο φο­ρές από έρω­τα, μέ­σα στο ίδιο έρ­γο. Αλή­θεια ή ψέ­μα, η ερω­τι­κή αυ­τή ιστο­ρία, δεν έχει ση­μα­σία. Οι με­λε­τη­τές ψά­χνουν να βρουν τι κρύ­βε­ται πί­σω από τον μύ­θο. Μια αλη­θι­νή ιστο­ρία, ένα ποί­η­μα ή μια γυ­ναί­κα αμ­φι­βό­λου ηθι­κής, η dark lady, για την οποία ο Σαίξ­πηρ έγρα­ψε ερω­τι­κά σο­νέ­τα (αν και άλ­λοι λέ­νε πως ήταν άντρας). Ό,τι και να ’ναι, η ιστο­ρία συ­γκι­νεί πά­ντα και οι του­ρί­στες που πά­νε στη Βε­ρό­να θέ­λουν να δουν το μπαλ­κό­νι της Ιου­λιέ­τας… και το βλέ­πουν, όπως βλέ­πουν και το άλ­λο, το λου­λου­δια­σμέ­νο, της Κάρ­μεν… στην Ισπα­νία. Τα μπαλ­κό­νια της φα­ντα­σί­ας που ανα­πα­ρι­στούν το ανύ­παρ­κτο και που εί­ναι ωραιό­τε­ρα από τα υπαρ­κτά. Κι ο μύ­θος ωραιό­τε­ρος από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. 

Θα άξι­ζε μια ανα­φο­ρά σε πε­ρι­στα­τι­κά που τε­λι­κά ένας με­γά­λος έρω­τας δεν εί­χε δεύ­τε­ρη νύ­χτα. Ας πού­με ο Φά­ουστ και η Μαρ­γα­ρί­τα· μια νύ­χτα· κι έπει­τα η αμαρ­τία, το πέν­θος κι ο θά­να­τος. Ο Ελ Σιντ και αυ­τός μια νύ­χτα κι έπει­τα φεύ­γει κι όταν ξα­να­γυ­ρί­σει θα εί­ναι πλη­γω­μέ­νος και θα πε­θά­νει. Για μια νύ­χτα μό­νο ο Δί­ας με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε Αμ­φι­τρύ­ω­να, για να σμί­ξει με την Αλ­κμή­νη, και απο­κτά έναν γιο, τον Ηρα­κλή. Βέ­βαια σε συ­νεν­νό­η­ση με τον Ήλιο, ο οποί­ος δεν βγή­κε για δύο μέ­ρες, τρι­πλα­σιά­στη­κε η νύ­χτα των ερώ­των. Ωστό­σο, μία λο­γιά­ζε­ται, για­τί ο χρό­νος απο­κτά τη διάρ­κεια της ψυ­χι­κής μας έντα­σης. Επι­μη­κύ­νε­ται ή συρ­ρι­κνώ­νε­ται, ανά­λο­γα με το πώς νοιώ­θου­με. Κι όταν εί­μα­στε ευ­τυ­χι­σμέ­νοι τρέ­χει κι όταν έχου­με αγω­νία, όταν βα­ριό­μα­στε, όταν βια­ζό­μα­στε εί­ναι απέ­ρα­ντος. Ο Δί­ας από­λαυ­σε κα­λά την τρι­πλή νύ­χτα του. Τι ωραία που τα τα­κτο­ποιεί ο μύ­θος, ρί­χνει το ασή­μι του πά­νω στα πράγ­μα­τα.

Θυ­μά­στε την Κυ­ρία χω­ρίς κα­μέ­λιες; Ήταν μια ωραία ται­νία με την Ιζα­μπέλ Υπέρ, στην οποία η Τρα­βιά­τα-Βιο­λέ­τα-Μαρ­γα­ρί­τα ήταν η απο­μυ­θο­ποί­η­ση της άλ­λης, της ρο­μα­ντι­κής, αν και οι δύο επί της ου­σί­ας, ίδιες, ήταν. Τι ήθε­λε τώ­ρα να μας πει ο σκη­νο­θέ­της; Να μας δια­λύ­σει τη μα­γεία; Μα!!! Αυ­τό εί­ναι το μό­νο κέρ­δος. Η αυ­τα­πά­τη που μας χα­ρί­ζει το ψέ­μα της Τέ­χνης. Μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, όπε­ρες, κι­νη­μα­το­γρα­φι­κές ται­νί­ες, μπα­λέ­τα, τρα­γού­δια τρο­φο­δό­τη­σαν και θα τρο­φο­δο­τούν την τέ­χνη πά­ντα. Αυ­τό το λί­γο εί­ναι το αλά­τι της ζω­ής. Στους ποι­η­τές και στους καλ­λι­τέ­χνες έπρε­πε να πει ο Ιη­σούς «Ὑμεῖς ἐστὲ τὸ ἅλας τῆς ζωῆς».

Το ’χεις άραγε συλλογιστεί ποτέ
Το σταφύλι την ώρα που σε σχηματίζει ο έρωτας
Όπως τον σταλακτίτη ο χρόνος; Και το πορτοκάλι το έχεις 
Δει να σαλεύει στα όνειρά σου…
Το φύλλωμα όλο ακόμη σκοτεινό
Βαρύ από θάνατο που δεν επρόκανε ν' αραιώσει;

(Ο μικρός ναυτίλος, «Και με φως και με θάνατον»)

 «Κι επει­δή σ’ αγα­πώ / τα φτε­ρά ξα­να­ρά­βω στους ώμους … ξα­να­βγαί­νω με τσέρ­κι στους δρό­μους» (Λευ­τέ­ρης Πα­πα­δό­που­λος, Γιάν­νης Σπα­νός, Μα­νώ­λης Μη­τσιάς), γί­νο­μαι παι­δί και ξα­να­ζώ το πα­ρα­μύ­θι.
Ο χρό­νος του έρω­τα, του θαύ­μα­τος, του φι­λιού, του χο­ρού βρί­σκε­ται έξω από τον συμ­βα­τι­κό χρό­νο, αλ­λά­ζει τον φω­τι­σμό, την ψυ­χή και τη διά­θε­ση, σαν να σκόρ­πι­σε τη μα­γι­κή σκό­νη του ο Άριελ ή ο Κά­λι­μπαν –αγ­γε­λά­κι, δια­ο­λά­κι, δεν έχει ση­μα­σία– και έκα­νε τα πά­ντα να φαί­νο­νται αλ­λιώς. Σ’ αυ­τόν τον αλ­λιώ­τι­κο κό­σμο μπο­ρεί να εισ­δύ­σει μό­νο ο «αλα­φρο­ΐ­σκιω­τος κα­λός». Ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της, «Κά­που ανά­με­σα Τρί­τη και Τε­τάρ­τη / πρέ­πει να πα­ρά­πε­σε η αλη­θι­νή σου μέ­ρα», λέ­ει στη Μα­ρία Νε­φέ­λη και από χα­ρα­μά­δες κρυ­φο­κοι­τά­ζει τον πα­ρά­δει­σο. Και ο Νι­κη­φό­ρος Βρετ­τά­κος στην «Επι­στρο­φή από τους Δελ­φούς» το ανά­λο­γο: «Και για πρώ­τη φο­ρά / νιώ­θα­με πως υπάρ­χου­νε στον κό­σμο αυ­τόν / ώρες που εί­ναι έξω από το χρό­νο. Που δεν ξέ­ρεις / πό­σο διαρ­κού­νε. Μή­νες; Χρό­νια; Αιώ­νες; Που ισο­ζυ­γιά­ζουν όλη μας τη ζωή». Υπάρ­χει σβη­στή­ρας της ασχή­μιας; Ναι, Wash the dusk with silver. Διά­λο­γος.

– Έρ­νεστ: Ποιες εί­ναι οι δυο υπέρ­τα­τες και ευ­γε­νέ­στα­τες τέ­χνες;
– Γκιλ­μπερτ: Η Ζωή και η Λο­γο­τε­χνία· η ζωή και η τέ­λεια έκ­φρα­ση της ζω­ής  
– (Όσκαρ Ουάιλντ, Ο Κρι­τι­κός ως Δη­μιουρ­γός, σ. 26).

    Η ζωή και όλες οι κα­λές οι τέ­χνες.

    ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: