Τελειώνει το μελάνι. Κι η πέννα μου από ξύλο σφενταμιού. Να προλάβω, με τις τελευταίες σταγόνες. Αλλά και πάλι δεν χρειάζεται να βιάζομαι. Είναι ένα μυστικό νερό, κρουνός κελαρυστός και καταρράχτης – άλλοι το λένε «αίμα της Σελήνης». Πέφτει χρυσό και κυανό, μούσκεμα οι πλάκες της αυλής, τα δέντρα γύρω μούσκεμα κι οι πέτρες. Βαθειά στην καρδιά του λόγγου, τσακάλια ανάβουνε το κλάμα τους.
Πολύφυλλη ησυχία, θαλασσινή μου ορφάνια, βουτώ την πέννα στα νερά σου. Γράφω την πέτρα της σιωπής, γράφω την λέξη που είναι κρύπτη της ψυχής. Σηκώνεται άνεμος, όλα κλίνουν το γόνυ.