Το τραγούδι της γριάς μάνας
Από τις κονταυγές σηκώνομαι κι έπειτα γονατίζω και φυσώ
Ώσπου ο σπινθήρας της φωτιάς να τρεμοπαίξει και να λάμψει
Κι ύστερα τρίψιμο και ψήσιμο και σκούπισμα, όσο βαστώ
Μέχρι ν’ αρχίσουνε τ’ άστρα να τρεμολάμπουνε, να με κρυφοκοιτάζουν
Βλέπεις, οι νιες αράζουνε όλη μέρα στο κρεβάτι κι ονειρεύονται
Και πλέκουνε κορδέλες και στολίδια για το στήθος, το κεφάλι
Κι η μέρα τους μουχλιάζει στην αδράνεια –μαγεύονται
Κι αναστενάζουνε βαθειά όταν άνεμος τους βοστρύχους των φιλά
Όμως εγώ στο μεροκάματο σπατάλη, γιατί είμαι γριά
Κι ο σπόρος της φωτιάς όλο γίνεται αδύναμος, ψυχραίνει από παλιά.