Σήμερα γίνομαι χρονών τριάντα έξι

Σήμερα γίνομαι χρονών τριάντα έξι

Μεσολόγγι, 22 Ιανουαρίου 1824

Παγωμένη είναι η καρδιά μου από καιρό

Γιατί έπαψε καρδούλες να πυρώνει.

Όμως κι αν έπαψε καρδιές να βαλαντώνει

Διψά το πυρωμένο του έρωτα νερό.

——— ¤ ———

Μαράθηκαν οι μέρες μου, κίτρινα φύλλα.

Λουλούδια της αγάπης και καρποί

Στον σκώληκα, στον σάρακα, σ’ανατριχίλα

θανατερή. Στης θλίψης την ντροπή.

——— ¤ ———

Φωτιά τρυγάει τα κούφια σωθικά μου

Φαντάζουνε νησιά ηφαιστειογενή.

Μα η φλόγα της στα στήθια τα δικά μου

μια νεκρική πυρά. Μ’ αφήνει ημιθανή.

——— ¤ ———

Ελπίδα, φόβο, της αγάπης το φαρμάκι

Να ξεχειλίζουν την καρδιά με πόνο,

δεν έχω εγώ, στις αλυσίδες λυώνω

δέσμιος σε κρυφό μεράκι.

——— ¤ ———

Αλλά, μακριά από μένα! Όχι έτσι, μήτε εδώ

χαθείτε λογισμοί – όχι τώρα,

η δόξα ένα στεφάνι ήρθε η ώρα

στο μέτωπο να πλέξει πριν χαθώ.

——— ¤ ———

Γύρω μου –δες!– σημαίες κυματίζουν

Στις λάμψεις των σπαθιών, η Ελλάδα, η δόξα.

Σπαρτιάτες γεννημένοι, μ’ ασπίδες και με τόξα

Το ίδιο ελεύθεροι, μαζί μας βηματίζουν.

——— ¤ ———

Σήκω ψυχή μου! Η Ελλάδα σε προσμένει,

άγρυπνη, η Ελλάδα, πάντα! Ξύπνησε ψυχή.

Άκου στις φλέβες σου την ιαχή

του πατρικού σου αίματος, να υφαίνει.

——— ¤ ———

Πάτα τα πάθη όταν σηκώνουνε κεφάλι

Ανάξια φύση του ανδρός!

Αδιάφορο αν χαμογελά ή αν κατσουφιάζει πάλι

η ομορφιά, ο κρυφός εχθρός.

——— ¤ ———

Αν μετανιώνεις για την νιότη σου, προς τι η ζωή;

Της τίμιας θανής η γη, να την, εδώ, μπροστά σου:

Στης μάχης το πεδίο όρμα και στάσου

μέχρι την ύστερη πνοή.

——— ¤ ———

Κοίταξε, ψάξε γύρω σου, τάφο για στρατιώτη.

Γύρεψέ τον, αν ζητήσεις θα τον βρεις.

Διάλεξε χώμα καλό κι απ’ την ζωή την πρώτη

Γείρε στην σιωπή ν’ αναπαυτείς.

——— ¤ ———

Σ’ αυτή την κόλαση, δεν έχει άλλο να κάνεις.

Άσε τους στην παράκρουση, στην τρέλα.

Στου κακού τους την κατάρα άσ’ τους. Έλα!

Ο ουρανός τους δαιμονίζει. Έλα να πεθάνεις.

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Το ποίημα αυτό, είναι το τελευταίο ποίημα του Βύρωνα. Γράφτηκε στο Μεσολόγγι, όπου ο ποιητής ήταν έγκλειστος, μαχόμενος με τους Ελεύθερους Πολιορκημένους, στις 22 Ιανουαρίου του 1824. Πρωτομεταφράστηκε από τον Σπυρίδωνα Τρικούπη σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο υπό τον τίτλο: «Σήμερον συνεπλήρωσα το τριακοστόν έκτον έτος της ηλικίας μου». Η μετάφραση του Σπυρίδωνος Τρικούπη δημοσιεύθηκε στα Ελληνικά Χρονικά, την εφημερίδα του Μεσολογγίου, οκτώ μέρες μετά τον θάνατο του ποιητή. Ο λόρδος Βύρωνας πέθανε άρρωστος βαριά από την κακουχία και τις θέρμες της ελονοσίας στις 7 Απριλίου του 1824. Στην μετάφραση του Τρικούπη, διακρίνει κανείς τους τόνους από την γλώσσα του δημοτικού τραγουδιού, στην οποίαν άλλωστε ο ίδιος ο Τρικούπης προέτρεπε τον Σολωμό να εντρυφήσει και να ασκηθεί. Αναφέρω επίσης, την μεταφραστική ανάπλαση –στα όρια σχεδόν της δημιουργικής παράφρασης– που επιτέλεσε ο ξενιτεμένος στην Νέα Υόρκη Ζακυνθινός, Νίκος Σπάνιας (1924-1990). Μας χάρισε ένα εξαίρετο ελληνικό ποίημα. Η μετάφρασή του πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό Δελφικά Τετράδια (1966). Περιελήφθη στο βιβλίο του Σπάνια: Μεταφράσεις 1941-1971 (Νέα Υόρκη 1972).

Δ.Κ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: