Μεσολόγγι, 22 Ιανουαρίου 1824
Παγωμένη είναι η καρδιά μου από καιρό
Γιατί έπαψε καρδούλες να πυρώνει.
Όμως κι αν έπαψε καρδιές να βαλαντώνει
Διψά το πυρωμένο του έρωτα νερό.
——— ¤ ———
Μαράθηκαν οι μέρες μου, κίτρινα φύλλα.
Λουλούδια της αγάπης και καρποί
Στον σκώληκα, στον σάρακα, σ’ανατριχίλα
θανατερή. Στης θλίψης την ντροπή.
——— ¤ ———
Φωτιά τρυγάει τα κούφια σωθικά μου
Φαντάζουνε νησιά ηφαιστειογενή.
Μα η φλόγα της στα στήθια τα δικά μου
μια νεκρική πυρά. Μ’ αφήνει ημιθανή.
——— ¤ ———
Ελπίδα, φόβο, της αγάπης το φαρμάκι
Να ξεχειλίζουν την καρδιά με πόνο,
δεν έχω εγώ, στις αλυσίδες λυώνω
δέσμιος σε κρυφό μεράκι.
——— ¤ ———
Αλλά, μακριά από μένα! Όχι έτσι, μήτε εδώ
χαθείτε λογισμοί – όχι τώρα,
η δόξα ένα στεφάνι ήρθε η ώρα
στο μέτωπο να πλέξει πριν χαθώ.
——— ¤ ———
Γύρω μου –δες!– σημαίες κυματίζουν
Στις λάμψεις των σπαθιών, η Ελλάδα, η δόξα.
Σπαρτιάτες γεννημένοι, μ’ ασπίδες και με τόξα
Το ίδιο ελεύθεροι, μαζί μας βηματίζουν.
——— ¤ ———
Σήκω ψυχή μου! Η Ελλάδα σε προσμένει,
άγρυπνη, η Ελλάδα, πάντα! Ξύπνησε ψυχή.
Άκου στις φλέβες σου την ιαχή
του πατρικού σου αίματος, να υφαίνει.
——— ¤ ———
Πάτα τα πάθη όταν σηκώνουνε κεφάλι
Ανάξια φύση του ανδρός!
Αδιάφορο αν χαμογελά ή αν κατσουφιάζει πάλι
η ομορφιά, ο κρυφός εχθρός.
——— ¤ ———
Αν μετανιώνεις για την νιότη σου, προς τι η ζωή;
Της τίμιας θανής η γη, να την, εδώ, μπροστά σου:
Στης μάχης το πεδίο όρμα και στάσου
μέχρι την ύστερη πνοή.
——— ¤ ———
Κοίταξε, ψάξε γύρω σου, τάφο για στρατιώτη.
Γύρεψέ τον, αν ζητήσεις θα τον βρεις.
Διάλεξε χώμα καλό κι απ’ την ζωή την πρώτη
Γείρε στην σιωπή ν’ αναπαυτείς.
——— ¤ ———
Σ’ αυτή την κόλαση, δεν έχει άλλο να κάνεις.
Άσε τους στην παράκρουση, στην τρέλα.
Στου κακού τους την κατάρα άσ’ τους. Έλα!
Ο ουρανός τους δαιμονίζει. Έλα να πεθάνεις.