Το ποίημα συγκαταλέγεται στην ενότητα «Τα κόμιστρα» της συλλογής Θέριστρον (σ. 21), μιας συλλογής η οποία, σύμφωνα με τον Ευριπίδη Γαραντούδη, «αγγίζει την αιχμή της ποιητικής ωριμότητας» του Δ. Κοσμόπουλου, και η οποία, όπως ο ίδιος ο ποιητής δήλωσε σε συνέντευξή του, «γράφτηκε σε συνθήκες πυρετικής έντασης», επειδή «μια περιπέτεια της υγείας μου καταθρυμμάτισε όλα τα δεδομένως αυτονόητα του βίου».
Στην ίδια ενότητα περιλαμβάνονται, επίσης, τα ποιήματα «Ριζίτικο», «Ι. Σκοπός του χωματόδρομου», «ΙΙ. Φυτό ουράνιο», «Τρία ποιήματα για τον Γιάννη Κοντό» και «16η Μαρτίου 2015 μ.Χ., 6.00 μ.μ.». Στα «Κόμιστρα», λέξη που «παραπέμπει στα οφειλόμενα κόμιστρα για τον διάπλου του Αχέροντα, κόμιστρα πνευματικής συγκομιδής για έναν επικείμενο θάνατο» (Α. Ε. Φλωράκης), ο ποιητής, εκτός από τον Σ. Παύλου, συνδιαλέγεται και με τους μεταστάντες Ηλία Λάγιο (1958-2005), Δημήτρη Μητροπάνο (1948-2012), Γιάννη Κοντό (1943-2015) και Βαγγέλη Γιακουμάκη (1995-2015).
Απ’ όσο γνωρίζουμε, μνεία ή σύντομα σχόλια στο ποίημα που είναι αφιερωμένο στον Σ. Παύλου έκαναν, σε βιβλιοκριτικές τους για το Θέριστρον, οι Ευρ. Γαραντούδης, Δ. Κόκορης, Α. Α. Στέφος, Α. Κορδάς, Ν. Σαραντάκος (παραθέτει ολόκληρο το ποίημα), Α. Ε. Φλωράκης, Α. Αφεντουλίδου (παραθέτει τους τρεις καταληκτήριους στίχους), Α. Μακρυδημήτρης, Ε. Αυδίκος (φρονεί ότι οι στ. 6-8 σχηματίζουν «το κέλυφος της προγραμματικής αρχής του Κοσμόπουλου, ο οποίος «προσφεύγει σε δυο παραδόσεις, που συγκροτούν τους βασικούς άξονες της ποιητικής του υπόστασης. Από τη μια μεριά είναι η χριστιανική παράδοση και για τον λόγο αυτό αξιοποιεί τα κείμενα των Γραφών. Κι από την άλλη είναι η λόγια κοσμική παράδοση, η οποία στον προειρημένο στίχο αποδίδεται με την αναφορά στον Όμηρο»), Β. Μακρυδήμας, Α. Παπαβασιλείου («[Ο Δ. Κοσμόπουλος] συνομιλεί, βλέπει –θα έλεγα– τον Σάββα Παύλου. Τον ποθεί. Στο “Τραπέζι της Χαράς”, αυτόν που οπλίστηκε με τον Όμηρο και την Αγία Γραφή για να δώσει αγώνες»), Γ. Στρούμπας («Ο θάνατος του Σάββα Παύλου μήνα Απρίλιο επιφέρει την αντιπαραβολή με το μεγαλοβδομαδιάτικο πάθος του Ιησού, με τον οδυρμό του Επιταφίου [“Παραδίδεσαι τάφω, σκότει κατοικίζεσαι”]»), Δ. Χλωπτσιούδης, Π. Νικολάου (παραθέτει τους στ. 1-5) και Χ. Ψαρράς (επισημαίνει ότι το συγκεκριμένο ποίημα, όπως και ορισμένα άλλα, αρχίζει «ακτινογραφώντας τον θάνατο» και ολοκληρώνεται «με απεικονίσεις της ανάστασης στην κυριολεκτική της σημασία, αυτήν της επαναφοράς του νεκρού στη ζωή»).
Το ποίημα «Τώρα να φέρω κερί, Σάββα Παύλου» ανήκει ασφαλώς στην κατηγορία των σονέτων, μολονότι μορφικά και μετρικά δεν έχει τα χαρακτηριστιτικά ενός συνηθισμένου σονέτου. Οι αποκλίσεις αυτές είναι σκόπιμες και εντάσσονται μέσα στη γενικότερη φιλοσοφία του ποιητή, ο οποίος, όσον αφορά τη σύνθεση ενός επικαιροποιημένου σονέτου, συνεχίζει, κατά τους Γ. Βαρθαλίτη και Δ. Κόκορη, το έργο των Η. Λάγιου, Μ. Γκανά και Ν. Βαγενά. Ο Δ. Κοσμόπουλος «δεν ακολουθεί αυστηρά τις επιταγές του παραδοσιακού σονέτου, όπως ο κανόνας των δεκατεσσάρων στίχων και της ισοσυλλαβίας, ενώ τηρεί πολύ πιο πιστά τα ομοιοκαταληκτικά σχήματα του σονέτου. Αυτή η τάση, αφενός να ανακαλεί το παραδοσιακό σονέτο και αφετέρου να μην το (ανα)δημιουργεί εντελώς πιστά, συγχρονίζεται με εκείνη την επιλογή και άλλων σύγχρονων ποιητών το σονέτο να γράφεται στις μέρες μας αφομοιώνοντας τη μακρά εμπειρία της ελευθερόστιχης ποίησης» (Ευρ. Γαραντούδης). Στο υπό παρουσίαση ποίημα ο Δ. Κοσμόπουλος, παρά τις συνειδητές εκτροπές, οι οποίες επιρρωννύουν τις διαπιστώσεις του Ευρ. Γαραντούδη, ακολουθεί τον κανόνα των 14 στίχων και φαίνεται να εφαρμόζει μία από τις βασικές αρχές του παραδοσιακού σονέτου, σύμφωνα με την οποία το κεντρικό νόημα τοποθετείται στους τελευταίους στίχους.
Το ελεγειακό/θρηνητικό αυτό σονέτο, το οποίο γράφτηκε ανήμερα του θανάτου του Σ. Παύλου (προφορική μαρτυρία του Δ. Κοσμόπουλου), αρθρώνεται σε τέσσερα στροφικά σύνολα, δύο τετράστιχα (στ. 1-4, 5-8) και δύο τρίστιχα (στ. 9-11, 12-14). Οι στίχοι εκτείνονται σε 12 (στ. 1, 4, 6-8), 13 (στ. 2-3, 11-12), 14 (στ. 5, 9), 15 (στ. 10, 13) και 17 (στ. 14) συλλαβές και ομοιοκαταληκτούν ως εξής: ααββ, γδδγ, εζζ, ζηη (σε ορισμένες περιπτώσεις η ομοιοκαταληξία είναι ιδιαίτερα εύστοχη: «είπες» - «τρύπες», «Γραφή» - «ταφεί», «Απρίλη» - «στείλει» - «καντήλι»). Το μέτρο είναι ιαμβικό (βλ., π.χ., τον –σολωμικών καταβολών– στίχο «άνθη κι αρώματα πουλιών υφαίνουν τον Απρίλη»), ενώ η διασάλευση της ιαμβικής περπατησιάς παρατηρείται κυρίως στον στ. 1, καθώς και στο αναπαιστικό αρχίνημα του στ. 9.
Ήδη από τον τίτλο του ποιήματος ο προσεκτικός αναγνώστης αρχίζει να αντιλαμβάνεται τη φιλική σχέση του ποιητή με τον Σ. Παύλου. Πιο συγκεκριμένα, η πρώτη λέξη του τίτλου («Τώρα»), καίτοι απλή και καθημερινή, αποκτά μια ιδιαίτερη σημασιολογική απόχρωση, μέσα από την οποία αναδεικνύεται μια οικειότητα που είναι ακριβώς η απότοκος μιας τέτοιας αδελφικής φιλίας: «Τώρα […], Σάββα Παύλου», δηλαδή «περίμενε»/«στάσου», μέχρι να «φέρω ένα [αναμμένο] κερί». Κατά τη γνώμη μας, το κερί επιτελεί τριπλό ρόλο: πρώτα λειτουργεί μνημον(ευτ)ικά· έπειτα υποδηλώνει τη βαθιά θρησκευτική πίστη τόσο του Σ. Παύλου όσο και του ποιητή· και, τέλος, ρίχνει λίγο φως στα σπηλαιώδη βάθη της πενθούσας ψυχής του ποιητή, δηλ. στο σκηνικό του ποιήματος (εξ ου, ίσως, και η συνειρμική παρουσία της λέξης «είδα» στον πρώτο στίχο του ποιήματος), έτσι ώστε να τεθούν σε λειτουργία οι μηχανισμοί της υποβολής και της ενσυναίσθησης.
Η εναρκτήρια πρόταση «Είδα τον ουρανό σιδερένιο» περικλείει, σύμφωνα με προφορική μαρτυρία του Δ. Κοσμόπουλου, αυτούσια λόγια του Σ. Παύλου, τα οποία αποτελούν τον συμπυκνωτήρα των (εμπόλεμων) εμπειριών του από την τουρκική εισβολή του 1974 και, συνακόλουθα, της αγωνίας του για το μέλλον του νησιού. Πάντως, ο σιδερένιος ουρανός φαίνεται να θυμίζει και ένα κείμενο του Σ. Παύλου για τον βομβαρδισμό της Τηλλυρίας από τα τουρκικά αεροπλάνα το 1964. Στο κείμενό του εκείνο ο Σ. Παύλου παραθέτει ένα απόσπασμα από το περιοδικό Νέα Εποχή: «Εξήντα τέσσερα αεροπλάνα, επί τρεις μέρες έριχναν με πρωτοφανή αγριότητα φωτιά και σίδερο και πετρέλαιο στην πολύπαθη περιοχή [της Τηλλυρίας]» (Εκεί στις ομπρέλες…, σ. 129).
Επίσης, η αναφορά στα τουρκικά «phantoms», και γενικότερα στην τουρκική εισβολή, φαίνεται να κρυσταλλώνει τις αναμνήσεις του Δ. Κοσμόπουλου, όπως αυτές διαμορφώθηκαν από τις συζητήσεις του με τον Κύπριο φιλόλογο. Προς επίρρωση της επιχειρηματολογίας μας παραθέτουμε, στο σημείο αυτό, ένα εύγλωττο απόσπασμα από το ιστολόγιο του αείμνηστου Σ. Παύλου: