72.
Στεκότανε κοιτάζοντας ο Χάρολντ παραπέρα.
Το γλεντοκόπι έβλεπε σεμνά ευχαριστημένος.
Όχι, δεν μίσησε ποτέ του τη χαρά τους και το μένος
Μ’ όλο που λίγα καταλάβαινε. Μα ένιωθε τον αέρα.
Δεν το ’βρισκε να ’ναι κακό μα μήτε και χυδαίο
Πολεμιστών την γιορτινή να χαίρεται στιγμή
Που άσεμνο δεν είχε χρώμα, αλλά λεβέντικη πυγμή
Σε ξέδωμα παλληκαρίσιο αντρών ωραίων.
Τα πρόσωπά τους λάμπανε μοιάζοντας φλογισμένα,
Τα μάτια τους ολόμαυρα αστράφταν λευτεριά,
Και των μαλλιών βόστρυχοι και πλοκάμια αναρριγμένα
Μέχρι την μέση κυματίζανε τρικυμισμένα.
Τέτοια αρμονία περήφανη, στην νύχτα αναμμένη
Μισό τραγούδι ρωμαλέο, μισή κραυγή υψωμένη.