Είχαν διαφορές. Όχι κτηματικές, ούτε «για τα μάτια μιας γυναίκας», όπως λένε. Όμως, διαφορές. Κι όποτε τύχαινε στο σύλλογο να καθίσουν κοντά, αμέσως επικρατούσε παγωμάρα και μούδιασμα, ενώ άλλοτε για ασήμαντη αφορμή λογόφερναν άσχημα, ώσπου επενέβαιναν οι ψυχραιμότεροι και τα πνεύματα ηρεμούσαν ή, μάλλον, ο ένας απ’ τους δύο έπαιρνε το λευκό του μπαστούνι κι έφευγε ή τους έβγαζαν έξω σηκωτούς.
Το Σάββατο στις 11 το πρωί έκοβε την πίτα της η ομοσπονδία του γκόλμπολ. Όλος ο καλός ο κόσμος ήταν εκεί. Τα σκυλιά έξω έπαιζαν σαν παιδάκια.
Πώς το ’φερε πάλι η τύχη και κάθισαν στο ίδιο τραπέζι. Με το που το αισθάνθηκαν, απλώθηκε αμηχανία, και η μέχρι τότε ξέγνοιαστη, εορταστική ατμόσφαιρα αμέσως χάλασε. Αρχικά, μουγκαμάρα, ύστερα νευρικές κινήσεις και ξεφυσήματα ενόχλησης. Στο μεταξύ, η πίτα κόπηκε, το φλουρί βρέθηκε και η ώρα τσούκου-τσούκου πέρναγε στη μεγάλη αίθουσα του συλλόγου, που έσφυζε από γέλια και φωνές.
Ώσπου κάποια στιγμή, κι ενώ ο αντιπρόεδρος της ομοσπονδίας έλεγε ένα απ’ τα περίφημα ανέκδοτά του, ακούστηκε ένα απότομο σύρσιμο τραπεζιού, πιατικά να σπάνε κι ένα δυνατό γκουπ. Οι δύο εχθροί είχαν πέσει στο πάτωμα και κυλιόντουσαν πάνω στις αμίτες και τις βασιλόπιτες, αγκαλιασμένοι όχι από αγάπη μα σαν δυο αρσενικοί δράκοι του κόμοντο την περίοδο της αναπαραγωγής. Πρόσωπα κατακόκκινα, στόματα αφρισμένα, γιακάδες σκισμένοι, γυαλιά ηλίου στραβά, νυχιές, αγκομαχητά, μουγκρητά, βρισιές, απειλές, αναθέματα. Τα δυο κορμιά περιπτύσσονταν, στροβιλίζονταν, κουτρουβαλούσαν. «Χωρίστε τους, ρε μαλάκες, τι καμαρώνετε;», φώναξε κάποιος. Έξω, τα καημένα τα λαμπραντόρ κλαψούριζαν κοιτώντας τ’ αφεντικά τους σε τέτοιο χάλι.
Κώστας Βραχνός