Τα γατιά εσένα δεν σ’ αρέσανε, τα ’διωχνες. Τους φώναζες τσσσσιτ τσσσσιτ και κοπανούσες το πόδι σου στην άσφαλτο κι ας με έβλεπες να σκύβω και να απλώνω όλο χαρά το χέρι για να τα χαϊδέψω. Εκείνα μας κοίταζαν για μια στιγμή, πρώτα εσένα, με απορία, κι έπειτα, με απέχθεια, εμένα, κι εξαφανίζονταν με χαμηλωμένη την ουρά τους. Όπως τότε, στις διακοπές, που με έβγαλες για ψάρι –«θα σε πάω εγώ», είπες− κι εκείνα μαζεύτηκαν με ήσυχη προσδοκία γύρω από το τραπέζι μας. Τους έριχνα κλεφτές ματιές ενώ εσύ ρητόρευες και χώριζες με επιδέξιες κινήσεις το σώμα του ψαριού σου. Ξάφνου άρπαξες ένα ποτήρι νερό και το άδειασες απότομα προς το μέρος τους. Τα γατιά σκόρπισαν, νιαουρίζοντας με παράπονο. Εγώ δεν είπα τίποτα, μόνο κατάπια τη γλώσσα μου, αυτή που μου είχες συστήσει τόσο επιτακτικά να πάρω. «Είναι η εποχή τους», αποφάνθηκες. Είχατε κάποτε ένα σκάφος, μου είχες εξηγήσει, και πηγαίνατε βόλτες. Ήξερες. Ίσως μάλιστα αγόραζες κι εσύ ένα, ήταν στόχος σου. Μήνες μετά εμφανίστηκαν μπροστά μου στο youtube βίντεο με θάλασσες και αλιευτικά, από εκείνα τα βράδια που παρακολουθούσα μαζί σου, για παρέα, ψάρεμα γιγαντιαίων τόνων. Σε ηρεμούσε. Είχα καιρό να σου μιλήσω κι εσύ είχες πάψει από περισσότερο καιρό να μου απαντάς. «Σου έφαγε η γάτα τη γλώσσα», σου έγραψα. Δεν θα κατάλαβες, θα νόμισες άλλο, όμως εγώ είχα προλάβει, τότε, πριν τις καταβρέξεις, να ταΐσω μία από δαύτες, όσο εσύ τσέκαρες τα επαγγελματικά emails στο κινητό σου. Ασπρόμαυρη ήταν, θυμάμαι, και με μακριά μουστάκια.
Βασιλική Πέτσα