Στο χωριό των Μαρωνιτών
Απέναντι από την κεντρική εκκλησία (το χωριό είχε άλλες δύο), του Μαρ Γεωργίου, είναι η ταβέρνα «Γιάννης». Είχε 34 βαθμούς Κελσίου και στις δύο μεριές της χώρας. Αυτή, βέβαια, είναι η τρίτη. Υπάρχουν στο νησί δύο τουλάχιστον πατρίδες, κι ανάμεσά τους, αναποφάσιστος, ο Λίβανος. Βάλε και το ίδιο το νησί μέσα, την πραγματική πατρίδα, λέω στον Γιάννη (όχι τον ταβερνιάρη, τον φίλο που μαζί ταξιδεύαμε), γίνονται τέσσερις. Με κοίταξε βαριεστημένα, με ιδρωμένο βλέμμα, περιμένοντας το κλικ, στημένος για αναμνηστική μπροστά στη φασάντ της εκκλησίας.
Χωθήκαμε στη δροσιά του μόνιμου έαρ κοντίσιο της ταβέρνας. Προσέχουμε το αφεντικό, καπνίζει ενώ μιλάει ελληνικά στη σερβιτόρα. Από τα ηχεία ακούγεται μακρόσυρτα, αποδομένος από κασέτα μάλλον, ένας νεαρός Μητροπάνος. Στις τέσσερις ώρες που καθίσαμε, η μουσική πέρασε όλη την καριέρα του, ως το θάνατο. Στους τοίχους εικόνες από διάφορους Μαρ, και για κάποιον λόγο τον ορθόδοξο αλλά λεβαντίνο Άγιο Σάββα. Τα λείψανά του βρίσκονται στη Δυτική Όχθη, είπα στον Γιάννη. Ράψ' το και λίγο, μου απάντησε.
Η σερβιτόρα είναι αυτό που λέμε στα κυπριακά τόπακας, γέννημα θρέμμα. Στον υπαίθριο αλλά σκεπασμένο χώρο (ένεκα το έαρ κοντίσιο), πέντε τραπέζια, όλα γεμάτα: Τουρκοκύπριοι και, κρίνουμε από τις προφορές, κυρίως Τούρκοι.
Λέμε «καλημέρα», στα καλαμαρίστικα. Η κοπέλα μας απαντάει στ’ αγγλικά, αφήνει το μενού. Επιστρέφει μετά δέκα λεπτά. Λέω, εντωμεταξύ, στον Γιάννη, για την πολυγλωσσία των ντόπιων – μου κάνει σήμα να το βουλώσω.
Η σερβιτόρα έρχεται, «Γεια σας και πάλι», λέμε. Μας το ξεκαθαρίζει: «Εγώ μιλώ αγγλικά, αραβικά, τούρκικα. Τι θα πάρετε;»
Θοδωρής Ρακόπουλος