Μικρή κλίμακα: Στέλλα Βοσκαρίδου, Άντζελα Δημητρακάκη

H στή­λη αυ­τή προ­τεί­νει κά­θε μή­να σε τρεις-τέσ­σε­ρεις συγ­γρα­φείς μια φρά­ση που θα απο­τε­λεί τον τί­τλο ή θα εμπε­ριέ­χε­ται σε ένα αδη­μο­σί­ευ­το πε­ζό κεί­με­νό τους (έως 250 λέ­ξεις). Ενί­ο­τε δί­νε­ται και μη ρη­μα­τι­κή ιδέα συγ­γρα­φής, μια μου­σι­κή ή μια φω­το­γρα­φία. Στό­χος της στή­λης εί­ναι αφε­νός να δη­μιουρ­γη­θεί μια δε­ξα­με­νή συλ­λο­γής πρω­το­γε­νούς υλι­κού και αφε­τέ­ρου μια εν προ­ό­δω χαρ­το­γρά­φη­ση της ελ­λη­νι­κής πε­ρί­πτω­σης στο το­πίο της σύγ­χρο­νης ελ­λη­νι­κής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.

——— ≈ ———

Στις δύο συγ­γρα­φείς αυ­τού του τεύ­χους έχει δο­θεί η φρά­ση:
«βγή­κα­με στ’ ανοι­χτά κο­λυ­μπώ­ντας»



Με­λα­νια­σμέ­νο

Βγή­κα­με στ᾽ ανοι­χτά κο­λυ­μπώ­ντας. Το λέω εξαρ­χής, για­τί δε μ᾽ αρέ­σουν οι ιστο­ρί­ες που κρα­τά­νε τον ανα­γνώ­στη απ᾽ τον λαι­μό, έχο­ντας τον να πε­ρι­μέ­νει – εδώ που τα λέ­με για ποιο πράγ­μα; Αυ­τός που εί­ναι μα­ζί σου για ένα λό­γο πέ­ρα απ᾽ όλα αυ­τά (και πι­στεύω πως όλοι ξέ­ρου­με ποια εν­νοώ), θα το εκτι­μή­σει. Θα πει, αυ­τός, ναι, εί­ναι έντι­μος συγ­γρα­φέ­ας. Φέρ­νει τις λέ­ξεις σαν ζε­μα­τι­στό τσου­ρε­κά­κι που αχνί­ζει ανά­με­σα στα δά­χτυ­λα και δί­χως λύσ­σα το μοι­ρα­ζό­μα­στε – χω­ρίς όλα εκεί­να τα λύ­κε λύ­κε εί­σ᾽ εδώ, τις κα­τέν­τζες, τα ατε­λεί­ω­τα μι­σο­σκό­τα­δα. Θα δια­βά­σει δυο τρεις αρά­δες, θα τού᾽ χεις κλεί­σει το μά­τι –φί­λε, ξέ­ρεις ακρι­βώς πού πά­με– κι όλο αυ­τό θα έχει μια υπέ­ρο­χη απελ­πι­σία. Σαν εκεί­νο το βρά­δυ που ήμα­σταν δε­κα­έ­ξι και δεν αντέ­χα­με άλ­λο το ύφος της μά­νας μας. Τρέ­ξα­με άρον άρον στο δω­μά­τιο – μια λά­μπα έκαι­γε χω­ρίς κα­μιά ανυ­πο­μο­νη­σία. Ανά­με­σα στη βι­βλιο­θή­κη, το κρε­βά­τι, τον κά­πως μουν­τζου­ρω­μέ­νο τοί­χο πά­νω απ᾽ το γρα­φείο, ένας σι­κέ ει­ρη­νι­κός ωκε­α­νός, και – πριν το πά­ρου­με κα­λά κα­λά χα­μπά­ρι – βγή­κα­με στ᾽ ανοι­χτά κο­λυ­μπώ­ντας.

Στέλ­λα Βο­σκα­ρί­δου

Μικρή κλίμακα: Στέλλα Βοσκαρίδου, Άντζελα Δημητρακάκη


Άλ­λες

«Μα­μά!»
«Τι τρέ­χει; Για­τί κλαις;»
«Η Σο­φία εί­πε πά­λι αυ­τό.»
«Της έχω πει να μην το λέ­ει. Μην της δί­νεις ση­μα­σία.»
«Το λέ­ει όμως.»
«Κι εσύ ξέ­ρεις πως δεν εί­ναι αλή­θεια.»
«Όχι, δεν το ξέ­ρω.»
«Τι άλ­λη από­δει­ξη θες πέ­ρα από το πώς εί­σαι φτιαγ­μέ­νη; Δεν βλέ­πεις πώς εί­σαι φτιαγ­μέ­νη;»
«Μα­μά! Εσύ εί­σαι που μου λες πως τα φαι­νό­με­να απα­τούν.»
«Τα φαι­νό­με­να. Εσύ δεν εί­σαι φαι­νό­με­νο. Εί­σαι πραγ­μα­τι­κή.»
«Μα­μά! Εσύ μου έχεις πει ότι αλ­λά­ζω. Ότι τα παι­διά αλ­λά­ζουν.»
«Δεν αλ­λά­ζουν στα πά­ντα.»
«Τώ­ρα μου τ’ αλ­λά­ζεις δη­λα­δή;»
«Μη με μπερ­δεύ­εις. Κι έλα, σκού­πι­σε τα μά­τια σου. Ξέ­ρεις ποια εί­σαι, τι εί­σαι.»
«Εσύ με μπερ­δεύ­εις. Θέ­λω από­δει­ξη, μα­μά.»
«Τι από­δει­ξη;»
«Από­δει­ξη. Έλα να κο­λυ­μπή­σου­με. Να κά­νου­με αυ­τό που κά­να­με τό­τε, που βγή­κα­με στ’ ανοι­χτά
κο­λυ­μπώ­ντας.»
«Εί­μαι κου­ρα­σμέ­νη. Δεν θες να πας μό­νη σου; Αφού ξέ­ρεις πως δεν εί­μα­στε το ίδιο. Εσύ με την ου­ρά σου δεν κου­ρά­ζε­σαι πο­τέ. Ενώ εγώ, με τα πό­δια μου…»
«Μα­μά, δεν το αντέ­χω όταν μου λες πως εί­σαι άλ­λο από μέ­να.»
«Για­τί; Κά­θε κο­ρί­τσι θέ­λει να ‘ναι άλ­λο απ΄ τη μα­μά του. Εσύ όχι; Εί­σαι γορ­γό­να κι εί­μαι γυ­ναί­κα. Κου­ρά­ζο­μαι να κο­λυ­μπάω. Πα­λιά, τό­τε που λες, ήμουν πιο νέα και κά­πως σαν γορ­γό­να κι εγώ.»
«Μα εγώ θέ­λω να σου μοιά­ζω.»
«Τό­τε τι σε πει­ρά­ζει πού η Σο­φία σου λέ­ει πως δεν εί­σαι γορ­γό­να;»
«Σ ΄αγα­πώ, μα­μά, και θέ­λω να σου μοιά­ζω. Αλ­λά και να εί­μαι εγώ.»
«Δεν μπο­ρείς να τα ‘χεις όλα.»
«Όμως, μα­μά, εσύ μου λες πως μπο­ρώ να εί­μαι τα πά­ντα.»

Άν­τζε­λα Δη­μη­τρα­κά­κη

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: