Μικρή κλίμακα: Γιάννης Αντάμης, Ειρήνη Ιωάννου, Αλέξανδρος Κυπριώτης, Παυλίνα Μάρβιν

H στή­λη αυ­τή προ­τεί­νει κά­θε μή­να σε τρεις-τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς μια φρά­ση που θα απο­τε­λεί τον τί­τλο ή θα εμπε­ριέ­χε­ται σε ένα αδη­μο­σί­ευ­το πε­ζό κεί­με­νό τους (έως 250 λέ­ξεις). Ενί­ο­τε δί­νε­ται και μη ρη­μα­τι­κή ιδέα συγ­γρα­φής, μια μου­σι­κή ή μια φω­το­γρα­φία. Στό­χος της στή­λης εί­ναι αφε­νός να δη­μιουρ­γη­θεί μια δε­ξα­με­νή συλ­λο­γής πρω­το­γε­νούς υλι­κού και αφε­τέ­ρου μια εν προ­ό­δω χαρ­το­γρά­φη­ση της ελ­λη­νι­κής πε­ρί­πτω­σης στο το­πίο της σύγ­χρο­νης ελ­λη­νι­κής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.

————————  ≈ ————————
Στους τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς αυ­τού του τεύ­χους έχει δο­θεί η ερώ­τη­ση:
«Πώς βρε­θή­κα­με εδώ;»

Μικρή κλίμακα: Γιάννης Αντάμης, Ειρήνη Ιωάννου, Αλέξανδρος Κυπριώτης, Παυλίνα Μάρβιν


Απο­κά­λυ­ψη

Άνοι­ξε τα μά­τια του. Όλα ήταν αλ­λιώς. Το κρε­βά­τι εί­χε γί­νει μια ιδρω­μέ­νη αμ­μου­διά. Ο κα­θρέ­φτης απέ­να­ντι μια θά­λασ­σα πα­χύ­ρευ­στη. Στη θέ­ση του φω­τι­στι­κού τώ­ρα ένας ήλιος έκα­νε τα όνει­ρά του στά­χτη και κά­τι σύν­νε­φα έστη­ναν κρε­μά­λες στο βά­θος του ορί­ζο­ντα. Γύ­ρι­σε στο πλάι. Όχι, δεν εί­χαν αλ­λά­ξει όλα. Αυ­τή ακό­μα ήταν εκεί. Και εί­χε ξυ­πνή­σει πρώ­τη.  

— Πώς βρε­θή­κα­με εδώ;
— Δεν ξέ­ρω. Μάλ­λον θα με­τα­κι­νη­θή­κα­με αρ­γά μέ­σα στη νύ­χτα.
— Μα αυ­τό απα­γο­ρεύ­ε­ται.
— Απα­γο­ρεύ­ε­ται για τους άλ­λους, τους κα­νο­νι­κούς. Εμείς εί­μα­στε φτιαγ­μέ­νοι από λέ­ξεις.

Έτρι­ψε τα μά­τια του και ύστε­ρα την κοί­τα­ξε ξα­νά. Την κοί­τα­ξε κα­λύ­τε­ρα κι ένιω­σε την όρα­σή του να δι­καιώ­νε­ται. Εί­δε την άμ­μο να κρύ­βε­ται κά­τω από τα βλέ­φα­ρά της. Εί­δε το φως της μέ­ρας να πνί­γε­ται, να χά­νε­ται βα­θιά μέ­σα στο δέρ­μα της. Εί­δε τη θά­λασ­σα να κυ­μα­τί­ζει στις άκρες των χει­λιών της. Εί­δε τα σύν­νε­φα να γί­νο­νται κα­πνός μες στα δι­κά της όνει­ρα. Όλα ακό­μα ήταν εκεί. Ναι, εί­χαν σχε­δόν νι­κή­σει. Κι ας άκου­γε ήδη κα­θα­ρά τα βή­μα­τα των μι­σθο­φό­ρων που πλη­σί­α­ζαν.

— Πώς βρε­θή­κα­με εδώ;
— Πού εδώ;
— Εδώ, σε αυ­τήν την ιστο­ρία.
— Δεν ξέ­ρω. Μάλ­λον κά­ποιος θα μας δη­μιούρ­γη­σε, χω­ρίς να μας ρω­τή­σει.

Γιάν­νης Αντά­μης



Πο­τέ δεν εί­ναι αρ­γά

Κά­τω από το κρε­βά­τι, πί­σω από ένα ζευ­γά­ρι φο­ρε­μέ­νες κάλ­τσες και ανά­με­σα σε τσα­λα­κω­μέ­να κω­λό­χαρ­τα, πα­σχί­ζει να ανα­πνεύ­σει μια επαγ­γελ­μα­τι­κή κάρ­τα. «Αλέ­ξαν­δρος Μα­γκε­ριάν, αρ­χι­τέ­κτο­νας».    
Ήμουν γύ­ρω στα εί­κο­σι, συ­νε­παρ­μέ­νη με έναν Δ. που υπη­ρε­τού­σε στην Αλε­ξαν­δρού­πο­λη, και μια Πα­ρα­σκευή βρέ­θη­κα στο λε­ω­φο­ρείο για τα σύ­νο­ρα. Πί­τα τα κα­θί­σμα­τα με φα­ντά­ρους, και ο δι­πλα­νός μου να ξε­σκο­νί­ζει το κο­στού­μι του και να ρω­τά­ει συ­νω­μο­τι­κά:

«Πώς βρε­θή­κα­με εδώ;»

To βλέμ­μα μου, στυ­λω­μέ­νο έξω από το πα­ρά­θυ­ρο. Ο δι­πλα­νός, λο­γο­διάρ­ροια.

«Μή­πως προ­τι­μά­τε να κά­τσε­τε στο διά­δρο­μο; Με­ρι­κούς τους ζα­λί­ζει το πα­ρά­θυ­ρο.»
«Όχι ευ­χα­ρι­στώ.» Η φύ­ση έξω μο­νό­το­νη, υγρή.
«Κρυώ­νε­τε; Να ζη­τή­σω από τον οδη­γό να ανε­βά­σει το κα­λο­ρι­φέρ;»
«Μια χα­ρά εί­μαι.» Και τι δε θα έδι­να για ένα λε­ω­φο­ρείο με μο­νές θέ­σεις. Την τσά­ντα μου την εί­χα το­πο­θε­τή­σει στρα­τη­γι­κά στο κε­νό ανά­με­σα στα δύο κα­θί­σμα­τα. Η με­γα­λύ­τε­ρη αη­δία, να απλώ­νει ο άλ­λος τα μπού­τια του και δή­θεν τυ­χαία να ακου­μπά­νε τα δι­κά σου.

«Από Θεσ­σα­λο­νί­κη εί­στε;»
«Όχι.» Ο λαι­μός μου, στα όρια της αγκύ­λω­σης. Οι μη­ροί του, χω­ρίς επε­κτα­τι­κές δια­θέ­σεις.
«Ού­τε εγώ. Για δου­λειά πη­γαί­νω και θα μεί­νω σε ξε­νο­δο­χείο. Το όνο­μά σας;»

Ένιω­σα το λε­ω­φο­ρείο να κρα­τά­ει την ανα­πνοή του. Θα τη ρί­ξει ο μπα­γά­σας;

«Μα­ρία.» Ψέ­μα­τα. «Με ζα­λί­ζει το λε­ω­φο­ρείο. Θα κοι­μη­θώ.» Σκε­πά­στη­κα με το μπου­φάν μου και έκλει­σα τα μά­τια μου.
Ξύ­πνη­σα ώρες αρ­γό­τε­ρα από τις φω­νές στο χώ­ρο των απο­σκευών. Ο δι­πλα­νός, άφα­ντος. Στην τσέ­πη του μπου­φάν μου ανα­κά­λυ­ψα την κάρ­τα του. Την κρά­τη­σα κο­ντά μου να αρα­χνιά­ζει για χρό­νια. Ένα λε­ω­φο­ρείο για κά­που αλ­λού.

Ει­ρή­νη Ιω­άν­νου



Τα μά­τια του αρ­χί­ζουν να τρέ­χου­νε

Στον Τά­κη, τη Μύ­ριαμ και τη Για­σμίν

ΑΝΟΙ­ΓΕΙ ΤΑ ΜΑ­ΤΙΑ | ΒΛΕ­ΠΕΙ ΤΟ ΚΙ­ΤΡΙ­ΝΙ­ΣΜΕ­ΝΟ ΤΑ­ΒΑ­ΝΙ | ΚΛΕΙ­ΝΕΙ ΤΑ ΜΑ­ΤΙΑ | ΣΥ­ΝΕΙ­ΔΗ­ΤΟ­ΠΟΙΕΙ ΟΤΙ ΠΟ­ΝΑ­ΕΙ | δεν μπο­ρώ να ση­κω­θώ | ΑΝΟΙ­ΓΕΙ ΤΑ ΜΑ­ΤΙΑ | ΒΛΕ­ΠΕΙ ΤΟ | ΓΥ­ΡΙ­ΖΕΙ ΤΟ ΚΕ­ΦΑ­ΛΙ ΑΡΙ­ΣΤΕ­ΡΑ | το ξέ­ρω το παι­δί αυ­τό | του ιστο­ρι­κού | ανα­πνέ­ει | ΘΕ­ΛΕΙ Ν’ ΑΠΛΩ­ΣΕΙ ΤΟ ΑΡΙ­ΣΤΕ­ΡΟ | δεν μπο­ρώ να κου­νη­θώ | ΓΥ­ΡΙ­ΖΕΙ | ΚΟΙ­ΤΑ­ΖΕΙ ΤΟ ΚΙ­ΤΡΙ­ΝΙ | πού εί­μα­στε; | ΞΕ­ΡΟ­ΚΑ­ΤΑ | πού ’ν’ η Μα­ρία; | πού εί­ν’ ο Παύ­λος; | μα­ζί τρέ­χα­με | μού­σκε­μα εί­μαι | έχω κα­του­ρη­θεί | βρο­μάω | ΕΔΩ ΟΛΟΙ ΒΡΟ­ΜΑ­ΝΕ | πώς βρε­θή­κα­με εδώ; | ΓΥ­ΡΙ­ΖΕΙ ΤΟ ΚΕ­ΦΑ­ΛΙ | η κο­πε­λιά της συ­ντο­νι­στι­κής | με την ωραία μά­σκα | πού εί­ναι η Μα­ρία; | κά­ποιος μπρο­στά μας έπε­σε | ΓΥ­ΡΙ­ΖΕΙ | ούρ­λια­ξε κι ύστε­ρα | ΚΟΙ­ΤΑ­ΖΕΙ ΤΟ | πού ’ν’ ο Παύ­λος; | του κρα­τού­σα το χέ­ρι | για­τί τρέ­χα­με; | ΞΕ­ΡΟ­ΚΑ­ΤΑ­ΠΙ­ΝΕΙ | τα γου­ρού­νια εί­χαν φύ­γει | ο Άγ­γε­λος | ΞΕ­ΡΟ­ΚΑ | ούρ­λια­ξε πρώ­τος | κι έπε­σε | ο Κώ­στας | κι ο ψη­λός της γερ­μα­νι­κής | κά­ποιος φώ­να­ξε | μας ρί­χνουν | ρί­χνουν με νταρτ γκανς | έπια­σα το χέ­ρι του Παύ­λου | ΞΕ­ΡΟ­ΚΑ­ΤΑ | αρ­χί­σα­με να τρέ­χου­με | πού ’ν’ η Μα­ρία; | ΚΛΕΙ­ΝΕΙ ΤΑ ΜΑ­ΤΙΑ | ΤΑ ΜΑ­ΤΙΑ ΤΟΥ ΑΡ­ΧΙ­ΖΟΥΝ ΝΑ | θα πε­θά­νω | ΤΡΕ­ΧΟΥ­ΝΕ | μα­μά | ΚΛΑ­ΨΟΥΡ | μα­μά | Η ΚΟΙ­ΛΙΑ ΤΟΥ ΤΡΑ­ΝΤΑ­ΖΕ­ΤΑΙ | ΤΟ ΣΤΟ­ΜΑ­ΧΙ | ΤΟ ΣΤΗ­ΘΟΣ | ΟΙ ΩΜΟΙ ΤΟΥ ΤΡΑ­ΝΤΑ­ΖΟ­ΝΤΑΙ | ΤΡΑ­ΝΤΑ­ΖΕ­ΤΑΙ | ΤΡΑ­ΝΤΑ­ΖΕ­ΤΑΙ

Αλέ­ξαν­δρος Κυ­πριώ­της



Της μι­λάω στον πλη­θυ­ντι­κό από το πα­ρά­θυ­ρο

στην Saada


Το σπι­τά­κι έχει γκρε­μι­στεί. Μι­λά­με από μα­κρι­νά πα­ρά­θυ­ρα. Πώς βρε­θή­κα­με εδώ; Πί­σω ένας κα­λω­διω­μέ­νος κό­σμος — ο άγνω­στος. Στέλ­νω γράμ­μα­τα που δεν μπο­ρεί­τε να δια­βά­σε­τε, στέλ­νω φω­το­γρα­φί­ες επει­δή σας αρέ­σουν. Στέλ­νε­τε κά­θε φο­ρά το ίδιο αμί­λη­το, ασώ­μα­το αν­θρω­πά­κι με το στρόγ­γυ­λο πρό­σω­πο να κλαί­ει. Ξέ­ρε­τε κά­τι; Το σπι­τά­κι υπήρ­ξε. Με τα μο­σχο­μυ­ρι­στά φα­γη­τά σας, από δυο χώ­ρες δι­κές σας, που δεν θα χω­ρι­στούν πο­τέ. Κι ένα νεύ­μα σας, φτά­νει, για να χορ­τά­σω την ανά­γκη μου να νιώ­σου­με πως εί­μα­στε στ’ αλή­θεια μό­νες, σε άλ­λο πα­ρά­θυ­ρο της ίδιας χώ­ρας.

Παυ­λί­να Μάρ­βιν

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: