Πριν τον έρωτα
Χρόνια μετά θα καταλάβαινες πως την είχες ερωτευτεί. Ερχόταν μόνο τα καλοκαίρια, στο πίσω κάθισμα του μεγάλου τζιπ του πατέρα της — κρουαζιερόπλοιο στα στενά του χωριού, κατέπλεε μπροστά στο παράθυρό σου. Εσύ κοιτούσες. Η νόνα της πουλούσε είδη λαϊκής τέχνης —φτηνά πήλινα, μαγνητάκια και χάντρες για το μάτι— απέναντι απ’ το σπίτι σας· καθήμενη μια ζωή στο ταμείο, να σπάει καρύδια ή να καθαρίζει φασολάκια, και το ραδιόφωνο συντονισμένο πάντοτε στα ιταλικά.
Τα απογεύματα εκείνη εμφανιζόταν στο μαγαζί, φιλούσε τη νόνα της πεταχτά στα μαλλιά κι ανέβαινε στο κάστρο. Από το παράθυρό σου έβλεπες τη σκιά του φουστανιού της όπως ανέμιζε στα ασβεστωμένα σκαλιά. Ντυνόσουν, έβγαινες, δοκίμαζες ν’ ανέβεις δυο δυο τα σκαλιά όπως τα μεγαλύτερα αγόρια, της ηλικίας της. Ήξερες πως θα την έβρισκες στο «δωμάτιο του θρόνου», εκείνο που έβλεπε στον Βάλτο. Περίμενες απ’ έξω — τα πεύκα σε έκρυβαν από τον ήλιο. Καθόσουν στις ρίζες που αναδύονταν από τα χαλάσματα, αναδυόταν κι εκείνη από τα σκοτάδια του αρχαίου δωματίου, πρώτη, χαμογελώντας με τα μάτια· ύστερα το αγόρι. Χαμήλωνες αυτόματα το βλέμμα ή το έστρεφες προς τη θάλασσα. Μόλις χανόταν έτρεχες μέσα· γεμάτος ακόμα ο χώρος από τη μυρωδιά της, στις δέσμες φωτός που έμπαιναν από τα ανοίγματα στον τοίχο αιωρούνταν η σκόνη που είχαν σηκώσει τα βήματά της. Κι αν έκανες απόλυτη ησυχία, αν δεν περνούσαν τουρίστες και αν δεν έπαιζαν μπάλα τα άλλα αγόρια, μπορούσες ίσα ν’ ακούσεις πώς αντηχούν οι τοίχοι τον ήχο από το φιλί που είχε μόλις δώσει.
Άκης Παπαντώνης