H στήλη αυτή θα προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε θα δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής. Στόχος της στήλης είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής μικρομυθοπλασίας. Οι τέσσερις συγγραφεις αυτού του τεύχους, παρακολούθησαν το σεμινάριο δημιουργικής γραφής της Αμάντας Μιχαλοπούλου και απαντούν στο ερώτημα:
Μικρή κλίμακα: Σύλβια Μπίστη, Δήμητρα Λουκά, Ηλιάνα Κωτσίλα, Αλεξάνδρα Κωνσταντιδέλλη
«Πού είναι ο Χάρτης;»
Η γυναίκα του χαρτοφάγου
Πολλοί γνώριζαν ότι ο καθηγητής Ζοζέφ ντε Ζυσιέ ήταν επιρρεπής στη μελαγχολία και τα δαιμόνια, κανείς ωστόσο δεν ήξερε την τρέλα του για το χαρτί. Του άρεσε να το πιάνει, να το μυρίζει και να το μασουλάει. Ήταν ικανός να καταβροχθίσει τόμους ολόκληρους κι αν δεν τον προλάβαινε η γυναίκα του, η Μαντλέν, θα είχε φάει ακόμα και την επιστολή με την οποία η Γαλλική Ακαδημία Επιστημών τον όριζε μέλος της αποστολής που θα ταξίδευε στον ισημερινό για να μετρήσει το γεωγραφικό πλάτος και να προσδιορίσει το σχήμα της Γης. Αυτός ήταν άλλωστε ο λόγος που ο Ζοζέφ πήρε μαζί του την Μαντλέν, παραβλέποντας την ασθενική της κράση: για να τον αποτρέπει απ’ το κακό.
Για δώδεκα μήνες, η Μαντλέν υπέμεινε με γενναιότητα τις κακουχίες, τους πυρετούς, τις αφαιμάξεις, τα καθάρσια και τα ανελέητα τσιμπήματα των κουνουπιών και κατάφερε να κρατήσει τον καθηγητή μακρυά από το μπαούλο με τα χειρόγραφα, ανακουφίζοντας τις βουλιμικές του κρίσεις με καλοζυγισμένες δόσεις χαρτοπολτού. Δηλαδή νόμιζε ότι τα κατάφερε, μέχρι το πρωί της 29ης Μαΐου του 1736, όταν στο βασιλικό ανάκτορο της πόλης του Κίτο και ενώπιον των ισχυρών του Περού, ο ακαδημαϊκός Λουί Γκοντέν άνοιξε το μπαούλο και αναζήτησε τον πάπυρο πάνω στον οποίο είχε σχεδιαστεί η διαδρομή της γαλλικής αποστολής από τις ακτές του Ατλαντικού στην ενδοχώρα. Η Μαντλέν παρακολούθησε ακίνητη τον Γκοντέν να ψάχνει και να μη βρίσκει, μόλις όμως τον άκουσε να ρωτάει πού είναι ο χάρτης, τραντάχτηκε σα να την χτύπησε κεραυνός κι έπεσε κάτω ξερή.
O Χάρτης της Αβεβαιότητας
Ο φίλος μου Αβραάμ Σαπιέρι, μανιώδης συλλέκτης μεσαιωνικών χαρτών, μου αφηγήθηκε επιστρέφοντας από ένα ταξίδι στην Ινδία, την εξής εξωφρενική ιστορία:
«Είμαι απελπισμένος, φίλε μου. Έχασα μέσα από τα χέρια μου έναν χάρτη που θα μπορούσε να με κάνει ευτυχισμένο. Τον εντόπισα στα χέρια ενός ινδού παλαιοπώλη στο Rajkot. Στο ταξίδι με βασάνιζε μια ανήσυχη προσμονή και έτσι μόλις πέρασα το κατώφλι του, τον ρώτησα χωρίς περιστροφές, πού είναι ο χάρτης. Δεν μίλησε. Tον έβγαλε μέσα από έναν χάρτινο κύλινδρο και τον άπλωσε στο τραπέζι. Πλησίασα σαν υπνωτισμένος. Απεικόνιζε μια πόλη, που δεν θα το πιστέψεις, βρισκόταν σε διαρκή κίνηση. Τα σπίτια της εκτελούσαν σπασμωδικούς ελιγμούς και συνεχείς αναπηδήσεις απροσδιόριστου ύψους πάνω στον χάρτη. Και οι αναπηδήσεις αυτές ήταν τόσο απρόβλεπτες και ακαθόριστες που ήταν αδύνατον να εντοπίσεις την ακριβή τους θέση.
Είναι ο Χάρτης της Αβεβαιότητας μου είπε, διασκεδάζοντας φανερά με την έκπληξή μου. Τον φιλοτέχνησε ο μάγος Σανκάρ το 720. Δεν είναι βέβαιο για ποια πόλη πρόκειται.
Έβγαλα και του έδωσα αμέσως τα χρήματα που ζητούσε.
Επιστρέφοντας με το τρένο από το Rajkot στο Ahmedabad πρέπει να λαγοκοιμήθηκα. Όταν ξύπνησα, ο χάρτης είχε κάνει φτερά. Καταλαβαίνεις τη δυστυχία μου», μου είπε με ύφος αξιοθρήνητο.
«Αν όλα όσα μου αφηγήθηκες φίλε μου», του απάντησα, «είναι αληθινά και θα πρέπει να πω ότι δεν έχω λόγο να αμφιβάλλω, τότε δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο παρά να συμφιλιωθείς με το γεγονός ότι τον Χάρτη της Αβεβαιότητας τον έχασες για πάντα. Κι αυτό είναι το μόνο βέβαιο.»
Παμβώτιδα –Κ όνδορας
Για τον Χάρτη λέγανε πως πήγαινε με την πλάτη στον τοίχο κι αργά η γρήγορα θα τον τρώγανε. Ήτανε από τους τακτικούς στο «Κονέ». Ερχόταν κι έπιανε το σκαμπό του, του σέρβιρα βότκα με πορτοκαλάδα κι όσο κανόνιζε διακριτικά τις δουλειές του, ανταλλάσσαμε μια δυο κουβέντες. Είχε ένα μαύρο μουστάκι παχύ κι από το λαιμό ως το στέρνο έναν αλλόκοτο σχηματισμό από ελιές και πανάδες που δείχνανε, όπως έλεγε, την Παμβώτιδα με το Νησί, μια κρεατοελιά κάτω απ’ το αυτί. Εξ ου και το προσωνύμιο.
Το βράδυ που μπούκαρε στο μαγαζί ο Τζώρτζης με τα δυο του χέρια στο γύψο, εκείνος είχε καμιά βδομάδα να φανεί.
«Πού είναι ο Χάρτης;» μου γρύλλισε, «Κι εγώ πού θες να ξέρω;», απάντησα κι αυτό ήταν, ούτε που ξανάκουσα γι’ αυτόν.
Μετά που κάψανε το αμάξι του Ντίνου και ξεκίνησε κι η αστυνομία τις επισκέψεις, σταμάτησα απ’ το μπαρ. Στο χρόνο πάνω έφυγα απ’ τα Γιάννενα, και ποιο «Κονέ» και ποιος Χάρτης, τέτοιες ιστορίες καλύτερα να πνίγονται.
Τις προάλλες όμως, η φίλη μου η Νέλλη που ‘χει βάλει σκοπό όλο να εξελίσσεται, ήρθε κρατώντας τον «Συμπαντικό Ταχυδρόμο» στο χέρι, ίδιο λάβαρο, και μου ‘πε «Αντιγόνη δες, πρέπει να πάμε». Κάτω απ’ τον τίτλο «Ουράνιες Διαδρομές - Σεμινάρια Αυτογνωσίας», η φωτογραφία του. Αριστερό προφίλ, γκρίζα γενειάδα, λευκό πουκάμισο﮲ στο λαιμό ο χάρτης της Λίμνης. Στη λεζάντα έγραφε «Με πυξίδα τον Αστερισμό του Κόνδορα, σημάδι μυστικό εκ γενετής, ο Μέντορας Baba Rahim αποκαλύπτει τον απώτερο Κβαντικό Εαυτό».
«Ναι Νέλλη, να πάμε» της είπα.
Οι πινέζες
Μισόκλεισε τα μάτια όσο έπαιρνε ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο του. Έβγαλε τον καπνό από τη μύτη και βολεύτηκε καλύτερα στο παγκάκι.
– Που είναι ο χάρτης ρε μαλάκα; ρώτησε τον άντρα δίπλα του.
– Τα έχουμε ξαναπεί αυτά, είπε ο άντρας και ίσιωσε τον γιακά της καπαρντίνας του. Τσιγάρα έχεις;
– Τσιγάρα έχω. Χάρτη δεν έχω! Φώναξε την τελευταία φράση κι ύστερα κλώτσησε τις παντόφλες του. Πετάχτηκε όρθιος. Άρχισε να βηματίζει αργά. Πέταξε τη γόπα του τσιγάρου και στερέωσε την πλάτη του στον κορμό ενός δέντρου. Τα πουλιά κελαηδούσαν δυνατά και δυσκολευόταν να σκεφτεί.
– Δεν καταλαβαίνεις, είπε και έξυσε την καράφλα του. Μου είναι απαραίτητος. Και οι πινέζες φυσικά.
– Το ξέρεις πως απαγορεύεται.
– Και πώς θα τα στερεώσω όλα; Μου λες; Το πατρικό της μάνας στη Σάμο είναι ετοιμόρροπο. Να βάλω μια πινέζα να το στερεώσω να μην πέσει. Και ο πατέρας είχε αγοράσει δυο οικόπεδα στα Μεσόγεια. Άκουσα πως μπορεί από εκεί να περάσει ο δρόμος και να τα πάρει. Δεν είναι μεγάλα, αλλά είναι κρίμα να πάνε έτσι. Γι’ αυτά θα χρειαστώ δυο μικρές πινέζες για να χωρέσουν δίπλα δίπλα, να τα καρφώσω να μην μπορούνε να τα πάρουν. Ύστερα είναι και το πατρικό μας στο Χολαργό. Εκεί θα χρειαστώ τη βοήθειά σου. Είναι πυκνοκατοικημένος ο Χολαργός και θα ‘ναι λεπτοδουλειά να βάλω την πινέζα. Μην καρφώσω κανένα ξένο σπίτι.
Ένας νοσοκόμος τους πλησίασε και υπενθύμισε πως το επισκεπτήριο στο ψυχιατρείο είχε τελειώσει.
– Τα λέμε την επόμενη εβδομάδα, είπε ο άντρας και σηκώθηκε από το παγκάκι.