Μικρή κλίμακα: Κατερίνα Ζούπα, Μαρία Κώτσια, Νόρα Νατζαριάν, Παναγιώτα Παπαθανασίου

H στή­λη αυ­τή θα προ­τεί­νει κά­θε μή­να σε τρεις-τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς μια φρά­ση που θα απο­τε­λεί τον τί­τλο ή θα εμπε­ριέ­χε­ται σε ένα αδη­μο­σί­ευ­το πε­ζό κεί­με­νό τους (έως 250 λέ­ξεις). Ενί­ο­τε θα δί­νε­ται και μη ρη­μα­τι­κή ιδέα συγ­γρα­φής. Στό­χος της στή­λης εί­ναι αφε­νός να δη­μιουρ­γη­θεί μια δε­ξα­με­νή συλ­λο­γής πρω­το­γε­νούς υλι­κού και αφε­τέ­ρου μια εν προ­ό­δω χαρ­το­γρά­φη­ση της ελ­λη­νι­κής πε­ρί­πτω­σης στο το­πίο της σύγ­χρο­νης ελ­λη­νι­κής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.

Θέ­μα: «Πί­σω από τον κα­θρέ­φτη, έλα»

Μικρή κλίμακα: Κατερίνα Ζούπα, Μαρία Κώτσια, Νόρα Νατζαριάν, Παναγιώτα Παπαθανασίου

Κρυφτό

Σε ένα με­γά­λο σπί­τι οι με­γά­λοι παί­ζουν χαρ­τιά. Ο αδελ­φός μου μο­νό­πο­λη. Εγώ με τους μι­κρούς κρυ­φτό. Τα φυ­λά­ει ο Αρ­γύ­ρης. Εί­μαι 6 χρο­νών, κοι­τάω τις σκά­λες προς τα πά­νω, τις σκά­λες προς τα κά­τω. Και ο Αρ­γύ­ρης με­τρά­ει 1,2,3. Ξαφ­νι­κά μου αρ­πά­ζει το χέ­ρι ο Στέ­φα­νος και αρ­χί­ζου­με να τρέ­χου­με. Ο Στέ­φα­νος, ο πιο με­γά­λος μι­κρός, ο πιο όμορ­φος. Ψά­χνου­με για μια κα­λή κρυ­ψώ­να, εκεί­νος ψά­χνει, εγώ τον ακο­λου­θώ ευ­τυ­χι­σμέ­νη. Μπαί­νου­με σ’ ένα δω­μά­τιο και ο Στέ­φα­νος για πρώ­τη φο­ρά μου μι­λά­ει. «Πί­σω από τον κα­θρέ­φτη, έλα». Σπρώ­χνει τον επι­τρα­πέ­ζιο κα­θρέ­φτη και κρυ­βό­μα­στε στη γω­νία του δω­μα­τί­ου. Ακό­μη μου κρα­τά­ει το χέ­ρι, πε­ρι­μέ­νου­με. Δεν ανα­πνέ­ου­με. Πλη­σιά­ζουν βή­μα­τα. Γυ­ναι­κεία τα­κού­νια, και άλ­λα βή­μα­τα πιο βα­ριά, αντρι­κά. Μπαί­νουν στο δω­μά­τιο και ακούω την καρ­διά μου και λέ­ξεις «να χω­ρί­σεις, σ’ αγα­πώ». Ανά­σες και θροϊ­σμα­τα, τα αυ­τιά μου βουί­ζουν. Ο Στέ­φα­νος αφή­νει το χέ­ρι μου. Τα βή­μα­τα απο­μα­κρύ­νο­νται. Εί­μα­στε πά­λι μό­νοι στο δω­μά­τιο. Βγαί­νου­με από την κρυ­ψώ­να, κου­ρα­σμέ­νοι, ο Στέ­φα­νος λυ­πη­μέ­νος. Ο Αρ­γύ­ρης μας βλέ­πει και τρέ­χει. Εμείς περ­πα­τά­με, δε θα κερ­δί­σου­με. Πλη­σιά­ζω τον αδελ­φό μου. «Έχτι­σα σπί­τι στην Πρα­ξι­τέ­λους», θα μου πει. Τον ακούω αλ­λά κοι­τά­ζω τον Στέ­φα­νο. Εκεί­νος κά­τι ψά­χνει στο πά­τω­μα, πα­ρα­τη­ρεί τα πα­πού­τσια των με­γά­λων. Κρυ­φτό δεν ξα­νά­παι­ξα. Η ψυ­χο­λό­γος μου λέ­ει ότι δε μου αρέ­σει να χά­νω. Και τον Στέ­φα­νο τον εί­δα με­τά από πολ­λά χρό­νια. Τα φτιά­ξα­με για λί­γο.

Κα­τε­ρί­να Ζού­πα

Μικρή κλίμακα: Κατερίνα Ζούπα, Μαρία Κώτσια, Νόρα Νατζαριάν, Παναγιώτα Παπαθανασίου

Πίσω από τον καθρέφτη, έλα

Η γυ­ναί­κα μου εί­ναι όμορ­φη∙ μα­ζί της περ­νάω απα­ρα­τή­ρη­τος, πα­ρό­λο που κά­θο­μαι πά­νω στους ώμους της, δεν εντυ­πω­σιά­ζε­ται κα­νείς. Η γυ­ναί­κα μου εί­ναι δυ­να­τή –κου­βα­λά­ει εμέ­να και τα εκα­τόν ογδό­ντα κι­λά μου. Η γυ­ναί­κα μου μπο­ρεί να δε­θεί με ιμά­ντες και να τρέ­ξει χι­λιό­με­τρα.
Η γυ­ναί­κα μου κοι­μά­ται με άν­δρες και με άλ­λες γυ­ναί­κες. Κά­θε χρό­νο κά­νει κι ένα μω­ρό∙ τα βά­ζου­με στο ρά­φι, δί­πλα στη βι­βλιο­θή­κη, και με τον και­ρό γί­νο­νται κε­χρι­μπά­ρια. Η γυ­ναί­κα μου μ’ αγα­πά­ει και η αγά­πη της με θρέ­φει χρό­νια τώ­ρα.
Η γυ­ναί­κα μου ξα­πλώ­νει πά­νω στην κοι­λιά μου και λέ­ει ιστο­ρί­ες – το κε­φά­λι της βυ­θί­ζε­ται μέ­σα στον αφα­λό μου. Όταν ξε­κολ­λά­ει από πά­νω μου αφή­νει και κά­τι – μια τού­φα από τα μαλ­λιά της, ένα σκου­λα­ρί­κι.
Τον τε­λευ­ταίο και­ρό κα­τε­βαί­νει όλο και πιο βα­θιά – βου­λιά­ζουν οι ώμοι, το στή­θος, τα πλευ­ρά∙ ανε­βαί­νει στην επι­φά­νεια με δυ­σκο­λία. Φο­βά­μαι πως μια μέ­ρα θα την κα­τα­πιώ ολό­κλη­ρη, και τό­τε τί θα κά­νω, πώς θα υπάρ­χω, χω­ρίς τη γυ­ναί­κα μου. 

Μα­ρία Κώ­τσια

Μικρή κλίμακα: Κατερίνα Ζούπα, Μαρία Κώτσια, Νόρα Νατζαριάν, Παναγιώτα Παπαθανασίου

Υδράργυρος

– Πί­σω από τον κα­θρέ­φτη, έλα. Θα δεις κομ­μα­τά­κια του εαυ­τού μου.
– Ποια κομ­μα­τά­κια, τι ’ναι αυ­τά που λες;
– Όσο πιο κο­ντά έχεις τον κα­θρέ­φτη, τό­σο πιο λί­γα βλέ­πεις.
– Δε σε κα­τα­λα­βαί­νω. Τι εν­νoείς;
– Πί­σω από τον κα­θρέ­φτη θα βρεις αυ­τά που δεν εί­δες και που δε σου εί­πα πο­τέ, πα­γι­δευ­μέ­να, ίσως, μες στον ιστό της αρά­χνης. Ο κα­θρέ­φτης έχει δύο πλευ­ρές – και κά­πο­τε δεν ξέ­ρω σε ποια πλευ­ρά βρί­σκο­μαι.
– Δε βγά­ζω νό­η­μα. Έχου­με αρ­γή­σει.  Θα μας πε­ρι­μέ­νουν οι άλ­λοι.
Κά­πο­τε γνώ­ρι­σα έναν άντρα τον οποίο αγά­πη­σα και με­τά μί­ση­σα. Αυ­τός ο άντρας έλε­γε επα­νει­λημ­μέ­να, «δε σε κα­τα­λα­βαί­νω, δε σε κα­τα­λα­βαί­νω». Προ­σπά­θη­σα να του εξη­γή­σω ότι δε βρί­σκεις στη ζωή τα πά­ντα στη σει­ρά, μαύ­ρο κι άσπρο, ένα, δύο, τρία, τέσ­σε­ρα. Υπάρ­χει και το απρό­βλε­πτο, υπάρ­χει το ένα, δύο, εκα­τό, τέσ­σε­ρα, μια δια­φο­ρε­τι­κή ερ­μη­νεία του κό­σμου.
Και μια μέ­ρα που ετοι­μα­ζό­μα­σταν να βγού­με, στά­θη­κα μπρο­στά απ’ τον κα­θρέ­φτη στο υπνο­δω­μά­τιο για να χτε­νί­σω τα μαλ­λιά μου.  Εί­δα τον κα­θρέ­φτη να λιώ­νει και να με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε λί­μνη υδραρ­γύ­ρου. Τό­τε κα­τά­λα­βα. Όλα τε­λειώ­νουν κά­πως έτσι. Ναι, κά­πως έτσι. 

Νό­ρα Να­τζα­ριάν

φωτ. απο το αρχείο Ν. Λάμπρου
φωτ. απο το αρχείο Ν. Λάμπρου

Η πρόβα

Ο ήλιος μπαί­νει από τις ανοι­χτές κουρ­τί­νες στο με­σημ­βρι­νό δω­μά­τιο, απλώ­νω τα πό­δια μου στο ζε­στό φως, κά­θε μέ­ρα ο ήλιος μέ­νει λί­γο πα­ρα­πά­νω και φτά­νει λί­γο πιο μα­κριά, θα έπρε­πε από ώρα να έχω ακού­σει τη μη­χα­νή του αυ­το­κι­νή­του και την πόρ­τα του κή­που να κλεί­νει και το κλει­δί στην κλει­δα­ριά κι εσέ­να να  φω­νά­ζεις «μα­μά» ενώ αφή­νεις τα πράγ­μα­τά σου στην κα­ρέ­κλα κι εγώ απο­κρί­νο­μαι «εδώ εί­μαι» και πιά­νω το πε­ριο­δι­κό με τα σταυ­ρό­λε­ξα κά­νο­ντας πως μό­λις τώ­ρα θα έβρι­σκα τη σω­στή λέ­ξη που τό­σο με έχει παι­δέ­ψει και ο δι­κός σου ερ­χο­μός εί­ναι η αι­τία που δε θα τη βρω πο­τέ και θα κα­θυ­στε­ρή­σεις να μπεις στο δω­μά­τιο και όταν μπεις θα χα­μο­γε­λάς πλα­τιά, θα ρω­τή­σεις πώς εί­μαι και εγώ θα πω «πώς να εί­μαι» ή κά­τι άλ­λο το ίδιο λει­ψό για­τί δε βρί­σκω τις σω­στές λέ­ξεις και δεν προ­σπα­θώ κιό­λας, ψά­χνω το τη­λέ­φω­νο, τα γυα­λιά μου, τα κλει­διά, την τσά­ντα μου, το πο­τή­ρι με το νε­ρό, τη θή­κη με τα χά­πια μου αλ­λά τις λέ­ξεις όχι, εί­ναι χα­μέ­νη υπό­θε­ση, θα δω τα δό­ντια σου πί­σω από το με­γά­λο χα­μό­γε­λό σου που σκί­ζει το πρό­σω­πό σου από άκρη σε άκρη και θα ξέ­ρω πως πριν μπεις στο με­σημ­βρι­νό δω­μά­τιο θα έχεις κα­θυ­στε­ρή­σει μπρο­στά στον κα­θρέ­φτη της ει­σό­δου για να προ­βά­ρεις το χα­μό­γε­λό σου, θα έχεις γυ­μνά­σει τους μυς του προ­σώ­που σου, ένα, δύο, ένα, δύο, τέ­ντω­σε, χα­λά­ρω­σε, τέ­ντω­σε, χα­λά­ρω­σε, έτοι­μη, έλα τώ­ρα, πί­σω από τον κα­θρέ­φτη, έλα, εδώ εί­μαι.   

Πα­να­γιώ­τα Πα­πα­θα­να­σί­ου

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: