Ο ήλιος μπαίνει από τις ανοιχτές κουρτίνες στο μεσημβρινό δωμάτιο, απλώνω τα πόδια μου στο ζεστό φως, κάθε μέρα ο ήλιος μένει λίγο παραπάνω και φτάνει λίγο πιο μακριά, θα έπρεπε από ώρα να έχω ακούσει τη μηχανή του αυτοκινήτου και την πόρτα του κήπου να κλείνει και το κλειδί στην κλειδαριά κι εσένα να φωνάζεις «μαμά» ενώ αφήνεις τα πράγματά σου στην καρέκλα κι εγώ αποκρίνομαι «εδώ είμαι» και πιάνω το περιοδικό με τα σταυρόλεξα κάνοντας πως μόλις τώρα θα έβρισκα τη σωστή λέξη που τόσο με έχει παιδέψει και ο δικός σου ερχομός είναι η αιτία που δε θα τη βρω ποτέ και θα καθυστερήσεις να μπεις στο δωμάτιο και όταν μπεις θα χαμογελάς πλατιά, θα ρωτήσεις πώς είμαι και εγώ θα πω «πώς να είμαι» ή κάτι άλλο το ίδιο λειψό γιατί δε βρίσκω τις σωστές λέξεις και δεν προσπαθώ κιόλας, ψάχνω το τηλέφωνο, τα γυαλιά μου, τα κλειδιά, την τσάντα μου, το ποτήρι με το νερό, τη θήκη με τα χάπια μου αλλά τις λέξεις όχι, είναι χαμένη υπόθεση, θα δω τα δόντια σου πίσω από το μεγάλο χαμόγελό σου που σκίζει το πρόσωπό σου από άκρη σε άκρη και θα ξέρω πως πριν μπεις στο μεσημβρινό δωμάτιο θα έχεις καθυστερήσει μπροστά στον καθρέφτη της εισόδου για να προβάρεις το χαμόγελό σου, θα έχεις γυμνάσει τους μυς του προσώπου σου, ένα, δύο, ένα, δύο, τέντωσε, χαλάρωσε, τέντωσε, χαλάρωσε, έτοιμη, έλα τώρα, πίσω από τον καθρέφτη, έλα, εδώ είμαι.
Παναγιώτα Παπαθανασίου