Κοιτάζοντας τα ποιήματα του Μίλτου Σαχτούρη, εύκολα διακρίνουμε τα στοιχεία που χωρίζουν τις συνθέσεις της ηλικιακής του ωριμότητας από το παλαιότερο έργο του, διαμορφωμένο κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών: από τη Λησμονημένη (1945) μέχρι και Το σκεύος (1971). Από τα 29 ως και τα 52 του χρόνια ο ποιητής θα κινηθεί ανάμεσα στις συμπληγάδες που επιφύλαξε η Ιστορία στην εποχή του, εγγράφοντας την αιματηρή της πραγματικότητα σε μιαν ευθύς εξαρχής τεθλασμένη γραμμή. Ως υπερρεαλιστής του μεταπολέμου, ο Σαχτούρης αποφεύγει τα γλωσσικά παιχνίδια και τις μυστικιστικές τάσεις των προκατόχων του, πιάνοντας από πολύ νωρίς επαφή με τον δραματικό λόγο του εξπρεσιονισμού. Το χρώμα και οι καθαρές μεταφορές που χρησιμοποίησαν εν εκτάσει οι εξπρεσιονιστές, λίγο προτού αναλάβει δράση ο υπερρεαλισμός, σε συνδυασμό με το εικαστικό άνοιγμα το οποίο επιχείρησαν ζωγράφοι όπως ο Καντίνσκι, ο Κλέε, ο Βαν Γκογκ και ο Μουνκ, θα γίνουν το έδαφος επί του οποίου θεμελιώνει ο Σαχτούρης το δραματουργικό και το ηθικό ποιητικό του σύστημα. Οι εικόνες, τα σύμβολα και οι μύθοι παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ποίηση κι έχουν σημαδέψει επανειλημμένα την ιστορία της, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό: είναι τα μέσα που χρησιμοποιούν οι ποιητές για να απομακρυνθούν από τη φιλοσοφία ή τις επιστήμες και να έρθουν κοντά στη μουσική και τη ζωγραφική. Ο Σαχτούρης δεν διατηρεί ιδιαίτερη σχέση με τον μύθο, αλλά δουλεύει πολύ με τις εικόνες και τα σύμβολα. Παρομοίως, οι στίχοι του δεν συνδέονται στενά με τη μουσική (μολονότι το στοιχείο της έρρυθμης εκφοράς παραμένει παρόν), αλλά θυμίζουν έντονα τη ζωγραφική και τις πλαστικά σχεδιασμένες επιφάνειές της. Ας μην ξεχνάμε τι έχει πει ο ίδιος επ’ αυτού, σε μια συνέντευξη την οποία έδωσε προ πολλών ετών στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία: «Η ζωγραφική με βοήθησε πολύ στην ποίησή μου. Ορισμένα ποιήματα βγήκαν από οράματα ζωγράφων που είχα δει και από εικόνες εν γένει. Αν δεν ήμουν ποιητής, θα ήθελα να ήμουν ζωγράφος. Αυτά που ζωγραφίζω εγώ είναι ποιήματα. Δεν είναι ζωγραφιές. Είναι ξεσπάσματα. Το χαρτί πάνω στο οποίο σχεδιάζω, σχίζεται σχεδόν από την πίεση του μπικ».
Ι
Με τα χρώματα και τις ισχυρές μεταφορές (μεταφορές που σβήνουν αμέσως και το τελευταίο ρεαλιστικό τους ίχνος), ο ποιητής σκηνοθετεί υποβλητικά τα πρόσωπά του, βυθίζοντάς τα στο παράλογο και στην παράνοια. Η ένταση των μεταφορών και η έξαρση των χρωμάτων, που θυμίζουν την αδιαφοροποίητη, συμπαγή πυκνότητα της μπογιάς, αποκαλύπτουν έναν παρά φύσιν κόσμο: τον κόσμο που προέρχεται από το μακελειό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου, έναν κόσμο για τον οποίο το μόνο που μπορεί να κάνει η ποίηση είναι να τον διορθώσει επί τα χείρω: