Η άρθρωση του ανάρθρωτου

«Φέγγαν τα χαράματα ο τρελός λαγός...»
«Φέγγαν τα χαράματα ο τρελός λαγός...»

«Εί­δα τον Ποι­η­τή ολο­μό­να­χο και γύ­ρω του να λά­μπει το κε­νό», ανα­φέ­ρει σ’ έναν στί­χο του. Ο Μίλ­τος Σα­χτού­ρης εί­ναι ένας από τους ελά­χι­στους με­τα­πο­λε­μι­κούς ποι­η­τές που ασκεί μια ιδιό­τυ­πη κοι­νω­νι­κή ποί­η­ση. Ο ποι­η­τής βιώ­νει τη μό­νω­ση, εί­ναι ένα άτο­μο μο­να­χι­κό που έχει όμως κοι­νω­νι­κή συ­νεί­δη­ση.

Όπως η μου­σι­κή δω­μα­τί­ου, το έρ­γο του Σα­χτού­ρη θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρι­στεί ποί­η­ση δω­μα­τί­ου, αφού οι εμπει­ρί­ες του πη­γά­ζουν από έναν πε­ριο­ρι­σμέ­νο χώ­ρο εκτει­νό­με­νο από τις δια­στά­σεις μιας μο­να­χι­κής κά­μα­ρας, ίσα­με τα λί­γα τε­τρα­γω­νι­κά του που κα­τοι­κεί.

Η αι­μα­τη­ρή πε­ρί­ο­δος του Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου κα­θώς και του εμ­φυ­λί­ου που ακο­λού­θη­σε, η εκτρω­μα­τι­κή κοι­νω­νι­κή και πο­λι­τι­κή ζωή εκ­φρά­ζο­νται μέ­σα από ει­κό­νες που συν­θέ­τουν ένα πα­ρά­λο­γο σκη­νι­κό. Πρω­ταρ­χι­κό στοι­χείο στην ποί­η­ση του Σα­χτού­ρη εί­ναι η ει­κό­να. Στον Σα­χτού­ρη υπάρ­χει πά­ντα ένα μά­τι που βλέ­πει και που ει­κο­νο­ποιεί. Η ει­κό­να στον Σα­χτού­ρη γί­νε­ται βί­αιο πε­δίο συ­γκρού­σε­ων. Ο Πιέρ Ρε­βερ­ντύ, ένας από τους θε­ω­ρη­τι­κούς πρό­δρο­μους όχι μό­νο του υπερ­ρε­α­λι­σμού, αλ­λά και της μο­ντέρ­νας ποί­η­σης, ανα­φέ­ρει ότι η με­τα­φο­ρι­κή ει­κό­να δεν πρέ­πει απλώς να απο­τε­λεί­ται από δύο δια­φο­ρε­τι­κά, όμως συγ­γε­νι­κά πράγ­μα­τα, αλ­λά από δύο πράγ­μα­τα ανό­μοια. Η ει­κό­να δε γεν­νιέ­ται από τη σύ­γκρι­ση αλ­λά από την πα­ρά­θε­ση ανό­μοιων πραγ­μά­των. «Η σύ­γκρι­ση προ­ϋ­πο­θέ­τει μια λο­γι­κή διερ­γα­σία, ενώ η πα­ρά­θε­ση δί­νει την ελευ­θε­ρία στο πνεύ­μα να τα συν­θέ­σει νο­ε­ρά και η σύν­θε­ση αυ­τή, μια δη­μιουρ­γία κα­θα­ρά πνευ­μα­τι­κή, απο­τε­λεί μιαν αυ­θε­ντι­κή σύλ­λη­ψη της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας σ’ό­λη την πο­λυ­πλο­κό­τη­τά της»[1]. Στον Σα­χτού­ρη εί­ναι η αντι­θε­τι­κή συ­ναρ­μο­γή των λέ­ξε­ων και η με­τα­φο­ρι­κή λει­τουρ­γία τους που προ­κα­λεί την έκ­πλη­ξη.

Ο ζωγράφος έχει μέσα στην καρδιά του
μια ζωγραφιά
έχει μέσα στο κεφάλι του ένα μαχαίρι
θέλει να βγάλει τη ζωγραφιά
θέλει να βγάλει το μαχαίρι
να σκίσει τη ζωγραφιά

(«Έξι στιγμές», Παραλογαίς)

Το μα­χαί­ρι εί­ναι το ερ­γα­λείο μέ­σω του οποί­ου θέ­λει να υπερ­βεί το έρ­γο του. Το μα­χαί­ρι εί­ναι το νυ­στέ­ρι μέ­σω του οποί­ου επι­θυ­μεί να ει­σχω­ρή­σει στα άδυ­τα της ψυ­χής.
Μέ­σα από το έρ­γο του εκ­φρά­ζε­ται η αντι­δι­κία ανά­με­σα σε δύο κό­σμους: τον κό­σμο τον απάν­θρω­πο, τον ηθι­κά ανάλ­γη­το, τον κό­σμο τον εσω­τε­ρι­κό του ποι­η­τή, τον ευαί­σθη­το, τον τρο­μαγ­μέ­νο. Ένα κό­σμο που καί­ει μια κα­τα­κόκ­κι­νη πλη­γή απ’το πα­λιό χρυ­σά­φι. Μέ­σα από την σύ­γκρου­ση των δύο κό­σμων ανα­δύ­ε­ται το δρά­μα της συ­νεί­δη­σης.
Τα ποι­ή­μα­τα του Σα­χτού­ρη συν­θέ­τουν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ένα ποί­η­μα εν προ­ό­δω. Δεν εί­ναι τυ­χαίο ότι ου­δέ­πο­τε βά­ζει τε­λεία στα ποι­ή­μα­τά του. Το όρα­μα του ποι­η­τή έχει συ­νο­χή.

Στο ποί­η­μα «Ξέ­νε» ανα­φέ­ρει:

  Φύ­γε ξέ­νε
μες την καρ­διά μου έχω ένα ήρε­μο που­λί

Η ει­κό­να με το που­λί επα­νέρ­χε­ται σε διά­φο­ρα θε­μα­τι­κά μο­τί­βα στην ποί­η­σή του. Αλ­λού ανα­φέ­ρει:

Κάποτε μέσ’ από το σύννεφο βγαίνει ένα πουλί
περνάει πάνω από τα σπίτια και κατεβαίνει στην
πόλη
άλλοτε χρόνια έμενε φυλακισμένο μες στο φεγγάρι
γι’ αυτό κι είναι πολύ πικραμένο πολύ λαμπερό
μ’ ένα μεγάλο μονάχα όμορφο γυναικείο μάτι

[...]

Γι’ αυτό και οι γυναίκες ταράζονται μόλις το δουν
άλλες όμως το κρύβουν μες στους καθρέφτες τους
άλλες το κρύβουν σε βαθιά συρτάρια
κι άλλες βαθιά μες στο σώμα τους
έτσι δε φαίνεται
δεν το βλέπουν οι άνδρες που τις χαϊδεύουν
    το βράδυ
ούτε το πρωί σαν ντύνονται μπροστά στον καθρέφτη

δεν το βλέπουν

γιατί είναι ένα πουλί πολύ πικρό πολύ λαμπερό

πολύ φοβισμένο

(«Κάποτε οι γυναίκες», Παραλογαίς)


Αυ­τό το που­λί, το πο­λύ μι­κρό, το πο­λύ λα­μπε­ρό, το πο­λύ φο­βι­σμέ­νο θέ­λει ν’α­πε­λευ­θε­ρώ­σει ο ποι­η­τής από τον τυ­ραν­νι­σμέ­νο ψυ­χι­σμό του αν­θρώ­που.

Ο θά­να­τος πα­ρα­μο­νεύ­ει σε κά­θε ποί­η­μα του Σα­χτού­ρη. Γί­νε­ται όμως ανα­πό­σπα­στο μέ­ρος της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας. Εί­ναι ο άν­θρω­πος με το κα­ρο­τσά­κι που γυ­ρί­ζει και που­λά­ει γλει­φι­τζού­ρια γε­ω­με­τρι­κά το­πο­θε­τη­μέ­να το ένα πλάι στο άλ­λο, εί­ναι μια ασπρο­ντυ­μέ­νη κο­πέ­λα που ζυ­μώ­νει ψω­μί και μα­ντά­ρει τις κάλ­τσες. Ο ποι­η­τής υλο­ποιεί σκη­νι­κά το θά­να­το, υλο­ποιεί σκη­νι­κά το δρά­μα της ζω­ής. Ο ποι­η­τής ιχνη­λα­τεί με το χρω­στή­ρα του το θά­να­το που απο­κτά αν­θρώ­πι­νες ιδιό­τη­τες.

ασπρί­ζουν τα μαλ­λιά τού θα­νά­του   

«Batir des chateaux en Espagne», Καταβύθιση)

Η επα­να­λη­πτι­κό­τη­τα στις κι­νή­σεις του θα­νά­του εντεί­νει το δρά­μα και το πα­ρά­λο­γο. Το πα­ρά­λο­γο εδραιώ­νε­ται με την εμ­βο­λή του μυ­θο­λο­γι­κού στοι­χεί­ου μέ­σα στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.[2] Ο θά­να­τος όλο και ρί­χνει κλε­φτές μα­τιές στο σκη­νι­κό της ποι­η­τι­κής του μυ­θο­λο­γί­ας.
Σύμ­φω­να με τον θε­ω­ρη­τι­κό Ρό­λαντ Μπαρτ η διέ­γερ­ση έγκει­ται όχι στο να δεις, αλ­λά στην προσ­δο­κία να δεις, εί­ναι «το σπί­θι­σμα που θέλ­γει, η σκη­νο­θε­σία μιας εμ­φά­νι­σης- εξα­φά­νι­σης».[3] Δεν εί­ναι η ολό­τη­τα του βλέμ­μα­τος, αλ­λά οι απο­σπα­σμα­τι­κές μα­τιές που κα­θι­στούν το θά­να­το πιο ηδο­νι­κό.

Εκείνο το πράσινο απόγευμα
ο θάνατος είχε βάλει στόχο την αυλή μου

απ’το νεκρό μου το παράθυρο

με το βελούδινό μου μάτι

τον έβλεπα να τριγυρνάει

γύριζε και παράσταινε τον κουλουρτζή

γύριζε και παράσταινε τον λαχειοπώλη

και τα παιδιά τίποτα δεν υποπτεύονταν
[...]

(«Το πράσινο απόγευμα», Το Σκεύος)

Στον Σα­χτού­ρη «το κοι­νω­νι­κό σώ­μα πά­σχει εξί­σου με το υπο­κεί­με­νο –και οι δυο πό­λοι αυ­τού του πά­θους –πα­θή­μα­τος δια­πλέ­κο­νται τό­σο στε­νά ώστε, να μην μπο­ρού­με να δια­κρί­νου­με ανά­με­σα σε αί­τιο και σε αι­τια­τό, ανά­με­σα σε θύ­τη και σε θύ­μα».[4]
Ο φό­βος υπο­χω­ρεί και η έξο­δος από τον κλοιό δη­λώ­νε­ται ως ανα­χώ­ρη­ση, «ένα πε­λώ­ριο άσπρο πλοίο έξω από τον Πει­ραιά». Ένα συ­στα­τι­κό στοι­χείο της ελ­λη­νι­κής κο­σμο­λο­γί­ας «εί­ναι η κοι­νό­τη­τα των ζώ­ντων και των νε­κρών» κοι­νός τό­πος της λαϊ­κής και της θρη­σκευ­τι­κής (ελ­λη­νορ­θό­δο­ξης) πα­ρά­δο­σης. Μέ­σα σ’αυ­τή την πα­ρά­δο­ση, η σχέ­ση με τους νε­κρούς δεν πε­ριέ­χει ίχνος με­τα­φυ­σι­κού τρό­μου. Αντί­θε­τα, προ­ϋ­πο­θέ­τει την αντί­λη­ψη του ενιαί­ου σύ­μπα­ντος, του ενιαί­ου χω­ρο­χρό­νου που με­τα­φο­ρι­κά με­τα­φρά­ζε­ται μ’έ­να αί­σθη­μα οι­κειό­τη­τας».[5]

Πώς απ’ τον Πόρο, Ανδρέα;
εσύ πάντα πήγαινες στην Άνδρο

—  Κι εσύ Μίλτο, έπρεπε να ήσουνα

στην Ύδρα, γιατί στον Πόρο;

Και τότε έσκασε εκείνο το ωραίο

το φοβερό γέλιο του·

πετάχτηκαν τρομαγμένα τα σπουργίτια

ένα σύννεφο σπουργίτια

πέρα απ’ το θάνατό του

(«Ο Ανδρέας Εμπειρίκος στον Πόρο», Τα εκτοπλάσματα)

Το κα­ρά­βι της ποί­η­σης ανοί­γε­ται στο πέ­λα­γος «όπου οι ποι­η­τές κερ­δί­ζουν το προ­νό­μιο να μην πε­θαί­νουν πια».[6]

Ο χρό­νος στα ποι­ή­μα­τά του δεν προ­σμε­τρά­ται με τα κρι­τή­ρια της αυ­στη­ρής γραμ­μι­κής τά­ξης. Τα ρο­λό­για ξε­κουρ­δί­ζο­νται, τα ρο­λό­για εί­ναι κου­φά, εί­ναι δύ­σπι­στα, ανα­τρέ­πουν το γραμ­μι­κό χρό­νο και γυ­ρί­ζουν ανά­πο­δα. Τα ρο­λό­για δεί­χνουν θά­να­το. Η απά­ντη­ση στο θά­να­το δεν εί­ναι άλ­λη, πα­ρά η αγρύ­πνια, η εγρή­γορ­ση. Ο ποι­η­τής περ­νά σε χρυ­σές κλω­στές αση­μέ­νια φεγ­γά­ρια και πε­ρι­μέ­νει να ξη­με­ρώ­σει για να γεν­νη­θεί ένας νέ­ος θε­ός.
Οι με­τα­μορ­φω­τι­κές δια­δι­κα­σί­ες εί­ναι κά­τι που συ­να­ντά­με συ­χνά σαν τε­χνι­κή στην ποί­η­σή του. Οι φόρ­μες συ­νέ­χεια εξε­λίσ­σο­νται και με­τε­ξε­λίσ­σο­νται. Οι άν­θρω­ποι πε­τού­νε, τα που­λιά εί­ναι θαμ­μέ­να στα κου­τιά, οι άν­θρω­ποι γί­νο­νται αστέ­ρια που ανά­βουν ένα – ένα στον ου­ρα­νό.
Η κυ­ριό­τε­ρη λει­τουρ­γία των με­τα­μορ­φώ­σε­ων του ποι­η­τή αφο­ρά στο ρό­λο και την απο­στο­λή της ποί­η­σης. Το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο με­τα­τρέ­πε­ται σε μέ­γα κη­που­ρό, σε άστρο, σε βιο­λι­στή, σε κλη­ρο­νό­μο των που­λιών, σε ελεγ­κτή, σε αλέ­κτο­ρα, σε τρε­λό λα­γό.

Ο ποι­η­τής απει­κο­νί­ζε­ται τη στιγ­μή της έμπνευ­σής του, απει­κο­νί­ζε­ται στην πιο μαρ­τυ­ρι­κή στιγ­μή της σύλ­λη­ψής του.

Που οδηγώντας τα λουλούδια
στη φθορά

ο άνθρωπος- πετεινός ανάβει μόνος του καίει

καθώς ορμάει από το σκοτεινό του μέτωπο

η έκσταση.

(«Πού οδηγώντας», Σφραγίδα ή Η όγδοη σελήνη)

Όπως η ει­κό­να του αλέ­κτο­ρα που εγεί­ρει τους αν­θρώ­πους, ο ποι­η­τής αφυ­πνί­ζει τις συ­νει­δή­σεις.
Οι με­τα­μορ­φω­τι­κές δια­δι­κα­σί­ες υπο­βα­στά­ζουν το ποι­η­τι­κό γε­γο­νός. Με δί­αυ­λο τη φα­ντα­σία που οδη­γεί στη διάρ­ρη­ξη του χώ­ρου και του χρό­νου ζω­ντα­νεύ­ει την ποι­η­τι­κή ιδέα. Μέ­σα από τις με­τα­μορ­φω­τι­κές δια­δι­κα­σί­ες ο ποι­η­τής στη­λι­τεύ­ει τα κα­κώς κεί­με­να.
Το που­λί όμως συ­νή­θως μέ­νει κολ­λη­μέ­νο στη γη για­τί τα φτε­ρά του εί­ναι σπα­σμέ­να.

Εγώ
κληρονόμος πουλιών

πρέπει

έστω και με σπασμένα φτερά

να πετάω

(«Ο Ελεγκτής», Τα φάσματα)

Εί­ναι τα τε­ρά­στια φτε­ρά του Άλ­μπα­τρος του Μπο­ντλέρ που σέρ­νο­νται χά­μω και δεν τον αφή­νουν να περ­πα­τή­σει.
Η αναλ­γη­σία της κοι­νω­νί­ας, η αγριό­τη­τα του πο­λέ­μου, η αλ­λο­τρί­ω­ση οδη­γούν τον ποι­η­τή στη μό­νω­ση. Όμως ο ποι­η­τής δεν πα­ρα­μέ­νει πα­θη­τι­κός δέ­κτης. Απε­να­ντί­ας δρα­στη­ριο­ποιεί­ται και βρί­σκε­ται σε διαρ­κή αντι­πα­ρά­θε­ση με την εφιαλ­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα την οποία αντι­λαμ­βά­νε­ται ως «πα­ρά­λο­γη» και στην οποία αντι­τάσ­σει τις με­τα­μορ­φω­τι­κές δια­δι­κα­σί­ες.

Φέγγαν τα χαράματα ο τρελός λαγός
άνοιγε η νύχτα

στάζαν αίμα οι καρδιές ο τρελός λαγός

έφεγγε ο κόσμος 

(«Ο τρελός λαγός», Τα φάσματα)


Ο «τρε­λός λα­γός» εί­ναι «η καλ­πά­ζου­σα δυ­στυ­χία της πα­νι­κό­βλη­της αν­θρώ­πι­νης καρ­διάς, μια παλ­λό­με­νη ύπαρ­ξη ζω­ντα­νή που ασπαί­ρει σε μια αλ­λό­φρο­νη σπα­σμω­δι­κή κί­νη­ση φυ­γής προς όλους τους αδιέ­ξο­δους δρό­μους».[7]

Μέ­σα από τις με­τα­μορ­φω­τι­κές δια­δι­κα­σί­ες απει­κο­νί­ζε­ται συ­χνά το τε­ρα­τώ­δες που εγ­γρά­φε­ται στη θε­μα­τι­κή του εφιάλ­τη. «Πί­σω από το τε­ρα­τώ­δες δια­φαί­νε­ται η ανά­μνη­ση ενός άλ­λου κό­σμου, που βού­λια­ξε ή μάλ­λον πα­ρα­μορ­φώ­θη­κε από τη διά­βρω­ση του κα­κού κι αι­μάσ­σει χω­ρίς να πε­θαί­νει, ζει με τον τραυ­μα­τι­σμό ενός σφα­για­στή θα­νά­του»[8]. Πρό­κει­ται όμως για έναν εφιάλ­τη που γί­νε­ται οι­κεί­ος, έναν εφιάλ­τη που με­τα­τρέ­πε­ται σε ανα­πό­σπα­στο μέ­ρος της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, μέ­ρος της συ­να­να­στρο­φής του.

Μη φεύγεις θηρίο
Θηρίο με τα σιδερένια δόντια
θα σου φτιάξω ένα ξύλινο σπίτι
θα σου δώσω ένα λαγήνι
θα σου δώσω κι ένα κοντάρι
θα σου δώσω κι άλλο αίμα να παίζεις

(«Του θηρίου», Με το πρόσωπο στον τοίχο)

Ενο­χή, ποι­νή, εξα­γο­ρά εί­ναι η κλί­μα­κα πά­νω στην οποία θα πο­ρευ­τεί ο ποι­η­τής. Η εξα­γο­ρά του ποι­η­τή θα πραγ­μα­το­ποι­η­θεί μέ­σα από τη συμ­φι­λί­ω­ση με το τε­ρα­τώ­δες. Η ευ­σπλα­χνία του ποι­η­τή έγκει­ται στο να δώ­σει φω­νή στο τε­ρα­τώ­δες, στο να το εξαν­θρω­πί­σει.
Ο ποι­η­τής κα­λεί­ται να απο­κρυ­πτο­γρα­φή­σει το βρυ­χηθ­μό του θη­ρί­ου, το βο­γκη­τό του τρε­λού λα­γού, το ουρ­λια­χτό του θα­νά­του «που σερ­για­νί­ζει στον πρά­σι­νο κή­πο». Έτσι η ποί­η­ση γί­νε­ται η άρ­θρω­ση του ανάρ­θρω­του. Μέ­σα από το ασφυ­κτι­κό αδιέ­ξο­δο υπάρ­χει η εμ­μο­νή στην ανα­ζή­τη­ση του ου­ρα­νού που εί­ναι ο χώ­ρος της λύ­τρω­σης. Υπάρ­χει στον Σα­χτού­ρη μια τά­ση με­τε­ω­ρι­σμού, τά­ση του ποι­η­τή ν’ ανυ­ψω­θεί στον ου­ρα­νό. Ο άλ­λος αυ­τός κό­σμος, ο οποί­ος αρ­θρώ­νε­ται με τον ου­ρα­νό, δεν έχει σχέ­ση με τη με­τα­φυ­σι­κή ή τη θρη­σκεία. Εκ­προ­σω­πεί το χώ­ρο της ελευ­θε­ρί­ας, της πί­στης στην ομορ­φιά

Ας μην το κρύβουμε
Διψάμε για ουρανό

(«Το ψωμί», Τα φάσματα ή Η χαρά στον άλλο δρόμο)

Η ανα­ζή­τη­ση του ου­ρα­νού εί­ναι μια άλ­λη έκ­φρα­ση του μύ­θου του Σί­συ­φου. Το έρ­γο του Σα­χτού­ρη εξε­λίσ­σε­ται σαν ένα ποί­η­μα σ’έ­να συ­νε­χές όπου το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο, ο εδώ και ο τώ­ρα της έκ­πτω­σης και ο πέ­ρα και πά­νω της ανά­στα­σης ταυ­τί­ζο­νται[9]. Ο ποι­η­τής αί­ρει τις αμαρ­τί­ες των αν­θρώ­πων. Το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο θα αθω­ω­θεί μέ­σα από τη δια­λε­κτι­κή σχέ­ση του με τη φύ­ση. Εί­ναι τό­τε που το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο θα απο­σχι­στεί από το αί­σθη­μα ενο­χής που βα­ραί­νει την ποι­η­τι­κή συ­νεί­δη­ση από το προ­πα­το­ρι­κό αμάρ­τη­μα.
Η ει­κό­να του ου­ρα­νού εκ­φρά­ζει την πί­στη του ποι­η­τή σε μια άλ­λη τά­ξη πραγ­μά­των. «Ο ου­ρα­νός εί­ναι ο στό­χος του. Η γα­λή­νια όψη της απο­τρό­παι­ης ζω­ής, η θέ­ση της κα­θάρ­σε­ως από των πα­θη­μά­των »[10].
Θα μπο­ρού­σα­με να πα­ρο­μοιά­σου­με το έρ­γο της ποί­η­σης με την κα­τά­στα­ση του Ορ­φέα στον Άδη. Ο έρω­τας του Ορ­φέα εί­ναι ο ποι­η­τι­κός ίμε­ρος προς τη χα­μέ­νη, αφα­νέ­ρω­τη μέ­σα στο σκο­τά­δι του θα­νά­του μορ­φή. Μέ­σα από το θά­να­το ζη­τά να ξα­να­φέ­ρει στο φως την Ευ­ρυ­δί­κη, σε μια πρά­ξη νε­κρα­νά­στα­σης. Η μα­ταί­ω­ση της πρά­ξης δε ση­μαί­νει όμως και τη μα­ταί­ω­ση της ποί­η­σης, που νι­κά το θά­να­το και με­σ’α­πό την αναυ­δία και την αμορ­φία του Άδη φέρ­νει στο φως το τρα­γού­δι και τη μορ­φή.[11] Ο ποι­η­τής θα πο­ρευ­τεί σ’ ένα μο­να­χι­κό πε­ρί­πα­το ανα­ζη­τώ­ντας την οπτα­σία της Ευ­ρυ­δί­κης.


μια δύναμη μ’έσπρωχνε να κάνω στροφή
να αρχίσω να περπατάω πάνω στα κύματα

μαύρες γάτες περπατούσαν πάνω στα γκρίζα

κύματα

και η ψυχή μου ήταν νεκρή

Όμως ξαφνικά ένας ήλιος έσκισε τα
σύννεφα

η θάλασσα έγινε πάλι γαλάζια

ζωντάνεψε πάλι η ψυχή μου

κι εξακολούθησα τον περίπατό μου

(«Ο περίπατος», Έκτοτε, 1996)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: