Χάρτης 31 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-31/afierwma/o-miltos-saxtoyrhs-kai-to-dramatiko-paixnidi-twn-xrwmatwnx
Κοιτάζοντας τα ποιήματα του Μίλτου Σαχτούρη, εύκολα διακρίνουμε τα στοιχεία που χωρίζουν τις συνθέσεις της ηλικιακής του ωριμότητας από το παλαιότερο έργο του, διαμορφωμένο κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών: από τη Λησμονημένη (1945) μέχρι και Το σκεύος (1971). Από τα 29 ως και τα 52 του χρόνια ο ποιητής θα κινηθεί ανάμεσα στις συμπληγάδες που επιφύλαξε η Ιστορία στην εποχή του, εγγράφοντας την αιματηρή της πραγματικότητα σε μιαν ευθύς εξαρχής τεθλασμένη γραμμή. Ως υπερρεαλιστής του μεταπολέμου, ο Σαχτούρης αποφεύγει τα γλωσσικά παιχνίδια και τις μυστικιστικές τάσεις των προκατόχων του, πιάνοντας από πολύ νωρίς επαφή με τον δραματικό λόγο του εξπρεσιονισμού. Το χρώμα και οι καθαρές μεταφορές που χρησιμοποίησαν εν εκτάσει οι εξπρεσιονιστές, λίγο προτού αναλάβει δράση ο υπερρεαλισμός, σε συνδυασμό με το εικαστικό άνοιγμα το οποίο επιχείρησαν ζωγράφοι όπως ο Καντίνσκι, ο Κλέε, ο Βαν Γκογκ και ο Μουνκ, θα γίνουν το έδαφος επί του οποίου θεμελιώνει ο Σαχτούρης το δραματουργικό και το ηθικό ποιητικό του σύστημα. Οι εικόνες, τα σύμβολα και οι μύθοι παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ποίηση κι έχουν σημαδέψει επανειλημμένα την ιστορία της, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό: είναι τα μέσα που χρησιμοποιούν οι ποιητές για να απομακρυνθούν από τη φιλοσοφία ή τις επιστήμες και να έρθουν κοντά στη μουσική και τη ζωγραφική. Ο Σαχτούρης δεν διατηρεί ιδιαίτερη σχέση με τον μύθο, αλλά δουλεύει πολύ με τις εικόνες και τα σύμβολα. Παρομοίως, οι στίχοι του δεν συνδέονται στενά με τη μουσική (μολονότι το στοιχείο της έρρυθμης εκφοράς παραμένει παρόν), αλλά θυμίζουν έντονα τη ζωγραφική και τις πλαστικά σχεδιασμένες επιφάνειές της. Ας μην ξεχνάμε τι έχει πει ο ίδιος επ’ αυτού, σε μια συνέντευξη την οποία έδωσε προ πολλών ετών στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία: «Η ζωγραφική με βοήθησε πολύ στην ποίησή μου. Ορισμένα ποιήματα βγήκαν από οράματα ζωγράφων που είχα δει και από εικόνες εν γένει. Αν δεν ήμουν ποιητής, θα ήθελα να ήμουν ζωγράφος. Αυτά που ζωγραφίζω εγώ είναι ποιήματα. Δεν είναι ζωγραφιές. Είναι ξεσπάσματα. Το χαρτί πάνω στο οποίο σχεδιάζω, σχίζεται σχεδόν από την πίεση του μπικ».
Ι
Με τα χρώματα και τις ισχυρές μεταφορές (μεταφορές που σβήνουν αμέσως και το τελευταίο ρεαλιστικό τους ίχνος), ο ποιητής σκηνοθετεί υποβλητικά τα πρόσωπά του, βυθίζοντάς τα στο παράλογο και στην παράνοια. Η ένταση των μεταφορών και η έξαρση των χρωμάτων, που θυμίζουν την αδιαφοροποίητη, συμπαγή πυκνότητα της μπογιάς, αποκαλύπτουν έναν παρά φύσιν κόσμο: τον κόσμο που προέρχεται από το μακελειό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου, έναν κόσμο για τον οποίο το μόνο που μπορεί να κάνει η ποίηση είναι να τον διορθώσει επί τα χείρω:
έβρεχε και πρησμένα όνειρα βογγούσαν οληνύχτα
το πρωί ο άνθρωπος πλύθηκε και ξυρίστηκε
όπως πάντα
και γύρω του χτυπούσαν τα σφυριά όπως πάντα
στο δρόμο καθώς έβγαινε απάντησε μίαν αγία
ντυμένη στα βυσσινιά
είχε πεθάνει πάνω στον τροχό πριν από
εκατοντάδες χρόνια
ο γαλατάς τον είδε και τον χαιρέτησε
έπειτα τον χαιρέτησε ο ταχυδρόμος
κι ύστερα τι ν᾿ απόγινε αυτός ο άνθρωπος
τα ρούχα του κυκλοφόρησαν σ᾿ εφημερίδες
το ένα του μάτι το κρατούσε κι έπαιζε
ένα μικρό κορίτσι
μαύρα αυτοκίνητα μεταφέραν τα κομμένα
μέλη του
και η καρδιά του αερόστατο γελούσε στο κενό
(«Συμπέρασμα», Τα φάσματα ή Η χαρά στον άλλο δρόμο 1958)
Κι ακόμα:
Εκείνο το πράσινο απόγεμα
ο θάνατος είχε βάλει στόχο την αυλή μου
απ᾿ το νεκρό μου το παράθυρο
με το βελούδινό μου μάτι
τον έβλεπα να τριγυρνάει
γύριζε και παράσταινε τον κουλουρτζή
γύριζε και παράσταινε τον λαχειοπώλη
και τα παιδιὰ τίποτα δεν υποπτεύονταν
έπαιζαν με πιστόλια και τσίριζαν
αυτός πάλι γύριζε και πλησίαζε
και πάλι μάκραινε καὶ ἔφευγε
ὕστερα ξαναρχόταν
στὸ τέλος ἀγριεύτηκε
ἄρχισε νὰ οὐρλιάζει
ἔβαψε τὰ μάτια καὶ τὰ νύχια του
φούσκωσε τὰ βυζιά του
ἄρχισε νὰ μιλάει μὲ ψιλὴ φωνὴ
ἔκανε σὰ γυναίκα...
τότε εἶναι ποὺ ἔφυγε ὁριστικὰ
ψιθυρίζοντας:
— Δὲν εἶχα τύχη σήμερα
αὔριο θὰ ξανάρθω
(«Το πράσινο απόγεμα», Το σκεύος)
ΙΙ
Φτάνοντας σε προχωρημένη ηλικία, ο Σαχτούρης θα απομακρυνθεί εμφανώς από το κλίμα της νιότης και της πρώτης του ωριμότητας. Τα βιβλία που κυκλοφορούν μετά την πτώση της δικτατορίας, από τα Χρωμοτραύματα (1980) μέχρι και το Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια (1998), μοιάζουν με ένα είδος αποχαιρετισμού στο ποιητικό παρελθόν, με μιαν απότιση φόρου τιμής σε όσα προηγήθηκαν και δεν πρόκειται πλέον να επαναληφθούν. Ο Σαχτούρης παρακολουθεί τώρα εξ αποστάσεως τον αλλοτινό εαυτό του, επιβάλλοντας στην ποιητική αρχιτεκτονική του μια διπλή απογύμνωση: απογύμνωση τεχνοτροπίας, αλλά και απογύμνωση από κάθε έννοια του συλλογικού, που θα οδηγήσει έτσι σε μιαν αδρά εκπεφρασμένη ατομικότητα. Περιστέλλοντας δραστικά την εξπρεσιονιστική λειτουργία των εικόνων του, ο ποιητής αποσπά τους ήρωές του από το πλαίσιο του υπερβατικού και του παραλόγου, για να τους ρίξει σε ένα πολύ πιο χειροπιαστό περιβάλλον. Οι παράταιρες, αν όχι και εκτρωματικές, μορφές της ανατρεπτικής μυθολογίας των νεανικών του ποιημάτων, βασισμένες στη λειτουργία της αλληγορίας και του συμβόλου, θα αντικατασταθούν εδώ από ένα τοπίο ενθύμησης και εξομολόγησης. Οι κόκκινες ρόδες, τα άσπρα κορίτσια και τα μαύρα φαντάσματα, που θα κυριαρχήσουν ως το Σκεύος στην εικονοποιία του, θα μετατραπούν σε απτές, μετά βίας μεταφορικές οντότητες: μια σκοτεινή γωνιά που ατενίζει το κενό, ένα θανατερό φάσμα που ταυτίζεται με μιαν ασπροντυμένη κοπέλα, μια ομάδα από πιτσιρικάδες που φορούν τα κουρέλια τους σαν ακριβά κοστούμια, αλλά κι ένας όγκος από γκρίζα κύματα που καταπίνουν τις ανήμπορες και αβοήθητες ψυχές ή μια σειρά από καταραμένα απογεύματα που καταλήγουν σε συναντήσεις με τον διάβολο.
Τοποθετημένο σε μια τέτοια τροχιά, το παρελθόν μπορεί να μην απορριφθεί και να μη διαγραφεί εξ ολοκλήρου (ενδεχομένως κατά τόπους να επανέλθει σε μιαν αποχρωματισμένη εκδοχή του), σπεύδει όμως να μετατραπεί σε αντικείμενο απολογισμού, ανακαλώντας ανθρώπινες φιγούρες οι οποίες στοίχειωσαν επί μεγάλο διάστημα την ποιητική συνείδηση: συνείδηση, που τείνει σε αυτή τη φάση να συρρικνωθεί εν όψει ενός φανερά επερχόμενου τέλους. Ο Σαχτούρης της ώριμης ηλικίας μετατοπίζεται από τον πανικό τον οποίο προκάλεσε κάποτε στους πρωταγωνιστές του ο παραλογισμός της Ιστορίας σε ένα άλλο επίπεδο — στον τρόμο με τον οποίο θα τυλίξει τον ίδιο η αγωνία του βιολογικού θανάτου:
Ήταν εκείνο το φθινόπωρο απόγεμα που
η Αγία με πήρε απ᾿ το χέρι και με οδήγησε
στο μικρό σκοτεινό δρόμο, που στην πραγματικότητα
δεν υπήρχε καν.
Γιατί αν υπήρχε τότε τι ήταν αυτά τα αίματα
κι οι στρατιώτες που ξεπετάχτηκαν από τους γύρω
δρόμους και με δέσανε σ᾿ ένα ξύλινο κρεβάτι,
τέσσερις μήνες, κι όταν πια με λύσανε ήτανε
χειμώνας, έβρεχε συνέχεια κι η Αγία χάθηκε
κι ούτε που ξαναφάνηκε πια.
(«Η Αγία», Εκτοπλάσματα 1986)
Και υπό αυτούς, όμως, τους όρους ο θάνατος δεν θα αποβάλει τη δύναμη και το δέος της επιβολής του, παραπέμποντας, έστω και διά της πλαγίας οδού, στο σύμπαν του μεταπολεμικού Σαχτούρη. Εκεί όπου το θανατικό θα ενσκήψει με μορφή λαίλαπας στους αθηναϊκούς δρόμους. Εκεί όπου λουλούδια θα καταβροχθίσουν μέλισσες και γεράκια θα αφανίσουν σμήνη άλλων πουλιών. Εκεί όπου άνθρωποι, ζώα, φυτά και φυσικός ή κτιστός περίγυρος θα παραμορφωθούν και θα εξαρθρωθούν κατ’ επανάληψη, ανταλλάσσοντας με κινηματογραφική ταχύτητα ρόλους και ιδιότητες. Και όλα αυτά όχι για να κρύψουν την καθημερινή φρίκη, αλλά για να την ξεδιπλώσουν και να την αναπαραστήσουν με τον πιο ανατριχιαστικό τρόπο. Και ο ποιητής; Μα, εκείνος θα πεθάνει καγχάζοντας (κύριε, είσαστε νεκρός;) μαζί με όσα θα δει να χάνονται διαμιάς και διά παντός από μπροστά του, υποχρεωμένος καθώς είναι άλλοτε να ανεβαίνει στους ουρανούς για να συναντήσει νεκρές γυναίκες και παιδιά, άλλοτε να ταξιδεύει σε πεθαμένα φεγγάρια και άλλοτε να ασπάζεται τα φαντάσματα των ποικιλοτρόπως αφανισμένων. Ο θάνατος των άλλων θα αποδειχθεί σίγουρα και δικός του θάνατος. Με μια διαφορά: ότι ο δικός του θάνατος θα γίνει το γλωσσικό όχημα για τον ηθικό έλεγχο του θανάτου των άλλων:
Ο αδύνατος ευγενικὸς κύριος
με το βυσσινί πόδι
φαίνεται πολύ ευτυχισμένος
αντίθετα με το κοριτσάκι
που κλαίει διαρκώς
γιατί η μαμά του δεν του αγοράζει
το μικρό ανεμιστηράκι·
κι εγώ πελιδνός ποιητής
«πράσινος ήλιος
τα δέντρα καίνε»
κάποτε θα περπατήσω
ἐπὶ τῶν ὑδάτων
όπως ο Ιησούς Χριστός.
Όμως ἐπί του παρόντος
είμαι πολύ κουρασμένος
και σας Χαιρετώ
πέρα-για-πέρα
όπως ο Καραγκιόζης.
(«Στο βαπόρι», Καταβύθιση 1990)
Ιστορία, μεταφορά, παράλογο: κανένα όριο δεν θα επιβάλει καμία προδιαγεγραμμένη τάξη και η μεταϋπερρεαλιστική φωνή του Σαχτούρη θα εξακοντιστεί χωρίς ούτε ένα ράγισμα ως τις ημέρες μας.