Ελάχιστα έχει προσεχτεί ότι η ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη είναι γεμάτη με λουλούδια και κήπους,[1]
χλωρίδα που δεν συνηθίζεται στους μεταπολεμικούς ποιητές. Αποτελεί άλλωστε κοινή διαπίστωση ότι στη συνολική έκταση της μεταπολεμικής ποίησης ο ιστορικός χρόνος διαπερνά το φυσικό περιβάλλον και φέρνει κατά κύριο λόγο στο προσκήνιο τα δύσκολα χρόνια, το ψυχροπολεμικό κλίμα, το αστικό τοπίο, τους εσωτερικούς χώρους, τον κοινωνικό και τον ατομικό ψυχισμό.[2]
Το ίδιο συμβαίνει στον αντεστραμμένο κόσμο του Σαχτούρη, με τη διαφορά ότι η ανθρωπολογική μορφολογία του κόσμου του απορροφά την ιστορική και την κοινωνική αποτύπωση μέσα στον προσωπικό του μύθο.[3]
Ο περίκλειστος αυτός κόσμος[4]
έχει εξεταστεί πολύπλευρα και έχουν φανεί οι αντιθετικές δυνάμεις που τον συνέχουν, ο φόβος και η υπαρξιακή αγωνία που διακατέχει το ποιητικό υποκείμενο. Το πιο ενδιαφέρον όμως στην περίπτωση του Σαχτούρη είναι ότι η σύλληψη του προσωπικού μύθου είναι αυτοφυής, συνδέεται δηλαδή πρωτίστως με νεανικά του βιώματα που αποκτούν ειδικό συμβολικό βάθος και εξελίσσονται σε κεντρικό άξονα ιδεολογίας και ποιητικής, μια σταθερή δοκιμασία για το ποιητικό υποκείμενο στην προσπάθεια του να επιβιώσει μέσα στον δύσκολο και παράλογο κόσμο.
Πρόκειται για έναν «δικό του Κάτω Κόσμο», φτιαγμένο κατεξοχήν από τα βιώματα της Κατοχής και των εμφύλιων συγκρούσεων,[5] κόσμο που περιβάλλεται ευδόκιμα από τη στρατόσφαιρα του ουρανού. Στο ενιαίο αυτό εγωκεντρικό σύμπαν, που λειτουργεί σαν ηρακλείτεια «οδός άνω και κάτω μια και ωυτή», οι εναλλαγές φωτός και σκότους είναι συνεχείς με επίκεντρο τον ποιητή ο οποίος, αν και «εμμένει θεληματικά σε αγχώδεις καταστάσεις»,[6] ατενίζει τον ουρανό, «όπως τον νοσταλγούν οι φυλακισμένοι».[7] Αντικειμενικά στην ποίηση του Σαχτούρη υπάρχουν αρκετοί ανοιχτοί και κλειστοί χώροι που του ασκούν εναλλάξ θετική ή αρνητική επενέργεια. Ένας από τους πιο βασικούς ανοιχτούς χώρους είναι ο κήπος, μια ιδιωτική περιοχή με πολλά αναγνωρίσιμα βιωματικά και αρχέτυπα στοιχεία ομορφιάς αλλά και μυστηριακών δρωμένων, με το συνδυασμό των οποίων παράγεται το εξπρεσιονιστικό πεδίο, οι δαιμονικές μεταμορφώσεις και ο αλληλοσπαραγμός. Ο κήπος λειτουργεί δηλαδή σαν ένα εγκόσμιο τοπίο αναφοράς, τα λουλούδια του φυτρώνουν παντού, ως οντολογικά σύμβολα μιας υπερβατικής πραγματικότητας που επικαθορίζει τον ατέρμονο κύκλο της ζωής.
Ο κήπος αρχικά ταυτίζεται με τον περιβάλλοντα χώρο του οικογενειακού σπιτιού σε ένα αχρονολόγητο διάστημα, όπου διαδραματίστηκε όμως η προσωπική του περιπέτεια: «μαύρος ο ήλιος/ στον κήπο/ της μητέρας μου» («Το ρολόγι», Ο περίπατος). Εκεί που η κηλίδα του αίματος, ξανακοιταγμένη μετά από δεκαετίες, «δεν ήταν κηλίδα/ αίμα, αλλά ένα κατακόκκινο/ λουλούδι που ανοιγόκλεινε/ και παραμιλούσε» («Η κηλίδα», Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια, 1998). Συγκεκριμένα, ο οικείος κήπος εσωκλείει πρωτίστως τον πάσχοντα ποιητή,[8] εκστατικό με τα φάσματα του και, δευτερευόντως, το δραματικό ιστορικό περίγραμμα. Στον κήπο «μύριζε πυρετός» («Ο κήπος») και αναπαραστατικά ο ήλιος φύτευε περιβόλια «το περιβόλι της μύγας το περιβόλι του χαρταετού/ το περιβόλι το μεγάλο της αγάπης/ το περιβόλι του μεγάλου πυρετού» («Οι αμυγδαλιές», Παραλογαίς, 1948). Στον κήπο «φύτρωνε όλη τη μέρα/ αίμα» («Η ιστορία ενός παιδιού»), και κυκλοφορούν τερατικά συμπλέγματα «κάτι κεφάλια σαν άγρια φεγγάρια επιληπτικά /και κόκκινα τριαντάφυλλα ξάφνου/ φυτρώνανε/ για στόματα/ που ορμούσαν και τα ξέσκιζαν/ οι πεταλούδες-σκύλοι» («Ο κήπος»), όπως αυτά που μια δεκαετία αργότερα δεσπόζουν στην πέμπτη ποιητική συλλογή Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο (1958).
Το πατρικό σπίτι στην Κυψέλη, μια προπολεμική δίπατη μονοκατοικία προς τη γωνία Ιθάκης-Καλύμνου, προφανώς διέθετε κήπο αλλά δεν γνωρίζουμε τίποτε περισσότερο γι’ αυτόν, εκτός από την πληροφορία ότι σε μια γωνιά, χορεύοντας σαν τους Ζουλού, ο Σαχτούρης είχε κάψει την πρώτη, ψευδώνυμη και αποκηρυγμένη, ποιητική συλλογή Η μουσική των νησιών μου (1941).[9] Σε αυτήν τη συλλογή πρωτοεμφανίζεται ο κήπος με τα εγγενή μάλιστα, ζωγραφικά και άλλα μοτίβα, τον έρωτα και την απειλή που κυριαρχούν σε ολόκληρο το ποίημα «΄Ερωτας»:[10]