Είναι μεσημέρι μίας ανοιξιάτικης Δευτέρας, στο περιβάλλον μίας πόλης αβέβαιης, σχεδόν φαιδρής στην προσπάθεια ανασύνταξης των δυνάμεων της και καλλωπισμού της, κάτω από το ένδυμα μίας, κατά συνθήκην, “κανονικότητας”, έπειτα από δέκα χρόνια οικονομικής και ηθικής κρίσης και μία πανδημία που συνεχίζει να επελαύνει. Σε ένα κάθετο παράδρομο της κεντρικότερης συνοικίας της, της γειτονιάς των ονείρων, όπως συνηθίζουν να την αποκαλούν, ένα μικρό αγόρι που κάνει τα πρώτα του βήματα δίπλα στη μητέρα του, αναφωνεί «νάνι-νάνι» δείχνοντας την είσοδο ενός εγκαταλελειμμένου κτιρίου όπου βρίσκεται ξαπλωμένη, με τα λιγοστά υπάρχοντά της, συμπεριλαμβανομένου ενός υπερμεγέθους λούτρινου αρκούδου, μία νεαρή κοπέλα. Το αγόρι χαμογελά. Η κοπέλα συνεχίζει να κοιμάται. Είναι Τρίτη, η κοπέλα συνεχίζει να κοιμάται, το παιδί περνά και πάλι. Γυρνά το κεφάλι του να την δει: «νάνι-νάνι», λέει ικανοποιημένο από την επανάληψη της εικόνας. Το βράδυ η κοπέλα ανοίγει ένα τετράδιο, φαίνεται κάτι να γράφει ή να ζωγραφίζει, ένας διαβάτης την κοιτά φευγαλέα και συνεχίζει τη διαδρομή του· το πρόσωπό της, τώρα, είναι γαλήνιο. Είναι αργά πολύ αργά τη νύχτα και το παιδί σίγουρα θα κοιμάται στο κρεβάτι του ή θα νανουρίζεται από κάποιο μυστικό τραγούδι της μητέρας του. Τις επόμενες ημέρες περνά ξανά από το ίδιο σημείο, όλα τα πράγματα βρίσκονται στη θέση τους, η κοπέλα όμως λείπει. Το παιδί κοιτά το κενό κρεβάτι της και επαναλαμβάνει και πάλι «νάνι-νάνι». Το υπερμεγέθες παιδικό παιχνίδι περιμένει. Έφτασε πάλι Δευτέρα η κοπέλα συνεχίζει να λείπει και τα πράγματά συνεχίζουν να περιμένουν, που σημαίνει ότι σύντομα θα επιστρέψει, να ξαπλώσει και να αποκοιμηθεί. Το μικρό αγόρι είναι βέβαιο και βαθειά υπερήφανο με αυτή του την ανακάλυψη, γυρνά το κεφάλι του από το καρότσι και ανοιγοκλείνοντας το μικροσκοπικό χεράκι του χαιρετά τη λησμονημένη (που) μέσα στο βυθό του νικηφόρου ύπνου της / κρατώντας ένα μήλο στο δεξί της χέρι τ' άλλο χαϊδεύοντας τη θάλασσα / ξεδιπλώνει ξάφνου τα ωραία μάτια της / είναι μονάχα μια πνοή ένας βρόντος κανονιού / είναι ο ποδηλατιστής η αγαπημένη του κι η ανθοδέσμη / [...]»
Απομονώνοντας την επαναλαμβανόμενη εικόνα, και αφαιρώντας τα πρόσωπα και τις εποχές, από το κάδρο, απαλείφοντας την λεπτομέρεια του συγκεκριμένου, και υψώνοντας την συστοιχία των στιγμιοτύπων στον ιδεατό τόπο της ποίησης, απομένει μία φιγούρα μοιραία, μέτοχος μίας κάποιας συλλογικής ή προσωπικής τραγωδίας, ένας τόπος ονείρων, ένα παιδικό παιχνίδι, μια κάποια τέχνη του χαρτιού και της γραφίδας και η παιδική αθωότητα να καθαίρει το τοπίο. Συμβολοποιώντας αυτή την ίσως κοινότοπη, για την σύγχρονη ελληνική μεγαλούπολη, αστική εικόνα, που αν δεν υπήρχε το μικρό αγόρι να την ανασύρει από την αφάνειά της, ίσως και να περνούσε απαρατήρητη, νοιώθω να διέρχομαι από το εσωτερικό της ποιητικής εικόνας του Μίλτου Σαχτούρη, και με έναν τρόπο περισσότερο βιωματικό να μπορώ να εστιάσω στην λειτουργία κάποιων σταθερών συμβόλων που επανέρχονται στην ποίησή του συνθέτοντας ένα τοπίο ονείρου που εκκινεί από αφετηρίες ζόφου και ολοκληρώνεται στο διάτρητο, από σφαίρες φωτός, τείχος της ελπίδας. Αυτή η κοπέλα, με ένα τρόπο, σε μία παράλληλη μετατόπιση του ποιητικού φορτίου, θα μπορούσε να αποτελεί το κατ' εξοχήν αρχέτυπο της ποίησής του, να είναι η ίδια η λησμονημένη – ο στρατιώτης που σταυρώθηκε / το ρολόγι που σταμάτησε / το κλωνάρι που άναψε / η βελόνα που έσπασε / ο επιτάφιος που άνθισε / το χέρι που σημάδεψε / η πληγή που ανατρίχιασε / το φιλί που αρρώστησε / το μαχαίρι που ξαστόχησε / η λάσπη που ξεράθηκε / ο πυρετός που έπεσε· μία ανατρεπτική ακολουθία εικόνων συσσωρευμένων σε ένα πρόσωπο-σε μία φιγούρα πυκνωτή συχνοτήτων και αισθήσεων.
Τα διακριτά αυτά στιγμιότυπα, που συλλέγει ο ποιητής για να αποδώσει τη μορφή της γυναίκας που λησμονήθηκε ή μέλλεται να λησμονηθεί στο μέλλον, δεν είναι παρά ακαριαίες κρυσταλλώσεις μίας ανατροπής του αισθήματος. Καθεμία από αυτές και όλες μαζί, ως αδιάσπαστο σύνολο, φέρουν στην σάρκα τους το στοιχείο της αντίθεσης, της εσωτερικής σύγκρουσης: από το ρολόγι που ενώ είναι ταγμένο να χτυπά αδιάλειπτα έπαυσε, μέχρι τον επιτάφιο που στο θρήνο της εκδημίας ανθεί, και το λυτρωτικό φιλί που πάσχει, ο ποιητής αναιρεί τις βεβαιότητες, σπάει τις τρυφερές μνήμες και οπλίζει με φώς τις σκοτεινές αναμονές. Αφαιρεί από τη λάσπη την υγρασία της και προσθέτει στην πληγή το ρίγος της οικοδομώντας έναν εξελισσόμενο αιφνιδιασμό. Μοιάζει να ακολουθεί τη διανοητική λειτουργία των αυθαίρετων και τόσο απελευθερωτικών συζεύξεων που μόνο ο νους των παιδιών στα πρώτα στάδια της ανάπτυξής τους, όταν ακόμη κυκλοφορούν αμόλυντα από την διαδικασία της γνώσης, μπορεί να διαγράψει. Όπως το παιδί, στην εικόνα του κενού αντικρύζει την νεαρή κοπέλα και την χαιρετά, έτσι κι ο ποιητής, όταν οι οδηγοί σκίζουν το σύννεφο και τήνε κράζουν πόρνη βλέπει μία θλιμμένη παναγία με τον αγαπημένο της μέσα στα εικονίσματα.
Ο Σαχτούρης δανείζεται ή, πιο σωστά, προσχωρεί στην παιδική αθωότητα με ολόκληρη την ύπαρξή του και οικοδομεί ένα τοπίο με δύο ισχυρούς πόλους: την αιχμηρή πραγματικότητα υψωμένη στον χώρο της εφιαλτικής απόδοσής της και την παραμόρφωσή της μέσα από το εξαγνιστικό είδωλο της πρώτης παιδικής ηλικίας: τότε, που το ρέον αίμα δεν συνεπάγεται απαραίτητα την πληγή· μπορεί, απλά, να εικονίζει μία κόκκινη ημέρα χαράς. Όλο αυτό το οικοδόμημα στηρίζεται επάνω σε ένα στέρεο σύστημα εικόνων και συν-εικόνων που υπάρχουν ή ενυπάρχουν στον στίχο του ποιητή, δύο συστήματα που κινούνται και δρουν παράλληλα: ο γέρος εθνικός κήπος που κουβαλάει στις πλάτες του τρείς πεθαμένους κύκνους, από τη μία πλευρά και τα παιδιά που πετάνε ψίχουλα στον ουρανό [«Χριστούγεννα 1943», Η λησμονημένη], από την άλλη· αποτυπώσεις φρίκης που διαρκώς ανατρέπονται και δοκιμές ευτυχίας που κυκλοφορούν μετέωρες αδυνατώντας να γίνουν προσομοιώσεις εκπλήρωσης: «Ένας ναύτης ψηλά / στα κάτασπρα ντυμένος / τρέχει μες στο φεγγάρι // Κι η κοπέλα απ' τη γης / με τα κόκκινα μάτια / λέει ένα τραγούδι / που δεν φτάνει ως το ναύτη // Φτάνει ως το λιμάνι / φτάνει ως το καράβι / φτάνει ως τα κατάρτια // Μα δε φτάνει ψηλά στο φεγγάρι» [«Ο βυθός», Παραλογαίς].
Η μετατόπιση όμως αυτή του ποιητή στην ηλικία μίας πρώιμης παιδικότητας, είναι μία κίνηση όχι μόνο χρονική αλλά και χωρική. Το ποιητικό υποκείμενο, τοποθετείται και τοποθετεί τα πρόσωπα των ποιημάτων του, κατά κανόνα, στο εσωτερικό κλειστών δωματίων, Σε έναν πυρήνα μοναξιάς, ενατένισης και ονείρου, όπου οι πόρτες προβάλλουν μορφολογικά αποδυναμωμένες με εμφανές το πρόσημο της εισβολής/απειλής στην κίνηση που προοιωνίζουν, ενώ τα παράθυρα καδράρουν το όνειρο αναβαθμιζόμενα σε αρχετυπικά σύμβολα διαφυγής: