Στο γνωστό δοκίμιό της του έτους 1960 για τον Μίλτο Σαχτούρη[1] η Νόρα Αναγνωστάκη (1930-2013) επιχειρηματολογεί αναλυτικά και με έμφαση υπέρ του ποιητή που διανύει κατά το έτος δημοσίευσης του δοκιμίου αυτού το 41ο έτος της ζωής του και έχει ήδη πίσω του πέντε (ή έξι, αν συνυπολογίσουμε τον «Περίπατο» του 1960) συλλογές, στις οποίες έχει ήδη δώσει το στίγμα του, με το παραπάνω. Οι «Δύσκολοι Καιροί» στον τίτλο του δοκιμίου είναι, στην πραγματικότητα, το ίδιο το θεμέλιο της επιχειρηματολογίας της κριτικού υπέρ του Σαχτούρη.
Γράφει, μεταξύ άλλων, η Νόρα Αναγνωστάκη: «Η φαντασία χωρίς ζωικές ρίζες –χωρίς πόνο- δεν είναι καν άνθος θερμοκηπίου. Είναι μια θλιβερή απομίμηση μιας δήθεν πιο πλούσιας ζωής, κάτι σαν τα ψεύτικα λουλούδια από χαρτί ή από πλαστική ύλη.»
Καταλαβαίνει κανείς ότι το ζήτημά της δεν είναι μόνο ή δεν είναι κυρίως να μιλήσει θετικά για την ποίηση του Σ., όσο, με αφορμή αυτήν, να στρέψει τα βέλη της εναντίον μιας άλλης ποίησης- άραγε ποιάς; «Όλο το παράλογο στην ποίηση του Σ. στηρίζεται στο υλικό της αλήθειας. Σπάνια χρησιμοποιείται με τους αχαλίνωτους τρόπους ενός ανερμάτιστου υποσυνείδητου», γράφει αμέσως πιο κάτω και η μομφή σε βάρος κάποιων, ίσως των «καθαρών» υπερρεαλιστών, δύσκολα κρύβεται. Την πληρώνει το καημένο το «υποσυνείδητο» που οφείλει, καθώς φαίνεται, να έχει έρμα, ενώ το «παράλογο» οφείλει, με τη σειρά του, να στηρίζεται «στο υλικό της αλήθειας». Μακάριοι καιροί, από την άποψη αυτή, και μακάριοι άνθρωποι που είχαν τέτοια μεγάλη βεβαιότητα για την αλήθεια και μάλιστα για το «υλικό» της. Κατ’ αντιπαράθεση προς κάτι άλλους, κάτι αχαλίνωτους, κάτι ανερμάτιστους, επαινείται εδώ προπάντων ο Σαχτούρης.
Πραγματοποιεί η Αναγνωστάκη, και μαζί με αυτήν μια ολόκληρη γενιά κριτικών, γραμματολόγων και ποιητών μια στροφή και χρησιμοποιεί τον Σαχτούρη στην μεταπολεμική-μετεμφυλιακή συνθήκη, για να την φέρει σε πέρας κατά κάποιον τρόπο αναίμακτα; Σε τί έγκειται αυτή η στροφή; Είναι ίσως ένα πέρασμα ανάμεσα σε Συμπληγάδες. Από τη μια η βαριά σκιά της Γενιάς του 30 που, με όλη την αγάπη και τον σεβασμό που μπορεί να της έχει κανείς είναι φυσικό και δίκαιο να θέλει, τριάντα χρόνια μετά, να την αμφισβητήσει. Από την άλλη η στρατευμένη ποίηση, η ποίηση της Αριστεράς, που δεν μπορεί ούτε αυτή να χωρέσει ούτε καν το προανάκρουσμα της μεταπολεμικής χειραφέτησης. Η Αναγνωστάκη σκύβει πάνω από τον Σαχτούρη ενώ στον αέρα μυρίζει μια άλλου είδους επανάσταση, εκείνη που έρχεται με τη δεκαετία που ανατέλλει. Ο Σαχτούρης εξυπηρετεί: μπορεί να εκφράσει έναν διάχυτο θυμό, συγκρούεται κατά τη μορφή και το περιεχόμενο με την καθεστηκυία ποιητική τάξη αλλά και με την ποίηση που έχει μπει στον ζυγό της ιδεολογίας και της πολιτικής στόχευσης. Το αν είναι ή όχι καλός ποιητής δεν φαίνεται να απασχολεί πραγματικά την κριτικό. Είναι όμως ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα να υπηρετείς προγραμματικά την ανάγκη μιας αλλαγής και άλλο η καλή ποίηση και οι δικές της απαιτήσεις. Ας δούμε πιο προσεχτικά το κείμενο της Ν.Α.
Του αποσπάσματος που προηγήθηκε περί τους «αχαλίνωτους τρόπους ενός ανερμάτιστου υποσυνείδητου», έπεται μια αντόρνια μάλλον παράγραφος, για να θυμηθούμε και το πρόσφατο βιβλίο της Αγγέλας Γιώτη[2] που προτείνει την αρνητική διαλεκτική του γνωστού φιλοσόφου για να συγκροτήσει μιαν ειδικής χροιάς μαχητική μεταπολεμικότητα στην ελληνική ποίηση. Η Αναγνωστάκη υποστηρίζει ότι συντελέστηκε μια πλήρης σχεδόν απαξίωση της ζωής μέσω του πολέμου, του Άουσβιτς και του Εμφυλίου που προηγήθηκαν και αυτό δεν μπορεί παρά να έχει συνέπειες και για την ποίηση: «Τι απομένει ή τι μοιάζει με κείνα που μας δίδαξαν οι παλαιότεροι; Η ζωή η δική μας υπήρξε ένα θλιβερό πανόραμα εξαθλίωσης και απανθρωπίας. Η ανθρώπινη ζωή έγινε άθυρμα στα χέρια των ισχυρών. Οι προσωπικότητες, και μαζί τους όλοι μας, φιγούρες ενός θεάτρου σκιών. Όλα έγιναν αγώνας και κάματος και θλίψη κι’ ένα προαίσθημα κακού που μας κλέβει κάθε διάθεση άδολης χαράς. Οι αξίες που δεν γνωρίσαμε καταλύονται. Ο μύθος του «αιώνιου» ανθρώπου κατακερματίζεται σε πολύεδρα θρύψαλλα.»
Είναι φανερό ότι, δίχως να το λέει ρητά, η κριτικός θέτει υπό αμφισβήτηση την ποίηση (την τέχνη) που άνθισε πριν συμβούν όλα αυτά (ο πόλεμος, τα στρατόπεδα, ο εμφύλιος) και που συνεχίζει σαν να μη συνέβησαν, σαν να μην έγινε τίποτα. Τη χωρίζει μια δεκαετία από την κατά Αντόρνο ρήση περί βαρβαρότητας της μετά το Άουσβιτς συγγραφής ποίησης και δύο γεμάτες από τον Μπρεχτ, όταν ο τελευταίος έγραφε «μια ρίμα στο τραγούδι μου/ θα μου φαινότανε σχεδόν σαν κομπασμός».[3] Ίσως μάλιστα ο τίτλος του μπρεχτικού ποιήματος, που σε μια πιο ελεύθερη απόδοση θα μπορούσε να είναι «Δύσκολοι καιροί για την ποίηση», να δανείζει τον τίτλο στο δοκίμιο της Αναγνωστάκη, που βάζει το δικό της «Δύσκολοι καιροί» εντός εισαγωγικών. Δεν έχω, την ώρα που γράφεται το σημείωμα αυτό, υπόψιν μου τις μεταφράσεις του Μπρεχτ από τον Σαχτούρη, κάτι που θα άξιζε τον κόπο να ερευνηθεί.
Η ποίηση συνέχισε, πάντως, να γράφεται παρά τον Αντόρνο, με ρίμες ή χωρίς, και με αντικείμενο τη φύση και τον έρωτα, παρά τον Μπρεχτ. Και αν η Αναγνωστάκη ήδη μάχεται το 1960 υπέρ μιας διαφορετικού ύφους και τρόπου ποίησης, όπως αυτή του Σαχτούρη, με βάση τα όσα εκθέτει στο δοκίμιο αυτό, το ζητούμενό της είναι, διαισθάνομαι, βαθύτερο.
«Αποτέλεσμα της τέχνης είναι η ε μ β α θ ύ ν ο υ σ α έ ξ α ρ σ η». Αυτή και μόνη μπορεί να δώσει στην ανθρώπινη ψυχή ώθηση για ένα παραπάνω βήμα.»
Άραγε η έξαρση της προπολεμικής ποίησης κατηγορείται εδώ έμμεσα για ρηχότητα;
Και ποιό είναι ακριβώς το στοιχείο που προσδίδει στην έξαρση την ιδιότητα της «εμβαθύνουσας»;
Αμέσως πιο κάτω συσχετίζει η Αναγνωστάκη στίχους του Σαχτούρη με τον ακραίο ρεαλισμό της Χιροσίμα και των «Χιτλερικών στρατοπέδων συγκέντρωσης», κάνοντας λόγο για «απίθανες παραστάσεις διαστρέβλωσης του ανθρωπίνου σώματος και – αναπόφευκτα – και της ανθρώπινης ψυχής.»
Τα ακραία αυτά γεγονότα μοιάζει να είναι το «υλικό της αλήθειας», που τροφοδοτεί την ποίηση του Σαχτούρη, νομιμοποιώντας μάλιστα τη συγκεκριμένη μορφή που η ποίηση αυτή προσλαμβάνει.
Πολλά μπαίνει κανείς στον πειρασμό να σκεφθεί υπό το πρίσμα των σημερινών επιγνώσεών μας για τις απόψεις που διατύπωνε η κριτικός το μακρινό 1960. Νομίζω ότι όσοι και όσες στις μέρες μας εξακολουθούν να υπερασπίζονται μια ποίηση άμεσα, κυρίως όμως έμμεσα, εργαλειοποιημένη από κάποιαν ιστορική αναγκαιότητα (και όχι μια ποίηση που επιχειρεί να συνδιαλλαγεί διαλεκτικά και με έναν βαθμό αυτονομίας με την Ιστορία), κυρίως όμως όσες και όσοι «πατούν» επάνω στην επίκληση μιας υπηρετούμενης «αλήθειας» για να συνάγουν έναν ορισμένο ποιητικό τρόπο, θα μπορέσουν να καταπιούν αμάσητη την Αναγνωστάκη του 1960.
Αν έπρεπε πάντως να απαντηθεί πολύ γρήγορα η θέση της Ν.Α., και να ασκηθεί με αυτό τον τρόπο μια κριτική και στον Μίλτο Σαχτούρη, θα αρκούσε για τον σκοπό αυτό να επικαλεστεί κανείς τα περίπου συγκαιρινά ποιητικά επιτεύγματα του ομοτέχνου και φίλου του Νίκου Εγγονόπουλου. Το γράφω αυτό επειδή συχνά, διαβάζοντας τον Σαχτούρη, σκέφτομαι σχεδόν αυθόρμητα: κάτι τέτοιο θα το έγραφε ίσως και ο Εγγονόπουλος, αλλά πόσο πιο εκλεπτυσμένα, πόσο πιο ποιητικά, πόσο πιο χαριτωμένα! Θα παραπέμψω εδώ, αντί άλλων, στο «Ποίηση 1948» του Ν.Ε. Είναι ένας άλλος ποιητικός τρόπος, που πληροί, νομίζω, με το παραπάνω, τα ζητούμενα της Ν.Α. Αλλά πόσο πιο κομψά από τον Σαχτούρη.
Αυτό με οδηγεί, επίσης, να σκεφθώ: ο Σαχτούρης γράφει έτσι όχι επειδή τα σώματα και οι ψυχές έχουν ακρωτηριαστεί με αυτό τον συγκεκριμένο τρόπο στη φρίκη των πολέμων και των στρατοπέδων, αλλά επειδή αυτή είναι η ποιητική του ιδιοσυγκρασία. Όχι επειδή είναι τέτοια η πραγματικότητα αλλά επειδή έτσι επιλέγει αυτός να συνομιλήσει μαζί της. Τον θεωρώ, πάντως, για να εξηγούμαι, αθώο. Αυτό του άρεσε, αυτό μπόρεσε.
Θα μπορούσαμε να τον σκεφθούμε σαν έναν Γιόζεφ Μπόις της ελληνικής ποίησης; Ενδεχομένως ναι – αλλά πόσο μακριά μπορεί να οδηγήσει την τέχνη αυτού του είδους η «ντοκουμεντοποίησή της»; Φυσικά, αυτή δεν είναι μια συζήτηση που μπορεί να εξαντληθεί στο παρόν σημείωμα. Ας δούμε λίγο ακόμη την Αναγνωστάκη.
Τεκμηριώνει, στο ίδιο πάντα κείμενο, τη θέση της με συγκεκριμένες αναφορές στα ποιήματα. Σχολιάζοντας τον «Τρελό Λαγό» επισημαίνει: «Ο έντρομος ρυθμός του κόσμου που διαθλάται μέσα από ένα ζωντανό πλάσμα και το διαπερνά με κραδασμούς ηλεκτρικών εκκενώσεων. Φαρμακωμένο και καταδιωκόμενο ζώο ο άνθρωπος, και ρυθμός ζωής ο πανικός της αγωνίας του.» Αφού συγκρίνει, μάλιστα, τον «Τρελό Λαγό» με την «Τρελή Ροδιά» του Ελύτη επισημαίνει πως βεβαίως το ένα είναι προπολεμικό και το άλλο μεταπολεμικό ποίημα, και αυτό παίζει τον ρόλο του, ωστόσο κατά τη γνώμη της η θεμελιώδης διαφορά έγκειται στην διαφορετική ποιητική ιδιοσυγκρασία, όχι στη διαφορετική εποχή. Να μια σημαντική, εκ μέρους της, παραδοχή, που πολύ φοβάμαι ότι υπονομεύει ταυτόχρονα όλο της το εγχείρημα.
«Τι είναι αυτό που κάνει τον ποιητή και παίρνει μια τόσο απόλυτη θέση αμύνης απέναντι στα πράγματα; Ο Σαχτούρης πιστεύει, κι ίσως σ’ αυτό στηρίζεται όλη η ποίησή του, πως ό λ α σ ή μ ε ρ α μ ε τ α σ τ ο ι χ ε ι ώ ν ο ν τ α ι σε σημείο που να μη μπορούμε πια να τα αναγνωρίσουμε παρά με τη μέθοδο της παραποίησης ή της αντιστροφής. Πιστεύει πως όλα έχουν αποκτήσει το επικίνδυνο ύφος τα απρόσμενης μεταστροφής σα να αλλάζουν μπρος στα αθώα μας μάτια απίθανες μάσκες. Δεν εμπιστεύεται πια τίποτα: το αγαθό γίνεται δαιμονιακό· το απλό-γρίφος· το κακό -αθώο. Τίποτα δεν μπορεί να πει πως το ξέρει. Αγνοεί τι όψη ή τι δόντια θα του δείξει. Κάθε αξία καταρρέει και στη θέση της αναδύεται ένας τερατώδης συνδυασμός που κατασατυρίζει την πρωταρχική του υπόσταση και μας τρομοκρατεί όπως τα τζίνια και οι αφρίτ στα παραμύθια της Χαλιμάς.
Όλα έχουν αναποδογυρίσει τα πάνω-κάτω. Η τάξη των πραγμάτων που ξέραμε έχει ανατραπεί συθέμελα. Μ’ αυτά τα παράλογα λόγια αυτή η τρομερή αλήθεια λέγεται.
Κ’ η πεμπτουσία αυτής της αλήθειας, όπως δίνεται στο καταπληκτικό ποίημα «Η Αποκρηά». Η κατάλυση κάθε εορταστικού χαρακτήρα σ’ ό,τι ο άνθρωπος συνήθισε να πιστεύει σαν αποκορύφωση της ανέμελης χαράς: τη γιορτή της Αποκρηάς. Σ’ αυτή τη γιορτή συνήθως όλοι μ ε τ α μ φ ι έ ζ ο ν τ α ι. Ο Σαχτούρης μεταμφιέζει α υ τ ή τ η ν ί δ ι α τ η γ ι ο ρ τ ή από εορταστική σε επικήδεια:»
Ακολουθεί η παράθεση του γνωστού ποιήματος του Σαχτούρη: