μάκρυναν τα μαλλιά, τα γένεια / σα να ᾽μαι άρρωστος πολύ
κι όπως με παίρνει πάλι ο ύπνος / σιγά-σιγά έρχεται Εκείνη
κρατάει στο χέρι ένα μαχαίρι / με προσοχή με πλησιάζει
το μπήγει στο δεξί μου μάτι.
( «Ο Σταθμός» )
Τον Μίλτο Σαχτούρη για πολλά χρόνια προσπαθούσα να τον γνωρίσω από κοντά, και κάτι τέτοιο δε θυμάμαι να επιδίωξα ποτέ άλλοτε και για κανένα δημιουργό. Εκείνος πάλι – πάντα ευγενικά, όλο προφασιζόταν αρρώστιες και αδιαθεσίες. Ώσπου μια μέρα του 1998, με την παραίνεση του Λευτέρη Ξανθόπουλου, που του είχε δώσει κάποια ποιήματά μου, με δέχθηκε. Έκτοτε τον επισκεπτόμουνα τακτικά, άλλοτε μόνος και αργότερα, τα τελευταία 2-3 χρόνια, συνοδεύοντας την ανήμπορη, κι αυτή, σύντροφο της ζωής του, τη ζωγράφο Γιάννα Περσάκη.
Την Μεγάλη Παρασκευή του 2000 ήμουνα σπίτι του και κάποια στιγμή του είπα πως του οφείλω την παράταση της ζωής μου… Ζήτησε να του εξηγήσω τι εννοώ, να του πω με λεπτομέρειες πώς ακριβώς συνέβη ’κείνο το περιστατικό, το βράδυ της 30 Νοεμβρίου του 1996... “Του Άγιου Ανδρέα” συμπλήρωσε ! Ήτανε πια αργά για να το πάρω πίσω Και άρχισα την εξιστόρηση....
Το πρωί εκείνης της μέρας Μίλτο, μετά από συμβιβασμένες όσο και συνοπτικές διαδικασίες, είχα πουλήσει, μάλλον είχα ‘σκοτώσει’ για να ξεχρεώσω τον «Ραγιά», το εστιατόριο που με τόσο μεράκι είχα δημιουργήσει πριν 16 χρόνια.
Το ίδιο βράδυ, εν αγνοία μου, το προσωπικό είχε ετοιμάσει αποχαιρετιστήρια έκπληξη. Είχαν ειδοποιήσει και αρκετούς από συναδέλφους τους, που δούλευαν μαζί μας παλαιότερα, να ’ρθουν να τα πούμε και να πιούμε, να παίξουν πιάνο κι ακορντεόν, να τραγουδήσουμε… Εγώ, βέβαια, ήμουνα σε πολύ κακή διάθεση κι είχα αποφασίσει να μη ζήσω καθόλου εκείνο, το τελευταίο βράδυ. ‘Μια λαχτάρα λιγότερη’, που έλεγε κι ο Γιώργος Ιωάννου… Αυτοί όμως – όταν το έμαθαν, αναγκάστηκαν να θυσιάσουν τον αιφνιδιασμό της έκπληξης και να με παρακαλέσουν επίμονα να έρθω. Πήγα σέρνοντας βαριά τα πόδια μου σαν κατάδικος. Κάθησα στο bar κι ο Μίμης έβαλε το ουίσκι μου. Τότε αισθάνθηκα ένα τεράστιο βάρος να με συνθλίβει από το σβέρκο και τους ώμους μέχρι τα κάτω άκρα. Σα να’ χαν ρίξει στους ώμους μου ένα σακί τσιμέντο. Με κυρίευσε ένα δυνατό μούδιασμα στο στέρνο και στα χέρια μέχρι τα δάχτυλα. Ομολογώ πως τα ‘χρειάσθηκα’. Κρατώντας το ποτήρι, χωρίς να πω σε κανέναν τίποτα, πήγα με τρεμάμενα βήματα μέχρι μια πολυθρόνα στη γωνιά της εισόδου και κάθισα ανήμπορος. Οι άλλοι, θεωρώντας ότι είμαι απλά φορτισμένος και συγκινημένος, με άφησαν για λίγο μόνο. Απέναντι και διαγώνια ( στο τραπέζι με το νούμερο τρία ) έβλεπα καθαρά τον πεθαμένο πατέρα μου να τρώει και να πίνει με μια κοπέλα που, καθώς ήταν γυρισμένη, δεν μπορούσα να διακρίνω το πρόσωπό της. Είχα μια περίεργη αίσθηση πως ήταν η αγέννητη αδερφή μου… Χαρακτηριστικό είναι πως όταν σε λίγο με πλησίασε η κόρη μου, η Ρηνιώ, να ρωτήσει γιατί απομονώθηκα της είπα “κάτσε εδώ, σ’ αυτήν την πλευρά – να μη με βλέπουν από ’κείνο το τραπέζι. Είναι κάποιος που θέλω να αποφύγω απόψε”… Βλέποντας την ταραχή μου άρχισε να κλαίει, να ρωτάει τί μου συμβαίνει και να με παροτρύνει να φύγω, να πάω σπίτι, να ηρεμήσω. Αποφασιστικά ( και τότε άρχισε να υποχωρεί το βάρος και το μούδιασμα ) της είπα πως αυτοί επέμεναν να έρθω απόψε και, αφού ήρθα, θα μείνω. Μέχρι το τέλος. Αντιθέτως, αυτή πρέπει να πάει σπίτι για να μου φέρει απ’ το γραφείο μου – δεξιά, που είχα λίγα βιβλία, ένα μικρό-μοβ βιβλιαράκι του Σαχτούρη με τίτλο «Έκτοτε»…
Σε λίγο το κρατούσα στα χέρια μου και, αφού ήπια άλλη μια γερή γουλιά ουίσκι, διάβασα σε όσους στο μεταξύ είχαν μαζευτεί γύρω μας, με σταθερή και δυνατή φωνή το ποίημα της σελίδας 19 :