Χάρτης 4 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-4/pyxides/mikrh-klimaka-gioylh-anastasopoyloy-dhmhtrhs-karakitsos-basilikh-petsa-oyrsoyla-fwskoloy
H στήλη αυτή θα προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε θα δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής. Στόχος της στήλης είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής μικρομυθοπλασίας.
Θέμα: «Κατάπια τη γλώσσα μου»
Μαμά, ο κύριος Καπ σημειώνει τις δύσκολες μέρες των κοριτσιών στο σημειωματάριό του. Εντάξει, ακούγεται ιδιαίτερο αυτό, Λίλη, αλλά είμαι σίγουρη πως κάποιο λόγο έχει. Δεν έχει κανένα λόγο, είναι ηλίθιος και τον μισούμε. Λίλη, δε μιλάμε έτσι για τους καθηγητές μας στο σχολείο. Μα, για τον γυμναστή μιλάω, είναι ηλίθιος και δεν αρέσει σε καμία μας. Είναι λίγο ιδιαίτερο να μην αρέσει σε καμία σας. Να το συζητήσετε με τη σχολική σύμβουλο, τι θα έλεγες να ξεκινήσεις εσύ μια τέτοια πρωτοβουλία;
Μαμά, όλο μιλάς, κατάπιε τη γλώσσα σου! Λίλη, αν καταφέρεις να το διατυπώσεις σωστά θα την καταπιώ.
Μαμά, στην κυβίστηση ο κύριος Καπ ακουμπάει τον πωπό μας και μας σπρώχνει να κάνουμε τούμπα. Στην κατακόρυφη αναστροφή ακουμπάει τα μπούτια μας για να στηριχθούμε στον τοίχο. Αυτό, Λίλη, ακούγεται ιδιαίτερο. Σας ακουμπά το τεντωμένο ή το πόδι στήριξης; Στην κυβίστηση, σας ακουμπά τον πωπό με τα δυο του χέρια ή με ένα; Τοποθετεί την παλάμη του πλάγια στα οπίσθια ή αλλιώς; Νομίζω πλάγια. Να είσαι σίγουρη όταν μιλάς. Αλλιώς να καταπίνεις τη γλώσσα σου.
Μαμά, ο κύριος Καπ διαβάζει πότε έχουν περίοδο τα κορίτσια στο γραφείο των καθηγητών την ώρα του μεσημεριανού φαγητού, του φαγητού! Λίλη, αυτό είναι πραγματικά πολύ, πολύ ιδιαίτερο. Γιατί Λίλη, σκέψου.
Mαμά, τη στιγμή που τρώει μάς σκέφτεται να αιμορραγούμε ενώ μπουκώνει μπιφτέκια με κέτσαπ. Αυτή είναι μια πολύ καλή διατύπωση του τί μπορεί να συμβαίνει, Λίλη! Πειστική και αναλυτική. Κατάπια τη γλώσσα μου. Να, κοίτα! Αμμμμ. Τρέχα τώρα, το σχολικό.
Είναι ένα βενζινάδικο ψηλά, στη Ζώνη του Ωρίωνα, σε κάποιον μετεωρίτη, οι χταποδοκέφαλοι που το έχουν γέρασαν και ξεκούτιαναν. Διαστημικά λεωφορεία περνούν μόνο τρία τον χρόνο – δηλαδή θα βαράμε μύγες. Ο μισθός είναι χαμηλός αλλά για το φαγητό μας δεν θα βάζουμε μία. Επιπλέον, θα ’χουμε δωμάτιο με θέα και τραπέζι πινγκ-πονγκ, δυο ρεπό την εβδομάδα, πυραυλοκίνητο βαν για τις μετακινήσεις μας (σκέψου ότι ο Πεγκάσου, ο Κολίμπρι 98 και ο Ραγισμένος Απόλλωνας είναι πολύ κοντά, λέει η αγγελία, θα δούμε επιτέλους τα γαλάζια δάση). Καλό δεν ακούγεται; Μπορούμε να μείνουμε δυο-τρία χρονάκια, ώσπου να στρώσουν τα πράγματα. Εναλλακτικά, υπάρχει μια θέση στην Έριδα. Σε ένα βουλκανιζατέρ εξωγαλαξιακών σκαφών – ο μηχανικός τους βγαίνει στη σύνταξη. Είχα εργαστεί στην Έριδα, προτού γνωριστούμε, δίμηνη σύμβαση χωρίς ένσημα. Πιανίστας, ναι δεν κάνω πλάκα μωρό μου, σε ένα μπαρ-πορνείο στη μέση του πουθενά – κατάπιες τη γλώσσα σου; Αν δεν είχα πουλήσει το πιάνο, θα σου ’παιζα ένα κομμάτι τώρα. Το μπαρ το είχε (μπορεί να ζει ακόμη) ένας γερο-αχινόδερμος από τον Σείριο. Μέγας λάτρης της αρχαίας τζαζ, η διακόσμηση του μαγαζιού θύμιζε Νέα Υόρκη του 1900 – ούτε στο φεγγάρι δεν μπορούσαν να παν τότε οι δικοί μας. Κι εγώ, ντυμένος σαν τζαζίστας απ’ το Χάρλεμ, έπαιζα ένα κομμάτι με τίτλο «Harbor light rag». Όλο το απόγευμα, χωρίς σταματημό, παρά για να πιω μπίρα ή να ανάψω τσιγάρο, αναπολώντας τα ηλιοβασιλέματα του Σουνίου.
Τα γατιά εσένα δεν σ’ αρέσανε, τα ’διωχνες. Τους φώναζες τσσσσιτ τσσσσιτ και κοπανούσες το πόδι σου στην άσφαλτο κι ας με έβλεπες να σκύβω και να απλώνω όλο χαρά το χέρι για να τα χαϊδέψω. Εκείνα μας κοίταζαν για μια στιγμή, πρώτα εσένα, με απορία, κι έπειτα, με απέχθεια, εμένα, κι εξαφανίζονταν με χαμηλωμένη την ουρά τους. Όπως τότε, στις διακοπές, που με έβγαλες για ψάρι –«θα σε πάω εγώ», είπες− κι εκείνα μαζεύτηκαν με ήσυχη προσδοκία γύρω από το τραπέζι μας. Τους έριχνα κλεφτές ματιές ενώ εσύ ρητόρευες και χώριζες με επιδέξιες κινήσεις το σώμα του ψαριού σου. Ξάφνου άρπαξες ένα ποτήρι νερό και το άδειασες απότομα προς το μέρος τους. Τα γατιά σκόρπισαν, νιαουρίζοντας με παράπονο. Εγώ δεν είπα τίποτα, μόνο κατάπια τη γλώσσα μου, αυτή που μου είχες συστήσει τόσο επιτακτικά να πάρω. «Είναι η εποχή τους», αποφάνθηκες. Είχατε κάποτε ένα σκάφος, μου είχες εξηγήσει, και πηγαίνατε βόλτες. Ήξερες. Ίσως μάλιστα αγόραζες κι εσύ ένα, ήταν στόχος σου. Μήνες μετά εμφανίστηκαν μπροστά μου στο youtube βίντεο με θάλασσες και αλιευτικά, από εκείνα τα βράδια που παρακολουθούσα μαζί σου, για παρέα, ψάρεμα γιγαντιαίων τόνων. Σε ηρεμούσε. Είχα καιρό να σου μιλήσω κι εσύ είχες πάψει από περισσότερο καιρό να μου απαντάς. «Σου έφαγε η γάτα τη γλώσσα», σου έγραψα. Δεν θα κατάλαβες, θα νόμισες άλλο, όμως εγώ είχα προλάβει, τότε, πριν τις καταβρέξεις, να ταΐσω μία από δαύτες, όσο εσύ τσέκαρες τα επαγγελματικά emails στο κινητό σου. Ασπρόμαυρη ήταν, θυμάμαι, και με μακριά μουστάκια.
Είχα μόλις γυρίσει απ’ το σχολείο, όταν άκουσα τη μάνα μου να λέει για τον καημένο τον Γιαννάκη. Πέθανε, λέει, από αναρρόφηση στον ύπνο του. Νόμιζα στην αρχή πως κάτι βγήκε απ’ το ταβάνι και τον ρούφηξε. Ένα τεράστιο στόμα που άνοιξε, πήρε βαθιά ανάσα και εισέπνευσε το αγόρι της γειτόνισσας. Η Παναγία αναλήφθηκε, μας έλεγαν στο κατηχητικό. Ο Γιαννάκης αναρροφήθηκε. «Γύρισε προς τα πίσω», μου είπαν πιο μετά, «τί δεν καταλαβαίνεις;». Κατάπιε, λέει, τη γλώσσα του. Για πολύ καιρό παρατηρούσα με τρόμο τα στόματα των δικών μου και το μοχθηρό ανήσυχο ζωάκι που κρυβόταν εκεί, έτοιμο να επιτεθεί. Μέχρι να τελειώσω το δημοτικό, ξάπλωνα μπρούμυτα και δάγκωνα τη γλώσσα μου με δύναμη, για να ματώσει. Ψιθύριζα το Πάτερ Ημών πέντε, δέκα, καμιά φορά και είκοσι φορές, μήπως με λυπηθεί ο Θεός και καταφέρω να ξυπνήσω πρώτη. Γέλασες όταν μέθυσα και το διηγήθηκα μπροστά σε όλους. Θυμάμαι το στήθος σου που αχνοφαινόταν σα νησί στην ομίχλη και μια ανοιχτόχρωμη τούφα που γλιστρούσε μια εδώ και μια εκεί, ώσπου χανόταν μες στη μπλούζα σου. Κάποια στιγμή —προχτές το απόγευμα— το ένιωσα κι εγώ: ζεστή και μαλακιά, η γλώσσα μου γλίστρησε σαν καραμέλα ή σαν γουλιά νερό κι ούτε που το κατάλαβα πώς την κατάπια. Το είχα πάρει απόφαση: να ’ρθω, να σε φιλήσω, γυμνή να σε αγγίξω με τα χέρια μου και να σου πω χωρίς ντροπή επιτέλους μια φορά όλα αυτά που εδώ και χρόνια έπρεπε και τώρα —βλέπεις;— δεν μπορώ ούτε αυτό να_