Σοφία ορθή, σήμερα, 31 Φεβρουαρίου, κατά κόσμον 3 Μαρτίου, αν μετρώ σωστά, πρώτη Κυριακή της άνοιξης του 2019, βρεθήκαμε προσκεκλημένοι στη λιακάδα, σε μία από εκείνες τις μετά θάνατον συναντήσεις αγωνιστών της ανάστασης που κήρυξε ο Νίκος Χουλιαράς, στο ευφρόσυνο νησί της λίμνης που κυκλώνουν τα βουνά, γιατί άλλωστε τι είναι η πατρίδα μας, αν δεν είναι οι λευκές σελίδες των κορυφών των βουνών που ονομάζονται νησιά και των νησιών που επιπλέουν στα κύματα του εδάφους και ονομάζονται βουνά.
Έχοντας ήδη εντοπίσει, με φιλάνθρωπη εμμονή, αγιοτοιχογραφίες του οσίου Θουκυδίδη και άλλων, αλλά και το σπίτι που ήταν άλλοτε του παππού, έχοντας ήδη εκτίσει διαδρομές, αγορεύοντας και ζαγορεύοντας με τον σπουδαίο γλύπτη και αδελφό του φίλου μας, ας υπενθυμιστούν οι εξής δύο μόνον παρατηρήσεις.
Πρώτον, ο Νίκος Χουλιαράς υπήρξε τριφυής καλλιτέχνης: ηχοχρωμάτων, χρωμάτων & σχεδίων και ήχων & σημασιών των λέξεων, που επίσης διφυώς διακλαδίζονται σε μονάδες πεζικού και ιππικού. Το γεγονός αυτό προσέφερε μια ακόμη πρόφαση για εκείνους που όλα θέλουν να τα κατατάσσουν.
Δεύτερον, η λογοτεχνία είναι επίσης μια διαδικασία που γεννά μορφές που με εμάς συγκατοικούν, μορφές όπως η Μαντάμ Μποβαρύ ή η πάπισσα Ιωάννα στα καθ’ ημάς. Και μία από τις πολύ λίγες νεότερες ελληνικές μορφές είναι ασφαλώς ο Λούσιας.
*
Ας συνεχίσω τώρα λέγοντας ότι μου ζήτησαν «Μια απάντηση στον Νίκο Χουλιαρά», αλλά δεν ξέρω ποια είναι η ερώτηση, καθώς οι απαντήσεις, όπως γνωρίζουν όσοι ακούνε, είναι περισσότερες από τις ερωτήσεις και αυτό προκαλεί μελαγχολία, για την οποία εύθυμα μιλούν όσοι αρνούνται με έναν καθώς πρέπει τρόπο να γράφουν, επιστρέφοντας διαρκώς στον τόπο τους. Γιατί, «πατρίδα μου είναι το λευκό χαρτί», όπως έλεγε. «Σ’ αυτήν εκεί τη λακουβίτσα εγώ την είδα την πατρίδα μου. Μεγάλη, μαύρη, γεμάτη ζάρες και μυστικά» ήταν άλλωστε «τα λόγια που είπε ο Μάρκος Μπότσαρης στο λόρδο Byron, στα ελληνικά και χωρίς την παρουσία διερμηνέως, στη συνάντηση που όρισε γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ο Νίκος Χουλιαράς».
Είναι μια σκάλα η γλώσσα μας, όπου οι λέξεις ανεβοκατεβαίνοντας σκαλώνουν, αφήνοντας μισάνοιχτο το στόμα, καθώς «κάποιος σφυρίζει μέσα μου έναν παλιό σκοπό» και με κάνει να ξεχνώ ποιος φυλά απόψε σκοπιά «στο σπίτι του εχθρού μου». Είναι μήπως αλήθεια ότι «ο χρόνος δεν με θέλει πια»; Είναι μήπως αλήθεια πως δεν έχει άλλον τρόπο να δικαιώνει ο θάνατος παρά μόνον αδικώντας όλους, «γράφοντας, με σταθερά γράμματα, τη μελαγχολική φράση: Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΙΣΟΒΙΑ». Ίδιες με τα χρώματα, ίσως και τα ηχοχρώματα, οι λέξεις. «Απλώς μιλάνε άλλη γλώσσα.» Κάθε λέξη χίλιες εικόνες που με τριγυρίζουν. Συνεχίζω εσωτερικές διαδρομές. Συνεχώς μια ψιλή βροχή. Η «ακατάσχετη μαύρη βροχούλα των λέξεων που τρέχει πάνω στα σκόρπια φύλλα του χαρτιού και τους κλείνει τη θέα προς τα πάνω». Σταγόνες γεμίζουν αργά τη λίμνη. «Όλα μες στο κεφάλι μου βρίσκονται. Ακόμα και τα Γιάννενα, κι αυτά, μες στο κεφάλι μου τα ‘χω.»
Κάποιες φορές θυμάμαι αλλού μιαν άλλη ήπειρο να σκέφτομαι, με Ήττα και όλα κεφαλαία, από όπου κατέβηκαν οι πρόγονοι του πατέρα μου, που με συγκίνηση θυμόταν να τον έχουν υποδεχθεί όταν κάποτε βρέθηκε στους Χουλιαράδες. Είχα έρθει για λίγες ημέρες από την Αμερική και ο Νίκος ήταν ο πρώτος φίλος πάνω στον οποίο έπεσα. Είχε μόλις αρχίσει να εφαρμόζεται το μονοτονικό. Πώς θα ξέρουμε ποιοι είμαστε αν καταργηθούν εντελώς οι τόνοι, είπαμε γελώντας και πήγαμε και καθίσαμε να καταγράψουμε ποιους να καλέσουμε σε ένα πάρτι μονοτονίας, αλλά μας έφεραν ποτά και μαχαιροπήρουνα, αντί για κουτάλια, και ξεχαστήκαμε και κάναμε μόνοι μας το πάρτι. Τι το θες το κουταλάκι; Αλλά αυτή δεν είναι η ερώτηση. Δεν είναι ποτέ χλιαρά τα κοχλιάρια στη ζεστή σούπα του μυαλού.
«Αυτός ο άνθρωπος που βλέπω τώρα να περπατάει μονάχος του κόντρα στον άνεμο … θα πρέπει να 'ναι ο παππούς μου. Απομακρύνεται σκυφτός, καπνίζοντας, όπως θα κάπνιζε αν ζούσε.» Μας λείπουν όταν φεύγουν οι δικοί μας και οι φίλοι, ενώ δεν θα μας έλειπαν αν ήταν εδώ, αλλά δεν ήμασταν εμείς, ενώ θα λείπαμε όλοι, αν ήμασταν εδώ και δεν βλεπόμασταν. Αυτά που τώρα ακούς δεν έχει σημασία ποιος τα λέει, αλλά έχει σημασία αν τα ακούς και τι πρόκειται να κάνεις. Σε σχέδια, ζωγραφιές, γραπτά χιλιάδες, έχει πει η ανιψιά του Νίκου Χουλιαρά, να καταγράφει «τον θυμάμαι με την ίδια ευκολία που έφτιαχνε τις χρωματιστές πινακίδες «ΤΙΜΑΙ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑΙ» και «ΕΙΜΕΘΑ ΑΣΥΝΑΓΩΝΙΣΤΟΙ» στο μαγαζί του παππού».