(Χρόνια αργότερα, όταν όλα πια είχαν αλλάξει, αντικαθιστώντας μετεωρολόγους σε ιδιωτικές τηλεκπομπές που πήραν τη θέση των ειδήσεων, προγνωσιολόγοι αναφέρονταν σε εξελίξεις που επιφύλασσε η λογοτεχνία.)
Κορτάσαρ: Η λογοτεχνία ως πρόγνωση
Στις 23 Αυγούστου 2010 συμπληρώθηκαν εννέα ημέρες από τότε που τα αυτοκίνητα δεν προχωρούσαν περισσότερο από ένα χιλιόμετρο την ημέρα στον ταχείας κυκλοφορίας αυτοκινητόδρομο, που οδηγεί από την εσωτερική Μογγολία στο Πεκίνο. Ξαφνικά μια αύξηση στον αριθμό φορτηγών που μετέφεραν κάρβουνο και άλλες προμήθειες στην πρωτεύουσα της Κίνας και η έναρξη επισκευών στον δρόμο προκάλεσαν μποτιλιάρισμα χιλιάδων οχημάτων, για περισσότερα από 100 χιλιόμετρα. Τα αυτο-ακίνητα οδήγησαν στη δημιουργία μιας επιτόπου οικονομίας, με εμπόρους να πουλούν νερό, φαγητό και τσιγάρα υπερτιμημένα στους οδηγούς. Όταν ανταποκριτής του γαλλικού πρακτορείου επιτέλους έφτασε εκεί την δωδέκατη ημέρα, το μεγαλύτερο μποτιλιάρισμα στην έως τότε ιστορία του κόσμου είχε λήξει.
Η
αδρανοποίηση οχημάτων για πολύ μεγάλο διάστημα σε δρόμο ταχείας
κυκλοφορίας – που δημιουργεί μικρο-οικονομίες εμπορευμάτων και σχέσεων,
κοινωνικά διαβαθμισμένων, αναλόγως της μάρκας του αυτοκινήτου – είχε
προσυμβεί σε δρόμο προς τη νότια Γαλλία, στον «Αυτοκινητόδρομο του
νότου» (La autopista del sur), όπως ονομάζεται η ιστορία αυτή στη
συλλογή Όλες οι φωτιές η φωτιά (Todos los fuegos el fuego, 1966) του Julio Cortázar.
Σε
γράμμα προς τη Νεοϋορκέζα μεταφράστριά του και προπομπό της
μεταφρασεολογίας Suzanne Jill Levine, ο Αργεντινός συγγραφέας αναφέρει
ότι, ενώ Βρετανός παραγωγός σκεφτόταν τη μεταφορά της ιστορίας στην
οθόνη, κάποιος άλλος παρουσίασε την ιδέα στον Jean-Luc Godard, που δεν
γνώριζε την προέλευσή της. Καθώς δεν συμμετείχε στη διαμόρφωση της
ταινίας, δεν θεωρεί σωστό να μετονομαστεί σε Week-end ο τίτλος του
διηγήματος σε μετάφραση στα αγγλικά, καταλήγει η επιστολή.
Με Week-end (1967) τελειώνει η πρώτη μεγάλου μήκους επταετία του Γκοντάρ, που άρχισε Με κομμένη την ανάσα
(1960). Σε οκτάλεπτο τράβελινγκ ενός μποτιλιαρίσματος παγιδεύεται
ζευγάρι φεύγοντας από το Παρίσι. Πρόκειται για ταινία που διαβάζει τον
εαυτό της και λέει στον θεατή ποια πρέπει να είναι η ανάγνωση, αλλά
ταυτόχρονα λέει ότι η ανάγνωση αυτή είναι ανακριβής, παρατήρησε
κριτικός. Γεννημένος στο Παρίσι από Προτεστάντες Γαλλο-Ελβετούς γονείς,
με διάσημους θεολόγους στην οικογένεια, ο Γκοντάρ δεν ενδιαφερόταν για
τον κινηματογράφο, έχει πει, πριν διαβάσει το Περίγραμμα μιας ψυχολογίας
του σινεμά του Μαλρώ. «End of Cinema» δηλώνουν οι τίτλοι τέλους στην
ταινία Week-end.
Ο Γκοντάρ απέκτησε και ελβετική υπηκοότητα το 1953. Ο
Κορτάσαρ απέκτησε και γαλλική υπηκοότητα το 1981, όπως και ο Κούντερα. Ο
Γάλλος πρόεδρος Σιράκ παρασημοφόρησε την ηθοποιό Mireille Darc το 2006.
Τη δεκαετία του 1980 η καριέρα της είχε διακοπεί από εγχείρηση καρδιάς
μετά από σοβαρό τραυματισμό σε ατύχημα με αυτοκίνητο, την εποχή που
χώριζαν με τον Αλέν Ντελόν. Στην ταινία του Γκοντάρ το 1967 η Μιρέιγ
Νταρκ μετά βίας καταφέρνει να βγει από αυτοκίνητο που τυλίγεται στις
φλόγες, αναστατωμένη φωνάζοντας «Η τσάντα μου Hermès!».
Ο
Χούλιο Κορτάσαρ γεννήθηκε ως Julio Florencio, στις 26 Αυγούστου 1914,
στις Βρυξέλλες, όπου υπηρετούσε ο πατέρας του στην πρεσβεία της
Αργεντινής. Οι γονείς του είχαν ζήσει στη Ζυρίχη, τη Γενεύη και τη
Βαρκελώνη, πριν επιστρέψουν στο Μπουένος Άιρες, όπου χώρισαν και πήραν
διαζύγιο. Μικρός έτρωγε το «ρο» και οι συμμαθητές του στο σχολείο τον
κορόιδευαν «βελγικό» (belgicano). Ασθενικό παιδί, πέρασε μεγάλο μέρος
της παιδικής του ηλικίας στο κρεβάτι διαβάζοντας βιβλία, όπως του
Ιουλίου Βερν, που επέλεγε η μητέρα του. Στον Θησέα και τον Μινώταυρο
αναφέρεται το θεατρικό του έργο Οι βασιλείς (Los Reyes, 1949).
Με
τροχόσπιτο κυκλοφορεί σε ένα από τα τελευταία βιβλία του, που συνέγραψαν
με τη σύζυγό του, την Καναδή συγγραφέα και φωτογράφο Carol Dunlop. Οι
αυτοναύτες του κοσμοδρόμιου (Los autonautas de la cosmopista), που
εκδόθηκε ταυτόχρονα σε ισπανική και γαλλική εκδοχή, είναι ένας
ταξιδιωτικός οδηγός. Πρόκειται για ένα ταξίδι κατά μήκος του
αυτοκινητόδρομου, που έκανε το ζευγάρι, Μάιο και Ιούνιο του 1982, από το
Παρίσι στη Μασσαλία ή από τη στιγμή που άρχισαν να ταξιδεύουν έως το
άπειρο.
Η Κάρολ Ντάνλοπ πέθανε το 1982. Ο Κορτάσαρ το 1984, από
λευχαιμία στο Παρίσι, όπου είχε εγκατασταθεί το 1951. Στο τέλος τον
φρόντιζε η πρώτη του σύζυγος και κληρονόμος του Aurora Bernárdez. Είχαν
παντρευτεί το 1953 και χωρίσει λίγο πριν από το 1968. Πρωτομαγιά του
2009 κυκλοφόρησαν τα Αναπάντεχα χαρτιά (Papeles inesperados), 472
σελίδες με ανέκδοτα κείμενα και σκόρπιες δημοσιεύσεις, οι οποίες δεν
είχαν συμπεριληφθεί σε βιβλία.
Ο Κορτάσαρ αγαπούσε τη τζαζ, τη
ζωγραφική, τη φωτογραφία. Ταξίδευε. Περπατούσε. Σε Κυνηγό (El
Perseguidor, 1959) εξελίσσεται ο Charlie Parker. Στο Κουτσό (Rayuela,
1963) γίνεται αναφορά στο Αλεξανδρινό κουαρτέτο του Λώρενς Ντάρελ, που
μετέφραζε στα ισπανικά η γυναίκα του, όταν εκείνος έγραφε το
μυθιστόρημα. Ο ίδιος μετέφρασε την Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πιμ από
το Ναντάκετ του Έντγκαρ Άλαν Πόε. Ενώ εργαζόταν ως ανεξάρτητος
μεταφραστής για την UNESCO, σχεδίαζε πώς θα εξισπανίσει τον Ροβινσώνα Κρούσο.
Τον τίτλο της (πρώτης καθ’ ολοκληρίαν στα αγγλικά) ταινίας του Αντονιόνι Blow-Up
(1966), την οποία ενέπνευσε, υιοθέτησε σε αγγλική μετάφραση η ιστορία
του Κορτάσαρ «Τα σάλια του διαβόλου» («Las babas del diablo», 1958), ένα
από τα Μυστικά όπλα
(Las armas secretas, 1959). Στο διήγημα μεταλλάσσεται ιστορία
που του είχε πει ο Sergio Larraín Echeñique, ο οποίος μόνον όταν τις
εμφάνισε ανακάλυψε ότι ένα ζευγάρι «κρυβόταν» σε φωτογραφίες της Νοτρ
Νταμ που είχε βγάλει. Ακολουθώντας την εννεαγράμματη διδασκαλία του
Βολιβιανού γκουρού Oscar Ichazo, αυτός ο πιο διάσημος Χιλιανός
φωτογράφος αποσύρθηκε σε ορεινό καταφύγιο για να αφοσιωθεί στην
καλλιγραφία και τον διαλογισμό. Το 1992 αμερικανικό δικαστήριο απέρριψε
αγωγή για παραβίαση κοπυράιτ σε σχέση με το Εννεάγραμμα της
Προσωπικότητας.
Η
πρώτη ιστορία του Κορτάσαρ που προκάλεσε προσοχή ήταν ένα «Σπίτι υπό
κατάληψη» («Casa tomada», 1946), η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Los anales de Buenos Aires υπό τη διεύθυνση του Μπόρχες και περιλαμβάνεται στη συλλογή Κτηνολόγιο (Bestiario),
που κυκλοφόρησε τον ίδιο χρόνο που έφυγε για το Παρίσι. Από κάποιο
σημείο μέσα στο μεγάλο, σιωπηλό πατρικό τους σπίτι, όπου ζουν μόνοι με
την ανύπαντρη αδερφή του, ο αφηγητής αρχίζει να ακούει θορύβους. Η Ιρένε
πλέκει όλη μέρα και ξεπλέκει μόλις η δουλειά της δεν την ικανοποιεί.
Υλικά φέρνει ο αδερφός της, που είναι συλλέκτης γαλλικής λογοτεχνίας,
όταν πηγαίνει σε βιβλιοπωλεία. «Αναγκάστηκα να κλείσω την πόρτα του
διαδρόμου. Πήραν το πίσω μέρος», της λέει. Χαίρονται που μειώθηκαν οι
χώροι που χρειάζεται να καθαρίζουν. Λυπούνται που δεν πρόλαβαν να πάρουν
κάποια προσωπικά αντικείμενα.
Πλησιάζουν
και άλλο οι θόρυβοι από αόρατους, απροσδιόριστους εισβολείς. Θα
χρειαστεί να εγκαταλείψουν το σπίτι. Ο αφηγητής κλειδώνει και πετά στον
υπόνομο το κλειδί. Κάνουν θόρυβο οι ιοί ή μόνο μια πανδημία ανθρώπων
θορυβεί; Το σπίτι που περιγράφεται στην ιστορία, λένε, υπάρχει στην πόλη
Τσιβιλκόι στην επαρχία του Μπουένος Άιρες, στη διασταύρωση των οδών
Σουιπάτσα και Nεκοτσέα, που είναι ονόματα πόλεων που παραπέμπουν στον
αγώνα της ανεξαρτησίας.
«Όσοι δεν γνωρίζονται δεν μπορούν να καταλάβουν ο ένας τον άλλον», παρατηρεί ένα κρονόπιο, που εμφανίζεται στα Αναπάντεχα χαρτιά, όταν, μετά από αυτοκινητικό ατύχημα που έχει, έρχονται αστυνομικοί, οι στολές των οποίων του προκαλούν απορία και αδυνατεί να απαντήσει στις ερωτήσεις τους.
Στον ίδιο τόμο με αθησαύριστα κείμενα φιλοξενείται ένα αγνώστου ημερομηνίας τετράστιχο ποίημα, όπου χαρτογραφείται η πατρίδα (La patria):
(Patria de lejos, mapa,
mapa de nunca.
Porque el ayer es nunca
y el mañana mañana.)
Πατρίδα από μακριά, χάρτης,
χάρτης του ποτέ.
Γιατί το χθες είναι ποτέ
και το αύριο αύριο.