Αγαπητέ Νίκο Χουλιαρά

Φωτ. Γιάννης & Μιχάλης Κατούφας
Φωτ. Γιάννης & Μιχάλης Κατούφας

Αγα­πη­τέ Νί­κο Χου­λια­ρά,

τώ­ρα σου γρά­φω μέ­σα απ' την ήσυ­χη νύ­χτα του χαρ­τιού και τη σιω­πή μιας υγρής βρα­διάς του Ια­νουα­ρί­ου. Εί­ναι μα­κρύς κι αυ­τός ο χει­μώ­νας και λέω, ατε­νί­ζο­ντας κα­τά­μα­τα το φεγ­γά­ρι, πως η ζωή εί­ναι ισό­βια. Ναι, ισό­βια εί­ναι όταν η σκιά ενός νοη­τού σώ­μα­τος ξα­πλώ­νει σαν σύν­νε­φο πά­νω απ' την πό­λη και γνω­ρί­ζεις τ' όνο­μά της. Ισό­βια εί­ναι όταν μα­ντεύ­εις το άλ­λο της μι­σό και το ανα­ζη­τάς με αγω­νία πί­σω από πόρ­τες σφα­λι­στές και σε ξε­κούρ­δι­στους θρύ­λους, για να το ανα­κα­λύ­ψεις τε­λι­κά στα πί­σω δω­μά­τια του νου σαν το χιό­νι που ήξε­ρες. Σαν το χιό­νι που, πριν λιώ­σει, σού αντι­στά­θη­κε.
Ισό­βια γί­νο­νται όλα όταν ξέ­ρεις το όνο­μα της αγά­πης και δεν πε­ρι­μέ­νεις τη ζωή ως την άλ­λη φο­ρά. Κι εγώ, που έμα­θα τις λε­πτο­μέ­ρειες του μαύ­ρου κοι­τώ­ντας το χιό­νι, κι εκεί­νη, που αρ­γά μες στον ύπνο μου πέρ­να­γε, εί­μα­στε οι πιο κα­λά προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι θα­να­το­ποι­νί­τες. Για­τί ζή­σα­με μες στη λάμ­ψη του σαρ­κι­κού κα­τα­σπα­ράγ­μα­τος του άλ­λου. Για­τί κα­τοι­κη­θή­κα­με και κοι­τά­ξα­με απ' τα πα­ρά­θυ­ρα ενός άλ­λου κορ­μιού τον κό­σμο.
Υπάρ­χουν δέ­ντρα εκεί έξω. Υπάρ­χουν πολ­λά κα­τοι­κί­δια δέ­ντρα στις εξο­χές του νου. Για να πια­στούν στα γυ­μνά τους κλα­διά οι κόκ­κι­νες κλω­στές του ονεί­ρου (πε­ρί αί­μα­τος πρό­κει­ται και τρα­γω­δί­ας) ή για να κρε­μά­σεις ένα κλου­βί. Μες στο κλου­βί μια φω­νή θα κε­λαη­δά­ει, ισό­βια κι αυ­τή. Επει­δή το σπί­τι που βρή­κε, όταν ήταν άστε­γη, ήταν μό­νο ένα συρ­μά­τι­νο κλου­βί. Δε­σμώ­τες μιας με­λαγ­χο­λι­κής ομορ­φιάς, γρά­φου­με και τρα­γου­δά­με τις σκιές των δέ­ντρων στο πέ­ρα­σμα μιας μέ­ρας με πο­λύ φως. Πο­λύ φως ση­μαί­νει και πολ­λές λε­πτο­μέ­ρειες του μαύ­ρου, αυ­τό λέ­ει κε­λαη­δώ­ντας το που­λί. Μπο­ρεί να εί­ναι ένα κα­να­ρί­νι ή ένα κο­τσύ­φι. Πα­ρα­μέ­νο­ντας στο κλου­βί, μπο­ρεί να στέ­κε­ται σ' ένα κα­λώ­διο γυ­μνό ή πά­νω σ' έναν ξε­φλου­δι­σμέ­νο κορ­μό όπου πολ­λοί πε­ρα­στι­κοί έγρα­ψαν τ' όνο­μά τους. Μπο­ρεί να φα­ντά­ζε­ται το Ακα­πούλ­κο, τη Μα­κρυ­νί­τσα ή την Αντί­πα­ρο. Τη δρο­σε­ρή φυλ­λω­σιά μιας πι­κρο­δάφ­νης, μια ορει­νή υψο­φο­βία (για­τί φο­βού­νται και τα που­λιά το ύψος της ζω­ής) ή μια ζε­στή φω­λιά στα πε­δι­νά. Μπο­ρεί να φα­ντά­ζε­ται τα πά­ντα. Προ­πα­ντός, μπο­ρεί ν' αγα­πά.
Πολ­λοί θέ­λουν σή­με­ρα να γί­νουν σκο­πευ­τές. Όχι για να σκο­τώ­σουν αυ­τό το συ­γκε­κρι­μέ­νο που­λί, το άπια­στο κι ονει­ρι­κό. Αλ­λά για να σκο­τώ­σουν κά­θε πι­θα­νή εκ­δο­χή του στο Ακα­πούλ­κο, στη Μα­κρυ­νί­τσα ή στην Αντί­πα­ρο. Στη δρο­σε­ρή φυλ­λω­σιά του, την ορει­νή ή την πε­δι­νή χα­ρά του. Για να το κρα­τή­σουν συ­νει­δη­το­ποι­η­μέ­νο μες στο κλου­βί. Για να ξέ­ρει κα­λά τη φυ­λα­κή του, τα κά­γκε­λα που το χω­ρί­ζουν απ' τον κό­σμο. Και προ­πα­ντός για να μην αγα­πά.
Ανή­κου­με στους σκο­πευ­τές των σκο­πευ­τών, Νί­κο Χου­λια­ρά. Δεν γνω­ρι­στή­κα­με πο­τέ κι όμως εί­ναι σαν να σε ξέ­ρω. Τρα­γου­δή­σα­με κά­πο­τε μα­ζί δια­σκευα­σμέ­να ηπει­ρώ­τι­κα, αλ­λά εσύ δεν ήσουν. Μπο­ρεί κι εγώ να μην ήμουν. Ήταν όμως τα τρα­γού­δια κι αυ­τό ση­μαί­νει πως ο χρό­νος εί­ναι πά­ντα με το μέ­ρος σου. Κι οι μωβ βι­τρί­νες των συ­νοι­κια­κών σφα­γεί­ων, που ζω­γρά­φι­ζες, μέ­νουν με το δι­κό μας. Εκτός κι αν, Νί­κο Χου­λια­ρά. Εκτός κι αν οι ζω­γρα­φι­σμέ­νοι σου σε θυ­μού­νται. Και γί­νου­με όλοι σκο­πευ­τές των σκο­πευ­τών.

(Το κεί­με­νο βα­σί­στη­κε σε ζω­γρα­φι­κά έρ­γα και τί­τλους βι­βλί­ων του Νί­κου Χου­λια­ρά)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: