Μπέκετ: Δουβλίνο

Τα γενέθλια της μητέρας μου, στις 16 Ιουνίου, διαδραματίζονται την ίδια ημέρα που ο Ιρλανδός «Οδυσσέας» διατρέχει το Δουβλίνο. Επομένως, ίσως ήταν αναπόφευκτο να μετακομίσω στην πρωτεύουσα της Ιρλανδίας, όπου θα έμενα μέχρι να ολοκληρωθεί, λίγο πιο πάνω από τη γέφυρα Τζέιμς Τζόυς, η γέφυρα Σάμιουελ Μπέκετ, καθιστώντας το τμήμα των νερών του ποταμού Λίφι ανάμεσα στις δύο γέφυρες ένα “ρεύμα συνείδησης” (stream of consciousness) ή εσωτερικού μονολόγου, όπως προέβλεπε επιστολογράφος στην εφημερίδα Irish Times. Όσο και αν ίστανται για τον εαυτό τους, οι τόποι διαρκώς υφίστανται μια ενσυνείδητη τοπολογία.
Πράγματι ο Μπέκετ ήταν ο λόγος της πρώτης μου επίσκεψης στο Δουβλίνο, όταν σπούδαζα στο Όρεγκον. Για τα γραμμένα στα αγγλικά βιβλία του πεζογραφίας κουβεντιάζαμε με τον Γκρέγκορι μεταμεσονύκτιες ώρες, καθισμένοι στα σκαλιά της βιβλιοθήκης, που έμενε ανοιχτή και μπορούσες να πας αφού τελειώσει κάποιο βραδινό πάρτι. Ετοίμαζε επί πτυχίω εργασία στη θεωρία συνόλων και ξεκούραζε από τα μαθηματικά το κεφάλι του αντιγράφοντας σελίδες από το καλλιγραφημένο Κελτικό Ευαγγέλιο (Book of Kells). Στο κολλέγιό μας δίδασκε ο επιφανέστερος καλλιγράφος στην Αμερική, στην επιρροή του οποίου στον Στιβ Τζομπς, στο διάστημα που ήταν φοιτητής εκεί, πρέπει να αποδοθούν τα εύσχημα εικονίδια στους υπολογιστές Apple, που έπειτα γενικεύτηκαν και σε άλλες οθόνες.
Λόγω των συζητήσεων για τον Μπέκετ, με τον Γκρέγκορι γίναμε συγκάτοικοι, σε ένα διώροφο σπίτι, με αχλαδιές στην αυλή, την ενοικίαση του οποίου είχα κληρονομήσει. Ερωτευμένος με Ιρλανδέζα, δεν μπορούσα να μείνω σπίτι της, όπου έμεναν και άλλοι. Με τον Γκρέγκορι διοργανώναμε «ιρλανδικές εβδομάδες», αγοράζοντας ένα σακί πατάτες, που βράζαμε, ψήναμε, τηγανίζαμε και μαγειρεύαμε με κάθε τρόπο, ενώ ετοίμαζα μια επί πτυχίω εργασία για την αναδραστική αντίληψη του χρόνου και του χώρου, που ήθελε να συνδέσει επιμέρους πειράματα Ιαπώνων και Αμερικανών ψυχολόγων, τα οποία είχαν ξεχαστεί, με ανεξάρτητες παρατηρήσεις του Χούσερλ.
Ο συγκάτοικός μου πήγε στο Δουβλίνο να δει το εικονογραφημένο Κελτικό Ευαγγέλιο, που φυλάσσεται στο Κολλέγιο Τρίνιτι, και ο ειδικός έφορος του χειρογράφου τον προσκάλεσε να παραμείνει ένα διάστημα ως βοηθός του. Ήταν καλή στιγμή να πάμε και εμείς, έχοντας βρεθεί στο Παρίσι και το Λονδίνο, όπου αφήσαμε τα πράγματά μας. Η φίλη μου είχε περισσότερους γνωστούς, καθώς ήταν σχεδόν είκοσι χρόνια μεγαλύτερή μου. Βιαστικά γεμίσαμε ένα βαλιτσάκι και πήραμε το τρένο, το οποίο από τη βόρεια Αγγλία θα έμπαινε σε φέρι, που θα διέσχιζε την ιρλανδική θάλασσα έως το Μπέλφαστ. Υπολόγιζα σε ένα Bushmills, το ουίσκι με την αρχαιότερη άδεια απόσταξης, στο μπαρ του ξενοδοχείου Europa, που ήταν συχνός στόχος βομβιστικών επιθέσεων. Στη Βόρεια Ιρλανδία, από όπου προερχόταν η φίλη μου, μόνιμη κάτοικος των ΗΠΑ πια, μαίνονταν οι Φασαρίες (the Troubles).
Η καταγωγή της, η φοιτητική μου βίζα, το γεγονός ότι προερχόμουν από χώρα υπό δικτατορικό καθεστώς και ένα βαλιτσάκι ως μόνες αποσκευές ήταν αδύνατον να διαφύγουν της προσοχής των Βρετανών μυστικών αστυνομικών, που απαγόρευσαν την αναχώρηση του φέρι με τα βαγόνια του τρένου ήδη μέσα, ενώ μας ανέκριναν σε χωριστά κελιά. Ίσως δεν βοήθησε ότι απάντησα καταφατικά, όταν με ρώτησαν αν ήταν δικά μου όλα τα πράγματα στο βαλιτσάκι, που ζήτησαν να ανοίξω. Ίσως δεν βοήθησε ότι, ανοίγοντάς το, το πρώτο που πετάχτηκε έξω ήταν ένα σουτιέν και, καθώς ήταν καθημερινή, ποτέ την Κυριακή, είπα. Μας άφησαν να φύγουμε μετά από ώρες. Στο Μπέλφαστ απέφυγα τη σύλληψη από Βρετανούς στρατιώτες, που μας πασπάτευαν για όπλα, γιατί απέσπασε την προσοχή μου η ερώτησή της αν είχαμε μαζί μας τον Μαλόν, χωρίς ευτυχώς να προσθέσει ότι «πεθαίνει», όπως δηλώνει ο τίτλος του Μπέκετ.
Μετά κατηφορίσαμε προς το Δουβλίνο, όπου είχαμε ραντεβού με τον Γκρέγκορι σε ένα ινδικό εστιατόριο. «Το θέλετε λιγότερο έντονο;» ρώτησε για το βινταλού ο σερβιτόρος, που έφυγε θορυβημένος από την απάντησή μας ότι το προτιμούσαμε παραδοσιακό. Αμέσως, από το διαχωριστικό της κουζίνας φάνηκε, με λευκό σκούφο, το κεφάλι του μάγειρα, που μας κοίταξε με απορία. Αν ήταν και η ημέρα καυτή, όπως το φαγητό, μπορεί να καταλήγαμε μέσα στον ποταμό Λίφι για να συνέλθουμε. Δεν υπήρχε ακόμη η σκέψη να κατασκευαστεί μια γέφυρα Μπέκετ, ο οποίος άλλωστε, μετά τον πόλεμο και την αντίσταση εναντίον των Γερμανών στη Γαλλία, έγραφε στα γαλλικά, μια άλλη γλώσσα όπου είχε καταφύγει, αφού ο Τζόυς κατέκτησε τη γλώσσα των Άγγλων κατακτητών της χώρας τους.

Ο Μπέκετ σε νεαρή ηλικία
Ο Μπέκετ σε νεαρή ηλικία

Δουβλίνο: Μπέκετ

Ποια είναι εκείνη η αξέχαστη φράση; Χόρεψε πρώτα. Σκέψου μετά. Είναι η φυσική σειρά. Ας δοκιμάσεις πάλι. Ας αποτύχεις πάλι. Ας αποτύχεις καλύτερα. Είναι τόσο ωραίο να ξέρεις πού πηγαίνεις, στα αρχικά στάδια. Σχεδόν σε ελευθερώνει από την επιθυμία να πας. Είσαι στη Γη. Δεν υπάρχει γιατρειά για αυτό. Όλοι γεννιόμαστε τρελοί. Μερικοί παραμένουμε. Τα δάκρυα του κόσμου είναι μια σταθερή ποσότητα. Για κάθε άτομο που αρχίζει να κλαίει κάπου αλλού κάποιος άλλος σταματά. Το ίδιο ισχύει και για το γέλιο. Δεν μπορώ να συνεχίσω, θα συνεχίσω. Έτσι είμαι. Είτε ξεχνώ αμέσως, είτε ποτέ δεν ξεχνώ. Τίποτε δεν είναι πιο αστείο από τη δυστυχία. Χρησιμοποιώ τις λέξεις που μου δίδαξες. Αν δεν σημαίνουν τίποτε πια, δίδαξέ μου άλλες. Ή άσε με στη σιωπή. Ιδού ο άνθρωπος με όλα του, που κατηγορεί τις μπότες για τα πόδια του. Τίποτε δεν είναι πιο αληθινό από το τίποτε. Οι λέξεις είναι το μόνο που έχουμε. Τι λένε; Μιλούν για τη ζωή τους. Να έχουν ζήσει δεν είναι αρκετό για αυτούς. Μην περιμένεις να σε κυνηγήσουν για να κρυφτείς, αυτό πάντοτε πίστευα. Για τον καθένα ο μικρός του σταυρός. Μέχρι να πεθάνει. Και να ξεχαστεί. Είμαι όλες αυτές οι λέξεις, όλες αυτές οι ξένες, αυτή η σκόνη από λέξεις, χωρίς έδαφος να σταθούν, χωρίς ουρανό να σκορπίσουν, που συγκεντρώνονται για να πουν, που διαφεύγουν η μία από την άλλη για να πουν, πως εγώ είμαι εκείνες, όλες, αυτές που ενώνονται, αυτές που διαχωρίζονται, αυτές που ποτέ δεν συναντώνται, και τίποτε άλλο, ναι, όμως κάτι άλλο, ότι είμαι κάτι εντελώς διαφορετικό, ένα εντελώς διαφορετικό πράγμα, ένα άλεκτο πράγμα σε ένα άδειο μέρος, ένα σκληρό κλειστό στεγνό κρύο μαύρο μέρος, όπου τίποτε δεν αναδεύεται, τίποτε δεν μιλά, και ότι ακούω, και ότι ψάχνω, όπως ένα θηρίο στο κλουβί γεννημένο από θηρία στο κλουβί γεννημένα από θηρία στο κλουβί γεννημένα από θηρία στο κλουβί γεννημένα σε κλουβί και νεκρά σε κλουβί, γεννημένα και μετά νεκρά, γεννημένα σε κλουβί και μετά νεκρά σε κλουβί, με δυο λόγια όπως ένα θηρίο, σε μια από τις λέξεις τους, όπως ένα τέτοιο θηρίο, και ότι ψάχνω, όπως ένα τέτοιο θηρίο, με την περιορισμένη μου δύναμη, τέτοιο θηρίο … Μετά ξαναμπήκα στο σπίτι και έγραψα, Είναι μεσάνυχτα. Η βροχή χτυπά στα παράθυρα. Δεν ήταν μεσάνυχτα. Δεν έβρεχε. Η δημιουργία του κόσμου δεν συνέβη μία και μόνο φορά για πάντα, αλλά συμβαίνει κάθε μέρα. Ναι, υπήρχαν φορές που ξεχνούσα όχι μόνον ποιος ήμουν, αλλά ότι ήμουν, ξεχνούσα να υπάρχω. Δεν υπάρχει απουσία κενού. Τα δάκρυα κυλούν στα μάγουλα από τα ανοιχτά μου μάτια. Τι με κάνει να κλαίω έτσι; Δεν υπάρχει τίποτε λυπηρό εδώ. Ίσως πρόκειται για υγροποιημένη φαιά ουσία. Οποιοσδήποτε ανόητος μπορεί να κάνει ότι δεν βλέπει, αλλά ποιος γνωρίζει τι βλέπει η στρουθοκάμηλος στην άμμο; Πάντοτε νόμιζα ότι η μεγάλη ηλικία θα ήταν η καλύτερη ευκαιρία ενός συγγραφέα. Όποτε διάβαζα ώριμα έργα … είχα την αυθάδεια να ταυτιστώ μαζί τους. Τώρα, η μνήμη έχει φύγει, όλη η παλιά επιδεξιότητα έχει εξαφανιστεί. Δεν γράφω ούτε μια πρόταση χωρίς να πω στον εαυτό μου «είναι ψέμα». Έτσι ξέρω ότι είχα δίκιο. Είναι η καλύτερη ευκαιρία που είχα ποτέ. Σιωπή, ναι, αλλά τι σιωπή! Γιατί ωραία να είσαι σιωπηλός, αλλά κανείς πρέπει επίσης να σκεφτεί για το τι είδους σιωπή επιβάλλει. Πρέπει να λες λέξεις, για όσο υπάρχουν – μέχρι να με βρουν, μέχρι να με πουν. Να μη θέλεις να πεις, να μην ξέρεις τι θέλεις να πεις, να μη μπορείς να πεις αυτό που νομίζεις ότι θέλεις να πεις, και ποτέ να μη σταματάς να λες, ή σχεδόν ποτέ, αυτό χρειάζεται να έχεις στο μυαλό σου ακόμη και στον οίστρο της σύνθεσης. Αν δεν με αγαπάς, δεν θα αγαπηθώ. Αν δεν σε αγαπώ, δεν θα αγαπήσω. Δεν είμαστε πια τα ίδια άτομα, εσύ πιο σοφό, αλλά όχι πιο λυπημένο, και εγώ πιο λυπημένο, αλλά όχι πιο σοφό, γιατί πιο σοφό δεν θα μπορούσα να γίνω χωρίς μεγάλες προσωπικές δυσκολίες, ενώ η λύπη είναι κάτι στο οποίο μπορείς να προσθέτεις όλη σου τη ζωή, έτσι δεν είναι, όπως σε μια συλλογή από γραμματόσημα ή απομιμήσεις αβγών, χωρίς να νιώθεις πολύ χειρότερα, έτσι δεν είναι. Τι γνωρίζω για τη μοίρα του ανθρώπου; Θα μπορούσα να σας πω περισσότερα για τα ραπανάκια. Πού θα πήγαινα, αν μπορούσα να πάω, ποιος θα ήμουν, αν μπορούσα να είμαι, τι θα έλεγα, αν είχα φωνή, ποιος το λέει αυτό, λέγοντας ότι είναι εγώ; Έτσι πρέπει να είναι η κόλαση, ψιλοκουβέντα, ενώ φλυαρεί η Λήθη, για τις παλιές καλές ημέρες όταν επιθυμία μας ήταν να είμαστε νεκροί. Να μη θέλεις να πεις, να μην ξέρεις τι θέλεις να πεις, να μη μπορείς να πεις αυτό που νομίζεις ότι θέλεις να πεις, και ποτέ να μη σταματάς να λες, ή σχεδόν ποτέ, αυτό χρειάζεται να έχεις στο μυαλό σου ακόμη και στον οίστρο της σύνθεσης. Πού θα πήγαινα, αν μπορούσα να πάω, ποιος θα ήμουν, αν μπορούσα να είμαι, τι θα έλεγα, αν είχα φωνή, ποιος το λέει αυτό, λέγοντας ότι είναι εγώ; Το τέλος βρίσκεται στην αρχή και ωστόσο συνεχίζεις. Να ήμουν πάντα αυτό που είμαι – και τόσο αλλαγμένος από αυτό που ήμουν. Αλλά είχε μετατρέψει, σιγά σιγά, μια διαταραχή σε λέξεις, είχε κάνει ένα μαξιλάρι από παλιές λέξεις, για το κεφάλι του. Γιατί θα είμαι μακριά, πριν αυτές οι γραμμές διαβαστούν, σε ένα μέρος όπου κανείς δεν θα ονειρευτεί να έρθει να με αναζητήσει. Όλα καταλήγουν σε ένα ερώτημα περί λέξεων, αυτό δεν πρέπει να το ξεχάσω, δεν το έχω ξεχάσει. Αλλά πρέπει να το έχω ξαναπεί, αφού το λέω τώρα. Είναι ο ρόλος των αντικειμένων να αποκαθιστούν τη σιωπή. Γιατί αυτός που κάποτε έπρεπε να ακούσει θα ακούει πάντοτε, είτε γνωρίζει ότι ποτέ δεν θα ακούσει οτιδήποτε πια, είτε δεν το γνωρίζει. Με άλλα λόγια, τους αρέσουν άλλα λόγια, χωρίς αμφιβολία, αν η σιωπή σπάσει μια φορά, δεν θα είναι ποτέ πια ολόκληρη.

[Όλες οι φράσεις, σε μεταφράσεις μου από τα αγγλικά, προέρχονται από τη μυθιστορηματική τριλογία του Μπέκετ Ο Μαλόν πεθαίνει (Malone Dies / Malone meurt, 1951), Μολόι (Molloy, 1951) και Ο ακατονόμαστος (The Unnamable / L’innommable, 1953), το μυθιστόρημα Watt (1953), που έγραψε ενώ περίμενε να τελειώσει ο πόλεμος, τη νουβέλα Worstward Ho (Εμπρός προς τα χειρότερα: παρήχηση του Εμπρός προς τη Δύση, 1983), τα θεατρικά έργα Περιμένοντας τον Γκοντό (Waiting for Godot / En attendant Godot, 1952), Το τέλος του παιχνιδιού (Endgame / Fin de partie, 1957) και Ευτυχισμένες μέρες (Happy Days / Oh les beaux jours, 1961) και το δοκίμιό του για τον Προυστ (1931).]


ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
————————————————

[Κάφκα] Aσιτία / Χάρτης
Καλβινισμοί / Χάρτης

Κορτάσαρ: Η λογοτεχνία ως πρόγνωση / Χάρτης
[Μπόρχες] Το βιβλίο των κατά φαντασίαν συγγραφέων / Χάρτης

Αγαπημένη Κάρινγκτον / Χάρτης
Άλισντερ Γκρέυ (1934-2019) / Χάρτης

Ο μάγος Οζ / Χάρτης
Γιατί δεν μου επιτρέπουν να διαβάζω όσα γράφω / Χάρτης

Το Αόρατο Μνημείο του Άγνωστου Ποιητή / Χάρτης

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: