Γνώρισα τον Νίκο Χουλιαρά στα γραφεία των εκδόσεων Νεφέλη, στις αρχές της δεκαετίες του 90. Φίλος στενός του Γιάννη Δουβίτσα, ενός ακόμη αγαπητότατου φίλου που έφυγε νωρίς, έδωσε στην Νεφέλη την ταυτότητά της, σχεδιάζοντας το λογότυπο και μια σειρά από θαυμάσια εξώφυλλα. Ήταν ένας αγαθός γίγαντας, ένας μελαγχολικός χιουμορίστας, ένας μάστορας ταγμένος στην αναμάγευση του κόσμου. «Γιατί και για τη μαγεία πρέπει κανείς να εργαστεί, να τη σώσει για να τον σώσει» είχε πει. Σωσμένος από τη μαγεία που περιέσωσε με ό,τι μέσο διέθετε, ο Χουλιαράς δημιούργησε ένα έργο που περιέχει την παράδοση και την πρωτοπορία, που αποθησαυρίζει την κοινή μας μνήμη και ταυτόχρονα διαρρηγνύει τα όρια της εντοπιότητας, μιλώντας για το υπαρξιακό βάσανο των ανθρώπων που είναι παντού το ίδιο.
Ήταν εκείνος που τραγούδησε όπως κανείς τα τραγούδια του τόπου του, κι έγραψε και τα δικά του, εκείνος που μπαινόβγαινε με απόλυτη άνεση στις τέχνες –από τη μουσική στη ζωγραφική, κι από εκεί στην πεζογραφία, με λίγες στάσεις, για ανάσα, ίσως, στην ποίηση– εκείνος που σε μια εποχή που ομνύει στην εξειδίκευση, κατάφερε να παραμείνει ολόκληρος με τις λέξεις ή τα χρώματα, να εκφράζεται παντού με την ίδια πολυσήμαντη κι εγκάρδια ευφυία. Η ζωγραφική χάρισε στον λόγο του εικαστική ποιότητα και κατέστησε εμφατικά παρούσες έννοιες-κλειδιά του έργου του –μοναξιά, κενό, θάνατος, χρόνος– προσδίδοντάς τους όγκο και πυκνότητα. Η μουσική χάρισε στα κείμενά του εκείνο τον απαράμιλλο ρυθμό, όπου ούτε συλλαβή δεν περισσεύει. Τι ταλέντο. Τι αβίαστο ταλέντο. Σε μια συνέντευξή του με τον Σωτήρη Κακίση είχε πει, με τον χαρακτηριστικό του «αφελή», όπως τον έλεγε, τόσο επεξεργασμένο, ωστόσο, στο βάθος του τρόπο: «Εγώ νιώθω σαν να μ’ έχει κάποιος κουρδίσει κάποτε, και να μ’ έχει ρυθμίσει ν’ ανοίγω πόρτες δωματίων, που άλλου η πόρτα γράφει επάνω ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ, και του άλλου άλλα. Αλλά κι ίδια σαν νά ‘ναι όλα, κι η ζωγραφική, κι η μουσική, κι η λογοτεχνία. Το ίδιο πράγμα εγώ τα νιώθω όλα. Κι επειδή είμαι άνθρωπος που σκέφτομαι, τις πιο πολλές φορές μάλιστα χωρίς να χρειάζεται, ξαναμπαίνω στο κάθε τι, και ζωγραφίζω ή γράφω. Και μου λένε μετά οι άλλοι πως είμαι το ένα ή το άλλο. Αλλά εγώ ίδια όλ’ αυτά με τη ζωή τα βρίσκω, με ή χωρίς ονόματα να τα λένε».
Με ονόματα τα κείμενα, χωρίς ονόματα η μουσική και η ζωγραφική του. Πίνακες που έμοιαζαν με διαδρομές προς το άγνωστο, πολυδαίδαλες, ανησυχητικές, ανάμεσα σε οδόσημα που ανάγονταν σε σύμβολα του φανταστικού. Γεμάτες σκιές, γεμάτες κίνηση, σαν να έπνεε κι εκεί ο αέρας που φυσάει διαρκώς στα αφηγήματά του, άλλοτε παγωμένος, άλλοτε γλυκός, παρών ακόμα και στις αφιερώσεις του. «Του … μ’ αεράκι», έτσι έγραφε στα βιβλία που χάριζε. Κι ύστερα, κάτι παιδικό αχνόφεγγε πίσω από τις σκοτεινές του φιγούρες, πίσω από τον τρόμο ακόμη, που καμιά φορά μετέδιδαν τα κλειστά του τοπία. Γιατί τις ώρες της δημιουργίας ο Νίκος Χουλιαράς έμοιαζε, σαν τον νεφροπαθή συνταξιούχο Παναγιώτη Πατέλη στο διήγημά του «Το τρανζιστοράκι» από τη συλλογή Το άλλο μισό, να αποσύρεται «σταδιακά και αμετάκλητα, προς το θερμό σκοτάδι της παιδικής του ηλικίας». Σ’ εκείνο το παιδί που, μέσα στη μοναξιά του, μπορεί με την παντοδυναμία του βλέμματός του να ξαναγεννήσει τον κόσμο, κι ο μετεωρισμός του πάνω από τα πράγματα, να ταυτιστεί με τη γείωση μέσα στα πράγματα, κάνοντάς τα επιτέλους να σημαίνουν.
Έτσι κι εκείνο το παιδί, ο Λούσιας, που μας τον γνώρισε ο Νίκος Χουλιαράς στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 δίνοντας πνοή στην πεζογραφία μας κι υψηλή συνέχεια, βλέπει τη ζωή σαν το θαύμα που είναι και που αδιάκοπα αποκαλύπτεται. Ένα θαύμα ανεξιχνίαστο, που ο Λούσιας παλεύει, με τη λιγοστή του πνευματική σκευή, να ξεδιαλύνει. Και καθώς παρατηρεί, αναρωτιέται, ξαφνιάζεται, απορεί, μεταμορφώνει τη νοητική του υστέρηση σε ένα όχημα προς το όνειρο και τη φαντασία, εκεί όπου τα πράγματα αποκτούν το αυθεντικό νόημά τους. Μέσα στη φρεσκάδα της, μέσα στη δραστηριότητά της, η φαντασία εκείνου του μεγάλου παιδιού ενώνεται με το οικείο για να σχηματίσουν από κοινού το παράδοξο. Τριξίματα κλαδιών ή σκιρτήματα νερού μεταβάλλονται σε υπαινιγμούς γεγονότων, τα ρολόγια χτυπούν το θάνατο, το πριονάκι των λεπτοδεικτών πελεκάει τη ζωή. Μονάχος ο Λούσιας, πάντα μονάχος, «γιατί άμα ήταν με τους άλλους κρατημένος θα ήταν», όπως γράφει ο Νίκος Χουλιαράς, πασχίζει να ψηλαφίσει το ακατανόητο, καθώς η αθωότητά του του επιτρέπει να ακούσει τη βοή του αχανούς. Και είναι αυτό το ακατανόητο με το οποίο, όπως έλεγε ο Νίκος Χουλιαράς, πάντοτε θέλησε ο ίδιος να συμβαδίσει, ή για την ακρίβεια να είναι παράλληλος.
Κι ίσως γι’ αυτό σ’ όλο του το έργο υφαίνει το πραγματικό με το μη πραγματικό και δίνει στη γλώσσα του δυναμισμό με την διπλή δραστηριότητα της σήμανσης και της ποίησης. Με τη σήμανση, δείχνοντας ιδιαίτερη μέριμνα για την εννοιολογική σηματοδότηση των λέξεων μέσα στη διαχρονία, έτσι ώστε να μαρτυρούν το πέρασμα των ανθρώπων και των συλλογικών σωμάτων στον ελληνικό χωροχρόνο. Και με την ποίηση τοποθετώντας τη φαντασία σ’ εκείνον τον τόπο όπου η λειτουργία του μη πραγματικού, του υπερφυσικού ή του υπερλογικού για το οποίο μίλησα πιο πάνω, έρχεται να ασκήσει τη σαγήνη της ή να γεννήσει την ανησυχία – πάντοτε όμως να αφυπνίσει τον αποκοιμισμένο μέσα στους αυτοματισμούς του, αναγνώστη των κειμένων του ή θεατή της ζωγραφικής του.
Τον θυμάμαι τον Νίκο, στα γραφεία της Νεφέλης, στα τραπέζια, στις παρέες. Ολύμπιος, καλόγνωμος, μέγας συζητητής. Φίλος ολίγων γιατί δεν χώραγε με τους πολλούς, που καθώς έλεγε «μεγαλώνουν σαν σύνολο, αλλά μηδενίζονται σιγά-σιγά ως σημασία». Ήταν ο άνθρωπος της ιλαρότητας, των αστείων, της παρέας, της κιθάρας, εκείνος που έλεγε με τρόπο μοναδικό τα ανέκδοτα, προσδίνοντας ακόμα και στο πιο ασήμαντο μια αποκαλυπτική νότα, ο άνθρωπος μιας άκρας μειλιχιότητας και σοφίας. Έλεγε κάποτε στην Ελένη Γκίκα, σε μιαν άλλη συνέντευξη που έχω αποθησαυρίσει: «Είμαι καλός από συμφέρον, ναι! Και από ιδιοσυγκρασία. Επειδή είμαι βαθύτατα απελπισμένος, βλέπω τη ζωή με χιούμορ τις περισσότερες φορές και τους άλλους με επιείκεια. Και τον εαυτό μου τον βλέπω με επιείκεια. Δηλαδή είμαι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, όπως είναι όλοι οι άνθρωποι. Απλώς ανοίγω πάρα πολύ συχνά το ντουλαπάκι όπου υπάρχουν όλα τα πράγματα που πάρα πολλοί τα έχουν αφήσει».
Αυτό το ντουλαπάκι που κάθε τόσο άνοιγε ο Νίκος Χουλιαράς, σκαλίζοντας τα αινίγματά του, δεν έχει για όλους τα κλειδιά. Δεν είναι καθημερινό έπιπλο. Δεν ανοίγεται κάθε μέρα. Είναι εκείνο το ντουλάπι για το οποίο έγραψε ο Ρεμπώ: «Το ντουλάπι δεν είχε κλειδιά! Χωρίς κλειδιά το μεγάλο ντουλάπι / Βλέπαμε συχνά την καστανή και μαυριδερή πόρτα του / Χωρίς κλειδιά! Πολλές φορές ονειρευόμασταν / τα μυστήρια που κοιμόντουσαν μέσα στα ξύλινα πλευρά του / και μας φαινόταν ότι ακούγαμε, στο βάθος της κλειδωνιάς του που έχασκε / ένα μακρινό θόρυβο, ένα ακαθόριστο μουρμουρητό». Αυτό το μουρμουρητό ήταν, νομίζω, που δεν άφηνε το Νίκο να ησυχάσει. Ήταν ο ακατασίγαστος ψίθυρος από τους πόνους και τους πόθους των ανθρώπων, ανθρώπων μοναξιασμένων, περιθωριακών, στερημένων, στοιχειωμένων από μιαν ισόβια θλίψη. Κι εκείνος είχε το κλειδί.