Χάρτης 28 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-28/pyxides/mikrh-klimaka-giannhs-antamhs-eirhnh-iwannoy-alexandros-kypriwths-paylina-marbin
H στήλη αυτή προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής, μια μουσική ή μια φωτογραφία. Στόχος της στήλης είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής μικρομυθοπλασίας.
———————— ≈ ————————
Στους τέσσερις συγγραφείς αυτού του τεύχους έχει δοθεί η ερώτηση:
«Πώς βρεθήκαμε εδώ;»
Αποκάλυψη
Άνοιξε τα μάτια του. Όλα ήταν αλλιώς. Το κρεβάτι είχε γίνει μια ιδρωμένη αμμουδιά. Ο καθρέφτης απέναντι μια θάλασσα παχύρευστη. Στη θέση του φωτιστικού τώρα ένας ήλιος έκανε τα όνειρά του στάχτη και κάτι σύννεφα έστηναν κρεμάλες στο βάθος του ορίζοντα. Γύρισε στο πλάι. Όχι, δεν είχαν αλλάξει όλα. Αυτή ακόμα ήταν εκεί. Και είχε ξυπνήσει πρώτη.
— Πώς βρεθήκαμε εδώ;
— Δεν ξέρω. Μάλλον θα μετακινηθήκαμε αργά μέσα στη νύχτα.
— Μα αυτό απαγορεύεται.
— Απαγορεύεται για τους άλλους, τους κανονικούς. Εμείς είμαστε φτιαγμένοι από λέξεις.
Έτριψε τα μάτια του και ύστερα την κοίταξε ξανά. Την κοίταξε καλύτερα κι ένιωσε την όρασή του να δικαιώνεται. Είδε την άμμο να κρύβεται κάτω από τα βλέφαρά της. Είδε το φως της μέρας να πνίγεται, να χάνεται βαθιά μέσα στο δέρμα της. Είδε τη θάλασσα να κυματίζει στις άκρες των χειλιών της. Είδε τα σύννεφα να γίνονται καπνός μες στα δικά της όνειρα. Όλα ακόμα ήταν εκεί. Ναι, είχαν σχεδόν νικήσει. Κι ας άκουγε ήδη καθαρά τα βήματα των μισθοφόρων που πλησίαζαν.
— Πώς βρεθήκαμε εδώ;
— Πού εδώ;
— Εδώ, σε αυτήν την ιστορία.
— Δεν ξέρω. Μάλλον κάποιος θα μας δημιούργησε, χωρίς να μας ρωτήσει.
Ποτέ δεν είναι αργά
Κάτω από το κρεβάτι, πίσω από ένα ζευγάρι φορεμένες κάλτσες και ανάμεσα σε τσαλακωμένα κωλόχαρτα, πασχίζει να αναπνεύσει μια επαγγελματική κάρτα. «Αλέξανδρος Μαγκεριάν, αρχιτέκτονας».
Ήμουν γύρω στα είκοσι, συνεπαρμένη με έναν Δ. που υπηρετούσε στην Αλεξανδρούπολη, και μια Παρασκευή βρέθηκα στο λεωφορείο για τα σύνορα. Πίτα τα καθίσματα με φαντάρους, και ο διπλανός μου να ξεσκονίζει το κοστούμι του και να ρωτάει συνωμοτικά:
«Πώς βρεθήκαμε εδώ;»
To βλέμμα μου, στυλωμένο έξω από το παράθυρο. Ο διπλανός, λογοδιάρροια.
«Μήπως προτιμάτε να κάτσετε στο διάδρομο; Μερικούς τους ζαλίζει το παράθυρο.»
«Όχι ευχαριστώ.» Η φύση έξω μονότονη, υγρή.
«Κρυώνετε; Να ζητήσω από τον οδηγό να ανεβάσει το καλοριφέρ;»
«Μια χαρά είμαι.» Και τι δε θα έδινα για ένα λεωφορείο με μονές θέσεις. Την τσάντα μου την είχα τοποθετήσει στρατηγικά στο κενό ανάμεσα στα δύο καθίσματα. Η μεγαλύτερη αηδία, να απλώνει ο άλλος τα μπούτια του και δήθεν τυχαία να ακουμπάνε τα δικά σου.
«Από Θεσσαλονίκη είστε;»
«Όχι.» Ο λαιμός μου, στα όρια της αγκύλωσης. Οι μηροί του, χωρίς επεκτατικές διαθέσεις.
«Ούτε εγώ. Για δουλειά πηγαίνω και θα μείνω σε ξενοδοχείο. Το όνομά σας;»
Ένιωσα το λεωφορείο να κρατάει την αναπνοή του. Θα τη ρίξει ο μπαγάσας;
«Μαρία.» Ψέματα. «Με ζαλίζει το λεωφορείο. Θα κοιμηθώ.» Σκεπάστηκα με το μπουφάν μου και έκλεισα τα μάτια μου.
Ξύπνησα ώρες αργότερα από τις φωνές στο χώρο των αποσκευών. Ο διπλανός, άφαντος. Στην τσέπη του μπουφάν μου ανακάλυψα την κάρτα του. Την κράτησα κοντά μου να αραχνιάζει για χρόνια. Ένα λεωφορείο για κάπου αλλού.
Τα μάτια του αρχίζουν να τρέχουνε
Στον Τάκη, τη Μύριαμ και τη Γιασμίν
ΑΝΟΙΓΕΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ | ΒΛΕΠΕΙ ΤΟ ΚΙΤΡΙΝΙΣΜΕΝΟ ΤΑΒΑΝΙ | ΚΛΕΙΝΕΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ | ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΕΙ ΟΤΙ ΠΟΝΑΕΙ | δεν μπορώ να σηκωθώ | ΑΝΟΙΓΕΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ | ΒΛΕΠΕΙ ΤΟ | ΓΥΡΙΖΕΙ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ | το ξέρω το παιδί αυτό | του ιστορικού | αναπνέει | ΘΕΛΕΙ Ν’ ΑΠΛΩΣΕΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΕΡΟ | δεν μπορώ να κουνηθώ | ΓΥΡΙΖΕΙ | ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΤΟ ΚΙΤΡΙΝΙ | πού είμαστε; | ΞΕΡΟΚΑΤΑ | πού ’ν’ η Μαρία; | πού είν’ ο Παύλος; | μαζί τρέχαμε | μούσκεμα είμαι | έχω κατουρηθεί | βρομάω | ΕΔΩ ΟΛΟΙ ΒΡΟΜΑΝΕ | πώς βρεθήκαμε εδώ; | ΓΥΡΙΖΕΙ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ | η κοπελιά της συντονιστικής | με την ωραία μάσκα | πού είναι η Μαρία; | κάποιος μπροστά μας έπεσε | ΓΥΡΙΖΕΙ | ούρλιαξε κι ύστερα | ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΤΟ | πού ’ν’ ο Παύλος; | του κρατούσα το χέρι | γιατί τρέχαμε; | ΞΕΡΟΚΑΤΑΠΙΝΕΙ | τα γουρούνια είχαν φύγει | ο Άγγελος | ΞΕΡΟΚΑ | ούρλιαξε πρώτος | κι έπεσε | ο Κώστας | κι ο ψηλός της γερμανικής | κάποιος φώναξε | μας ρίχνουν | ρίχνουν με νταρτ γκανς | έπιασα το χέρι του Παύλου | ΞΕΡΟΚΑΤΑ | αρχίσαμε να τρέχουμε | πού ’ν’ η Μαρία; | ΚΛΕΙΝΕΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ | ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΖΟΥΝ ΝΑ | θα πεθάνω | ΤΡΕΧΟΥΝΕ | μαμά | ΚΛΑΨΟΥΡ | μαμά | Η ΚΟΙΛΙΑ ΤΟΥ ΤΡΑΝΤΑΖΕΤΑΙ | ΤΟ ΣΤΟΜΑΧΙ | ΤΟ ΣΤΗΘΟΣ | ΟΙ ΩΜΟΙ ΤΟΥ ΤΡΑΝΤΑΖΟΝΤΑΙ | ΤΡΑΝΤΑΖΕΤΑΙ | ΤΡΑΝΤΑΖΕΤΑΙ
Της μιλάω στον πληθυντικό από το παράθυρο
στην Saada
Το σπιτάκι έχει γκρεμιστεί. Μιλάμε από μακρινά παράθυρα. Πώς βρεθήκαμε εδώ; Πίσω ένας καλωδιωμένος κόσμος — ο άγνωστος. Στέλνω γράμματα που δεν μπορείτε να διαβάσετε, στέλνω φωτογραφίες επειδή σας αρέσουν. Στέλνετε κάθε φορά το ίδιο αμίλητο, ασώματο ανθρωπάκι με το στρόγγυλο πρόσωπο να κλαίει. Ξέρετε κάτι; Το σπιτάκι υπήρξε. Με τα μοσχομυριστά φαγητά σας, από δυο χώρες δικές σας, που δεν θα χωριστούν ποτέ. Κι ένα νεύμα σας, φτάνει, για να χορτάσω την ανάγκη μου να νιώσουμε πως είμαστε στ’ αλήθεια μόνες, σε άλλο παράθυρο της ίδιας χώρας.