Όταν ανέτειλε το πρόσωπό σου
πάνω απ’ την τσαλακωμένη μου ζωή
στην αρχή κατάλαβα μονάχα
πόσο όλα όσα είχα ήταν φτωχά.
Ύστερα, η ξεχωριστή του λάμψη
πάνω σε δάση, ποτάμια και πελάγη,
μου φανέρωσε τον κόσμο των χρωμάτων
όπου δεν είχα ακόμα μυηθεί.
Φοβάμαι, φοβάμαι τόσο,
μήπως κι η αναπάντεχη ανατολή του ήλιου σβήσει,
μήπως οι αποκαλύψεις, τα δάκρυα κι η έξαψη χαθούν,
μα τον φόβο αυτό δεν μπορώ ν’ αντιπαλέψω.
Το νιώθω, ο φόβος αυτός
είναι ο έρωτας. Τον τρέφω
εγώ, που δεν μπορώ τίποτε να θρέψω,
του έρωτα ο απρόσεκτος φρουρός.
Ο φόβος αυτός με περισφίγγει.
Οι στιγμές αυτές – το ξέρω – λίγο αντέχουν,
και τα χρώματα για μένα θα χαθούν
μόλις το πρόσωπό σου γείρει προς τη δύση.
[ 1960 ]