«Γυναίκα. Πενηνταεπτά χρονών. Τρίτη μέρα εδώ, με στερητικά. Κόρη, εγγονή και ανιψιά σχιζοφρενών. Μπορεί να εμφανίζει και η ίδια συμπτώματα. Μην της μιλήσεις. Μπες μόνο μέσα και κάθισε. Εάν δημιουργήσει πρόβλημα, βγες έξω και πάτησε το κουμπί».
Δεύτερη εβδομάδα στην πρακτική στο Κένιλουορθ, χωρίς εμπειρία και χωρίς θάρρος, διέσχισα το βρεγμένο από το χαλάζι δάπεδο, στέγνωσα τις σόλες μου στη μουχλιασμένη σκάλα της διπλανής πτέρυγας και συστήθηκα στη μελαμψή νοσοκόμα που καθόταν μπροστά από μια, πιο ψηλή από τις άλλες, πόρτα. Χωρίς να πει τίποτε, χωρίς κανέναν μορφασμό σηκώθηκε, ξεκλείδωσε την πύλη και έτεινε το χέρι της στα αριστερά, προς ακόμη μια κλειστή πόρτα. Πριν μπω, με έπιασε από το μπράτσο και μου έδειξε έναν διακόπτη. Έπρεπε να είναι το κουμπί, σκέφτηκα.
Η αίθουσα υγρή και ντυμένη με άσπρα πλακάκια, έμοιαζε ατελείωτη μα έφτανε τελικά σε έναν νιπτήρα. Με το που έκλεισε η πόρτα πίσω μου, η γυναίκα που καθόταν σε έναν από τους άσπρους –φυσικά– πάγκους, σήκωσε το βλέμμα της με μάτια που ανοιγόκλειναν συχνότερα από όσο θυμόμουν ανθρώπους να το κάνουν και μου χαμογέλασε. Την είδα να παιδεύεται στην θέση της και ύστερα από πολλή ώρα να στηρίζεται, να σηκώνεται και να μου έδωσε το τρεμάμενο χέρι της. «Λιζ», κατάφερε να μου πει. «Εσείς είστε;». Της απάντησα. Παράβαση πρώτη στα κλειδωμένα δωμάτια των νεοεισαχθέντων. «Πού θα πάμε;». Η επόμενη ερώτηση. «Δεν μου έχουν πει». Παράβαση δεύτερη. «Υποθέτω ότι απλώς θα περιμένουμε εδώ μαζί μέχρι να μας ειδοποιήσουν». Παράβαση τρίτη.
Οι ερωτήσεις τότε σταμάτησαν μα στη βουή της σιωπής συνέχισα τον διάλογο στο μυαλό μου. «Είναι, ξέρετε, η δεύτερή μου βδομάδα μόνο εδώ. Δεν θα μείνω για πολύ. Άλλες τέσσερις και ύστερα θα επιστρέψω στο καλοκαίρι της Ελλάδας ώστε να συνεχίσω τις σπουδές μου εκεί. Πώς και ήρθα; Ήθελα ένα διάλειμμα. Είναι μακριά η Νότιος Αφρική; Το ξέρω μα ήθελα να έχω κάτι να λέω πως τόλμησα πριν κλείσω τα εικοσιπέντε. Δεν έχω ξαναδουλέψει σε ψυχιατρείο. Ξέρετε μήπως ποιος είναι ο διευθυντής; Δεν έχω καταλάβει μα ντρέπομαι να ρωτήσω. Ξέρετε και να μου πείτε πώς μοιάζουν οι συνεδρίες; Δεν ξέρω πότε θα ξεκινήσω να τις παρακολουθώ. Οι ομάδες; Μπορείτε να με βοηθήσετε με τις ομάδες;».
Ενδιαφέροντα τα σχήματα που δημιουργεί το μυαλό μπροστά σε άγνωστες συνθήκες. Η Λιζ μπορεί τώρα να θεωρεί ότι είμαι τακτικό μέλος του νοσοκομείου, ότι έχω υπάρξει εδώ για χρόνια, ότι ξέρω όχι μόνο τον διευθυντή μα και όλους τους γιατρούς αυτής και των διπλανών πτερύγων με τα μικρά τους ονόματα. Μπορεί να θέλει να με ρωτήσει τι έχουμε πει για εκείνη, ποιες οι προγνώσεις της, ποια τα φάρμακα, ποιοι οι διαγνωστικοί κώδικες που θα στείλουμε στην ασφαλιστική της εταιρία. Κάθισα απέναντι από φόβο μάλλον και την έπιασα με την άκρη του ματιού μου να ισιώνει την πλάτη της και να παίζει διακριτικά με την μακό σκισμένη της μπλούζα. Τι προσπαθούσε να κάνει; Ρυθμικά, τραβούσε τη λαιμόκοψη προς τα αριστερά, ύστερα προς τα δεξιά, ύστερα τέντωνε πάλι την καμπούρα στην οποία παραδινόταν και δώστου πάλι από την αρχή.
«Να είσαι αξιοπρεπής στην εμφάνισή σου», θυμήθηκα τότε τη γιαγιά μου να λέει «ειδικά όταν μεγαλώσεις. Σε προσέχουν περισσότερο έτσι στα νοσοκομεία». Σκίστηκε η καρδιά μου για μια στιγμή στη σκέψη ότι είχα καθίσει απέναντι από ένστικτο. Σαν να πρόδιδα γενιές γιατρών πριν από εμένα που πρόσεχαν στη λεπτομέρεια να μην φέρουν τον άνθρωπο απέναντι, σε δύσκολη θέση. Σηκώθηκα, είπα ότι φυσούσε από εδώ – πέμπτη παράβαση και κάθισα στην άκρη του δικού της πάγκου. Μήπως τώρα δεν σεβάστηκα τα όρια της ασθενούς; «Να προσέχετε με τα διπλά μηνύματα όταν δουλεύετε με κακοποιημένους ασθενείς. Γίνεστε έτσι κι εσείς άνθρωποι που εντέλει δεν μπορούν να εμπιστευθούν», θυμήθηκα να σημειώνω σε μια παράδοση λίγους μήνες νωρίτερα.
Σε αμηχανία και οι δύο, καθόμασταν ευθυτενείς με τις πλάτες μας στον δροσερό τοίχο και με παγωμένους αστραγάλους ανάμεσα σε κάλτσες και παντελόνια για σαράντα περίπου λεπτά. Γύρισε τότε η Λιζ και με ρώτησε εάν μπορούσε να σηκωθεί για να πλύνει το πρόσωπό της σε περίπτωση που θα έβλεπε έναν από τους γιατρούς. Με φοβόταν ακόμη; Έγνεψα με εντόνως ανοιχτά τα μάτια για να πω εμπρός και ένιωσα για μια στιγμή τον χρόνο να βραδαίνει, καθώς την παρατήρησα να ανοίγει και τις δύο βρύσες και να περιμένει το νερό να τρέξει. Μαζεύοντας στη χούφτα της ό,τι μπορούσε, την σήκωσε αργά προς το μέτωπό της χωρίς να ανησυχεί για τις απώλειες ανάμεσα στα δάχτυλα, άπλωσε έπειτα το χέρι της και άφησε τη δροσιά να τρέξει μόνη της επάνω από τα μάτια της. Ύστερα πάλι το ίδιο.
Ένιωσα τότε μαλακό δέρμα με ρυτίδες να φτάνει στο δικό μου πρόσωπο μέσα από χλιαρό νερό ένα πρωί στο μπάνιο της Καποδιστρίου. Οι άνθρωποί μας, που δε ζούνε πια, επανέρχονται ορισμένες φορές απρόσμενα, μέσα από τελετουργικά δικά μας ή άλλων, ακόμη και στην άκρη της Μαύρης Ηπείρου και στο περίγραμμα μιας γυναίκας που μας συστήθηκε προ ολίγου με πέντε ταμπέλες καρφιτσωμένες μεταξύ τους και με ένα κουμπί πανικού απ’ έξω, μήπως και περάσει τα όρια των υγιών. Τράβηξα της ανάσες μου προς τα μέσα, πάγωσα το κορμί μου και πρόσεξα να μην κάνω θόρυβο. Δεν ήθελα να τρομάξω την ανάμνηση ούτε και τη Λιζ που μου την είχε προσφέρει παρά τον φόβο ή την ντροπή που την έκαναν να θέλει να ξεπλύνει το κουρασμένο της πρόσωπο.
Την τρόμαξε όμως η νοσοκόμα που άνοιξε ξαφνικά την πόρτα και είπε και στις δύο μας ότι ο Μάρτιν είχε δώσει εντολή να συνοδέψω τη Λιζ «μόνη μου εάν δεν υπήρχε πρόβλημα» μέχρι το διπλανό κτήριο όπου θα της έπαιρνε συνέντευξη. Έκλεισε ευτυχώς και πάλι την πόρτα και μας άφησε λίγες στιγμές να ετοιμαστούμε. Στέγνωσε τότε με τα χέρια της η Λιζ το πρόσωπό της, στέγνωσε έπειτα τις παλάμες της στην μπλούζα και με τόλμη που έμοιαζε πλαστή και άρα ακόμη πιο αξιοθαύμαστη ανάμεσα σε στιγμές δύναμης και οδύνης, μου είπε ότι ήταν έτοιμη.
Βγήκαμε σε έναν θάλαμο σκιών. Δέκα περίπου σώματα ντυμένα με διαφορετικά, αν τα προσέξεις, ρούχα –μα που έμοιαζαν ίδια–, σκυμμένα και όρθια στον χώρο, αναμνήσεις, σχεδόν, ανθρώπων που ανέπνεαν. Εάν στεκόσουν έξω από το παράθυρο και τους έβλεπες έναν έναν να περνάνε, θα έλεγες ίσως ότι επρόκειτο για το ίδιο, ένα πρόσωπο που ζούσε εκεί. Παγωμένοι, ακινητοποιημένοι στο άπειρο άνθρωποι, διαγνώσεις σε γηραιοψυχιατρεία, απόστρατοι και εξόριστοι των υγιών. Εδώ; Θα μπορούσα να αναγνωρίσω αναμνήσεις μου εδώ;
Η Λιζ βγήκε μαζί μου στο γκρίζο πρωινό του δικού τους αυγουστιάτικου χειμώνα και φορώντας το μακό της μόνο πάλι, άφησε τους ώμους της να κάνουν έναν σπασμό και τις ξανθές τρίχες στα χέρια της να ορθωθούν για προστασία. Ήθελα να της δώσω το παλτό μου μα δε θα της χωρούσε. Θα μπορούσε ίσως να το ρίξει επάνω της. Ήμασταν όμως και πάλι στην επιτήρηση των υγιών. Φύλακες σε κάθε γωνία, γιατροί που έπαιρναν τους καφέδες τους, άλλοι ασκούμενοι φοιτητές που έγνεφαν όλοι σ’ εμένα μόνο, καθώς προσπερνούσαν και τις δυο μας. Οι καθαρίστριες ήταν εκείνες που μας αναγνώρισαν και τις δύο. Επιτάχυνα όσο μπορούσα το βήμα μου για να γλιτώσουμε λίγο από το κρύο, τράβηξα την βαριά πόρτα του θαλάμου των διπλών διαγνώσεων και την περίμενα να μπει. Δεν μπορούσα να πω τίποτε, ελάφρυνα ωστόσο τις κινήσεις μου για να υπονοήσω, «μη φοβάσαι» και την οδήγησα με απλωμένα χέρια, βηματισμούς και λανθάνουσες, άηχες εκφράσεις προς τα «γραφεία μας».
«Πέρνα» της είπε ο Μάρτιν. Και την άφησα να φύγει.