Αγαπητέ μας Δημήτρη (sic).
Γιατί να το τυπώσεις αυτό το γράμμα; Τόσα αριστουργήματα δεν σαπίζουν έτσι όπως αυτό εδώ ανέκδοτα; Αν το τυπώσεις θάθελα, για λόγους «βαθιά στον πάγο φυλαγμένους»,[1] όχι με ελζεβίρια, όχι, προς θεού, μήτε με τα πελασγικά[2] εκείνα. Καλύτερα με προσφυγικά, αν σου βρίσκονται εκεί πρόχειρα. Διότι δε μ’ αρέσουν τα συνηθισμένα. Τα ελζεβίρ, π.χ., μοιάζουν σαν πόρνες, γιατί τόσα πράματα έχουν ειπωθεί πάνω Τους.
Ευτυχώς αυτή τη στιγμή νιώθω φυσιολογικά –επιτέλους!– χαρωπός, ίδιος σαν ανοιξιάτικη κυδωνιά. Ξέρουμε δα τι ευχάριστο δώρο που είναι αυτό. Άσχετο αν αργότερα –πολύ αργότερα– σαπίζουν όλα. Εσύ, πώς πάει; Είναι καλά; Στου Φλώκα προχτές σας στύσαμε, η πρώτη ανορθογραφία για να τονίσει τη δεύτερη, έτσι μπαγάσα; Ευχαριστώ.
Κύταξε ήθελα να σου πω ότι διάβασα τα Γω του Έγωτα του Αλεπουδέλοι. Και άλλοι αποδέλοιποι τα διάβασαν όπως πληροφορήθηκα στο βιβλιοπωλείο, και το αλεπουδέλοι και το αποδέλοιποι συναινούν […] Στίχους καλούς –αν δεν απατώνω– ότι βρήκα ευτυχώς μέσα σε όλα τα τραγουδάκια Του. Αλλά ρε Παιδί, Τον έφαγε η αισθησιοκινητική μέριμνα του κόσμου.
Εκείνον τον υπότιτλο (μάλλον επίτιτλο), ότι δηλαδή «Ο νέος ελληνικός μύθος»,[3] δεν τον έπιασα. Εχτός κι αν έχει την τρέχουσα ένοια, δηλ. «παραμύθι». Δεν ξέρω, είμαι και βλάκας κάπως, μπορεί να παρεξηγώ, ίσως και να πίπτω αράουτ. Εν τοιαύτη περιπτώσει!
Προχθές μάλιστα ξύπνησα πολύ αργά, αν θες να μάθεις. Πολύ αργά ξυπνώ γενικά και δυστυχώς. Μόλις σηκώθηκα σίμωσα στο περεθύρι και σήκωσα το στόρυ, είδα ότι ο ήλιος είχε βάλει όλα ανεξαιρέτως τα Δυνατά Του επειδή είταν μεσημέρι. Παιδί είναι, ας παίηει (sic). Μ’ έφεγκε κατάφατσα γιατί τέτια είταν η θέση της μπαλκονόπορτας. Αλλά δεν συγχίσθηκα διόλου. Γιατί εξάλλου; Ίσα ίσα που έσκασα ένα σαρκαστικό χαμόγελο με εφαπτομένη το μουστάκι Μου (το «Μ» είναι του ΤΟΣΤ4), το οποίο θάναι, όπως ίσως, όχι σίγουρα, κιόλας θάχεις παρατηρήσει αραιό. Μετά τράβηξα κατευθείαν στην τουαλέτα όπου νίφτηκα γοργά, αργοσφυρίζοντας, και οι φλέβες χωρίς να χάσουν καιρό κροτάλισαν ευχαριστημένες κάτω από τους κροτάφους του κεφαλιού μου. Να το κεφάλι μου!, υπέθεσα κυτώντας συνάμα κάτι αόριστο και άκομψο στον καθρέφτη ενώ σκουπιζόμουν διαδοχικά με τέσσερεις χαρτοπετσέτες. Έτσι πέρασαν τα χρόνια χωρίς να καταλάβω, ή έστω να πάρω μπρέφα, σκέφτηκε ένας γεροφαφούτης, είπα ουρώντας ταυτόχρονα.
Και τότε αποφάσισα να φτιάξω έναν καφέ, ενώ αν είσουν και συ εδώ θα υποχρεωνόμουν να παρασκευάσω δύο ((«παρασκευάσω», γιατί σήμερα είναι σάβατο και αύριο κυριακή, άρα χτες παρασκευή, παντρεύεται ο Μιχάλης με το κόκκινο βρακί, β) γιατί το «φτιάξω» έχει πιο ατομιστική ένοια, κ’ εγώ δεν είμαι πολύ καπιταλιστής αρκούν τα αναγκαία, ενώ το «παρασκευάσω» κρύβει πιο κοινωνική ένοια, μη ξεχνάς ότι θάμασταν δύο, εχτός κι αν δεν ήθελες να πιείς κλπ.)). Επικουρούσης προηγουμένως της πετρογκάζ, τον έχυσα ηδονικά μέσα σ’ ένα παχύ φλιτζάνι απ’ αυτά στα τρένα. Και που λες τον ήπια. Ούτε μύγα δεν τόλμησε να μ’ εμποδίσει, εξάλλου είναι και χειμώνας αλλά πάλι έχει μερικές, τόση βουλιμία με είχε πιάσει. Κι ώσπου να συνέρθω απ’ τον καφέ είπα να μην στέκομαι με τις πιζάμες (La jolie pijama est sur le lit), παίζοντας και τα δάχτυλά μου στην άκρη του τραπεζιού (ναι, ναι, στην άκρη). Ας δω σε λίγο τις πιτζάμες πεταμένες ανέμελα στο ξέστρωτο ντιβάνι, είπα κάνοντας μια φούσκα με τη μύξα γιατί είχα ένα πολύ καταραμένο συνάχι που με σπάραξε όλην τη νύχτα. Και κάθε τόσο δυστυχώς ανασηκωνόμουν λίγο και φυσούσα. Δε στέκει νάχεις πιει τον καφέ και να μη ντυθείς. Γιατί κάποιος μπορεί ναρθεί – ας μένω μακριά με τη γυναίκα μου. Μπορεί να είναι ο Δολοφόνος θα μου πεις σαρκάζοντάς με. Ναι, αλλά αν δεν είναι; Με τι παρουσιαστικό θα του ανοίξεις, πες μου σε παρακαλώ. Πιζαμηδόν δεν στέκει – κάλλιο οκλαδόν.
Και θέλοντας να οικονομήσω χρόνο από τη ζωή μου, άδειαζα το θταχτοδοχείο όπου δει. Και ξάφνου ενώ σκεφτόμουν κανονικά, μου πέρασε από το νου ο Βαφόπουλος. Και είπα: «Ρε για κύτα!» […]
Πώς πάει άλλο επ’ ευκαιρία. Καλά; Αναρωτιέμαι πώς θα γλιτώσεις γιατί το Πάσχα σιμώνει. Κοντεύει δηλαδή. Μπορεί να το διαβάσει το ραβασάκι αυτό κανένας που δεν την ξέρει αυτή τη λέξη. Γι’ αυτό τον εξυπηρέτησα, αλλά οι γνώσεις μου δεν μ’ αφήνουν με κανέναν τρόπο να επεκταθώ περισσότερο είτε γλωσσολογικά (θα είταν χαζό να σούβγαζα τη γλώσσα, κι ύστερα το κείμενο δεν έχει τηλεόραση οπότε θάταν άσκοπο), αλλά μήτε και περί της εορτής του Πάσχα γιατί όλο και κάποιος Πεντζίκης θα παραμονεύει.
Σε πληροφορώ ότι αυτή τη στιγμή κάποιος κάπου κάποτε θα τερμάτισε πρώτος αλλά εγώ βλέπω κυρίως τη βιβλιοθήκη μου απέναντι και βρε Δημήτρη μού μοιάζει τέρας. Ένα βιβλίο δεξιά, ένα αριστερά, κλπ. Ή ένα αριστερά και το δεύτερο δεξιά, ακόμα καλύτερα. Λείπει ο π… στη μέση. Πού να καταλάβεις.
Η μέρα είναι γλυκιά χειμωνάτικη σαν τυχερό πορτοκάλι. Είναι όπως θα ξαναμάθεις στο τέλος, Σάβατο τρεις Φεβρουαρίου. Το 1973 εννοείται. Αν τόβαζα, θάμπαινε (όχι μόνο του φυσικά) για να μεγαλώσει το κείμενο, Αλλά και με την επεξήγηση πάλι μεγάλωσε το κείμενο χωρίς να κομίσω γλαύκα εις Αθήνας. Το διαμέρισμά Μου όπου κάθομαι τώρα σε μια καρέκλα και σου γράφω είναι λιλιπούτειο σε σχέση με βίλα ή με άλλα μεγάλα διαμερίσματα. Ένας κρότος τρίκυκλου απέξω μού μοιάζει σα να με παινεύει. Τον εκτιμώ και θάσκυβα στην εξάτμιση να με μαυρίσει. Μπααα! Επίσης ένα σπουργιτάκι –υπάρχουν σπουργιτάκια– διακοσμεί ένα τμήμα σύρματος της ΔΕΗ. Μια κούρσα κάτω απ’ το μπαλκόνι αργοσαλεύει μεγάλη σα βροντόσαυρα. Μα φυσικά βγήκα στο μπαλκόνι και την είδα – είδες, επειδή σε ξέρω τι ηλίθιος είσαι με εξωθείς ν’ απαντώ σε υποθετικές σου ερωτήσεις με οικτρό αποτέλεσμα να χάνουν το νήμα του νοήματος και οι άλλοι. Εμπάσει περιπτώσει ξαναγύρισα στην καρέκλα μου ήσυχα εκτός από ένα χασμούρημα και συνεχίζω να σου γράφω. Άρπα μια παραλλαγή: