Χάρτης 33 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-33/klimakes/apo-to-belgio-sto-xartografiko-prooimio-ths-oessalias
Μετά την επαναστατική και καποδιστριακή περίοδο, η κατάσταση στο νέο ελληνικό κράτος συνέχιζε σε κλίμα έντονης πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δύσπνοιας. Σε μία χώρα με ανύπαρκτες τεχνολογικές υποδομές και χωρίς προοπτική αλλαγής στο θεμελιώδες αυτό θέμα, κύριος κοινός παρονομαστής πολλών δεινών παρέμενε από το 1821 το άλυτο πρόβλημα των εθνικών γαιών και η ανυπαρξία γεωμετρικής, απεικονιστικής και νομικής τους τεκμηρίωσης και τακτοποίησης. Το θέμα των εθνικών γαιών ταλάνιζε τους Έλληνες, κυρίως τον αγροτικό πληθυσμό, πολυπληθέστερο, πολυπαθέστερο, συμπαθέστερο και ίσως πλέον ανιδιοτελή τότε. Όπως σημειώνει το 1838 ο Peytier, με τη μακρά εμπειρία χαρτογραφήσεων επί του πεδίου στη χώρα, «λίγοι μόνο ιδιοκτήτες στην Ελλάδα έχουν τίτλους ιδιοκτησίας γης· πολλοί δεν είναι σίγουροι αν είναι οριστικοί ιδιοκτήτες. Έγιναν αρκετές πωλήσεις τις οποίες ακύρωσε η κυβέρνηση, επαναφέροντας στο κράτος την ιδιοκτησία που πουλήθηκε. Είναι μεγάλο λάθος από την πλευρά της κυβέρνησης που δεν έχει ακόμη αποφασίσει για το ζήτημα της ιδιοκτησίας. Ζημίωσε τη γεωργία και μείωσε τα κρατικά έσοδα». Το απεικονιστικό ζήτημα των γαιών (η χαρτογράφηση), προαπαιτούμενο ανάπτυξης και σχετιζόμενο με την τεχνολογία για την οργάνωση, λειτουργία και πρόοδο ενός νέου κράτους ―κατά τα ευρωπαϊκά καθιερωμένα ήδη από την Α΄ βιομηχανική επανάσταση― δεν έτυχε προσοχής και παρέμεινε χρόνια ελλειμματικό, παρότι είχε τεθεί από τον Καποδίστρια το 1827 και με την ίδρυση το 1834 του τελικά ατελέσφορου Γραφείου δημόσιας οικονομίας. Αντίθετα, η χαρτογράφηση ήταν το πρώτο που απασχόλησε τους Βέλγους ―μαζί με το σύνταγμα― όταν απέκτησαν ανεξάρτητο κράτος το 1831, σχεδόν ταυτόχρονα με τους Έλληνες. Οι ηγεσίες των Ελλήνων, από την αρχή του νέου κράτους τους, εκ των πραγμάτων σε μεγάλη απόσταση από την τεχνολογία και από τα ζητήματα περί γαιών και τεχνικών υποδομών, συνέχιζαν εξαντλημένες τις διχαστικές τους εντάσεις και αντιπαλότητες. Αυτό ενισχύθηκε στο περιβάλλον της βαυαρικής διακυβέρνησης, τελικά αναποτελεσματικής, αυτοϋπονομευόμενης και ανεπαρκούς, ιδιαίτερα στα τεχνικά έργα υποδομών. Η πρακτική ανικανότητα των κυβερνώντων και η υστερόβουλη συμπεριφορά του ημεδαπού συστήματος γύρω τους, δεν επέτρεπαν την υπέρ των αγροτών ―ακτημόνων ή όχι― αξιοποίηση των πολλών διαθέσιμων ακαλλιέργητων γαιών και την ανάπτυξη απαραίτητων υποδομών, όπως του ―ανύπαρκτου ακόμη― οδικού δικτύου. Απέτρεπαν επιπλέον την προσέλκυση πόρων και πληθυσμών εκτός της επικράτειας, ελληνικών και άλλων, με ευσεβείς πόθους συμβολής σε ένα νέο ευρωπαϊκό κράτος που αναδύθηκε στον ασταθή οθωμανικό χώρο με προσδοκίες παραδείγματος. Τα μόνα ελάχιστα έργα υποδομής που υπήρχαν ήταν ό,τι σποραδικά πρόλαβαν να κατασκευάσουν οι Γάλλοι στρατιωτικοί μηχανικοί από το 1829 μέχρι το 1832, πέραν εκείνου της σημαντικής χαρτογράφησης των γεωγράφων του Dépôt· τα αναφέρει ο Finlay, ενώ ο Peytier καταγράφει τα επείγοντα αναγκαία τεχνικά έργα, που δεν γίνονται, θύματα των εμμονών του επικεφαλής κυβερνητικού Βαυαρού στρατιωτικού μηχανικού.
Κανένα σημαντικό έργο δεν φαινόταν στο ορίζοντα, ούτε μπορούσε να γίνει λόγω της χρόνιας τεχνολογικής καθυστέρησης και της πολιτικής αδιαφορίας για την ανάπτυξη τεχνολογίας, παρά την ύπαρξη των πόρων του δανείου. Η έλλειψη δρόμων εμπόδιζε τη μεταφορά αγροτικών προϊόντων από το εσωτερικό στις ακτές του Αιγαίου και Ιονίου, ‘προστάτευε’ πρακτικά τη ληστεία και σε συνδυασμό με τη διατήρηση της οθωμανικής φορολογίας των αγροτών ―της δεκάτης― διαιώνιζε τη φτώχια και υπανάπτυξη της χώρας. Ακόμα και στους διαρκώς μειούμενους φιλέλληνες, οι αναμνήσεις των ηρωικών πρώτων χρόνων της Επανάστασης είχαν αρχίσει να ξεθωριάζουν· είχε παίξει ρόλο και η δύστροπη, έως εχθρική, διαχείριση των σχέσεων με τις Δυνάμεις, κυρίως με τη Γαλλία ―την πλέον γενναιόδωρη προς τους Έλληνες, κατά τον Finlay και άλλους. Το νέο κράτος, στο οποίο παραχωρήθηκε ανεξαρτησία, μέχρι και ένοπλη προστασία, άρχισε τώρα να απογοητεύει· η ελπίδα να λειτουργήσει ως ευρωπαϊκό παράδειγμα στις εξελίξεις του Ανατολικού ζητήματος εξασθενούσε συνεχώς. Τα χρήματα του δανείου του 1832 ξοδεύονταν από τη βαυαρική διακυβέρνηση σε μισθοδοσίες, μη παραγωγικές δαπάνες και πολυέξοδα ταξίδια στελεχών στο Μόναχο. Χωρίς τη δημιουργία κατάλληλου περιβάλλοντος αποτύγχανε κάθε προσπάθεια εφαρμογής τεχνολογιών δοκιμασμένων αλλού, που θα ανέπτυσσαν τις υποδομές, προς όφελος κυρίως των αγροτών και των βιώσιμων έργων παραγωγής πλούτου για τους πολλούς. Χωρίς αναπτυξιακές προοπτικές και με αδυναμία όχι μόνο μερικής ένταξης στις ύστερες φάσεις της Α΄ βιομηχανικής επανάστασης αλλά και παρακολούθησής της, οι Έλληνες δεν ήταν δυνατόν να απαλλαγούν από την εσωστρέφεια των διχαστικών τους συνδρόμων και της στρεβλής σχέσης με το κράτος που καλλιέργησαν οι εμφύλιοι ανταγωνισμοί και η βαυαρική διακυβέρνηση. Αλλά και η επερχόμενη Β΄ βιομηχανική επανάσταση φαινόταν άπιαστη εφόσον θα απαιτούσε εντατική, συστηματική και κοπιώδη προσπάθεια και εργασία για δημιουργία υποδομών και παραγωγή συγκεκριμένου έργου. Το ‘λέγειν’ και ‘νομοθετείν’ των Ελλήνων θα έπρεπε τώρα ―τουλάχιστον― να ισορροπήσει με το δύσκολο ‘πράττειν’ και ‘εφαρμόζειν’ της ευρωπαϊκής πρακτικής, προωθητικής της τεχνολογικής πρόοδου. Όμως η ροπή στην άγονη αντιπαράθεση, η πολιτική ίντριγκα και διαφθορά, η καλλιέργεια πελατειακής νοοτροπίας και η χρόνια ιδιοσυγκασιακή υπεροχή των λόγων έναντι των έργων εμπόδιζε ―μέχρι αποτροπής― τη στροφή των Ελλήνων προς τις πειθαρχίες της τεχνολογίας και τεχνογνωσίας. Η ‘άποψη’ με άγνοια του θέματος, αντί της γνώσης από την επεξεργασία δεδομένων, παγίωσε την καθόλου αθώα νοοτροπία της ασάφειας, του ‘περίπου’ στα πάντα και κυρίως στα δύσκολα. Η ανάπτυξη σε ‘φιλοσοφία ζωής’ του αργόσχολου εισοδηματισμού, η ψύχωση για την ‘κατσίκα του γείτονα’, η καταπάτηση των απεικονιστικά ατεκμηρίωτων γαιών και ιδιοποίησή τους, κάθε άλλο παρά πορεία προς ευρωπαϊκό κράτος έδειχναν ή προοπτική σοβαρής ένταξης στη Β΄ βιομηχανική επανάσταση που ανέτειλε. Να πήγαιναν άραγε καλύτερα τα πράγματα με βασιλιά τον Λεοπόλδο, αντί του Όθωνα;
Το ερώτημα σχετίζεται με δύο κυρίως λόγους, για τους οποίους υπήρξε μια ιστορική ‘νοητή διασταύρωση’ της Ελλάδας με το Βέλγιο, δέκα χρόνια μετά την ελληνική Επανάσταση του 1821. Ο πρώτος ήταν η σχεδόν ταυτόχρονη ανακήρυξή τους σε ανεξάρτητα κράτη στο Λονδίνο από τις ίδιες εγγυήτριες μεγάλες Δυνάμεις και ο δεύτερος η επιλογή του ίδιου προσώπου για ηγεμόνα των δύο χωρών, πρώτα ανεπιτυχώς για την Ελλάδα και μετά επιτυχώς για το Βέλγιο. Η ανεξαρτησία τους ήταν αποτέλεσμα του επαναστατικού αγώνα και των δύο χωρών με κοινό στόχο την ελευθερία, αλλά με διαφορετικούς όρους, ένταση, διάρκεια και θυσίες. Βασική παράμετρος και στις δύο περιπτώσεις, το θρησκευτικό υπόβαθρο της εξέγερσης ―ίσως πιο καταπιεσμένο στην περίπτωση των Βέλγων. Το πρόσωπο που προτάθηκε από τις Δυνάμεις για πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας ήταν ο έμπειρος, πολιτικά χειραφετημένος και ‘πολλαπλώς’ δραστήριος βρετανοστραφής σαραντάχρονος Λεοπόλδος Α΄, γιος του δούκα της Σαξονίας–Κοβούργου. Εύστροφος, κατάλαβε γρήγορα την πραγματικότητα και παραιτήθηκε από τον προτεινόμενο θρόνο της Ελλάδας αποδεχόμενος το στέμμα του Βελγίου· προτίμησε το βροχερό πεδινό τοπίο με τη μικρή ανιαρή ακτή στον Ατλαντικό και τους πρακτικούς κατοίκους, δίγλωσσους και καθολικούς, από το άλλο, το ηλιόλουστο, με τα ψηλά βουνά, τις ατέλειωτες δαντελωτές ακτές της Μεσογείου και τους ζωηρούς κατοίκους, επίσης (τότε) δίγλωσσους ―με επικρατούσα την ελληνική― και ορθόδοξους. Για την Ελλάδα, ως δεύτερη λύση, επιλέχθηκε ένας έφηβος πρίγκιπας από το Μόναχο, ο δεκαεπτάχρονος Όθων. Ο Λεοπόλδος, μέχρι το 1865 που έζησε, έβαλε τις βάσεις ενός ισχυρού κράτους (κυρίως οικονομικά) με πρώτη φροντίδα, ήδη το 1831, το σύνταγμα και την ίδρυση χαρτογραφικής υπηρεσίας για την τοπογράφηση της επικράτειάς του.
Το Βέλγιο αναφέρεται από ιστορικούς όπως ο Finlay, διότι ο πρώτος του βασιλιάς Λεοπόλδος ήταν η αποτυχημένη πρόταση των Δυνάμεων να γίνει πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας. Ο Βρετανός ιστορικός σημειώνει (1861) για αυτόν: «είναι άγνωστο αν θα είχε κερδίσει στην Ελλάδα την τιμή που κέρδισε ως σώφρων κυβερνήτης στον θρόνο του Βελγίου, αλλά θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι θα είχε προσφέρει στην ανθρωπότητα, αν αναλογιστούμε από πόσα χρόνια αναρχίας θα είχαν σωθεί οι Έλληνες αν είχε εκτιμήσει καλύτερα, από ότι έκανε, τις ευθύνες που ανέλαβε όταν δέχτηκε να ηγεμονεύσει στην Ελλάδα». Και ακόμα για την πολιτική των Δυνάμεων: «η πολιτική ατμόσφαιρα στην Ευρώπη κατά το 1831 ήταν πολύ ταραγμένη για να επιτρέψει στους Συμμάχους να δώσουν κάτι περισσότερο από μια πρόχειρη ματιά στις υποθέσεις της Ελλάδας, της οποίας η ασταθής κατάσταση κατέστρεφε βαθμιαία τη σπουδαιότητα της χώρας για τη λύση αυτού που οι πολιτικοί αποκαλούσαν Ανατολικό ζήτημα. Την προσοχή της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας απορροφούσε η δημιουργία του βασιλείου του Βελγίου». Και επιπλέον για τα οικονομικά, ότι θα ήταν επωφελέστερο για το ελληνικό νόμισμα να υπήρχε «ισοτιμία με το νόμισμα του Βελγίου...». Η χώρα είχε τότε σχεδόν ίση έκταση με εκείνη της Ελλάδας των πρώτων συνόρων, αλλά 5,5 φορές περισσότερο πληθυσμό· η αναφορά της από τον Finlay ίσως υπονοούσε ότι η δύσπνοια του νέου ελληνικού κράτους οφείλονταν στην ακατάλληλη επιλογή ηγεμόνα· ενός απροετοίμαστου υπό κηδεμονία νεαρού, ανήμπορου να οδηγήσει την Ελλάδα στον δρόμο ενός ευρωπαϊκού κράτους, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στο Βέλγιο. Θα μπορούσε με τον ώριμο Λεοπόλδο που γνώριζε ―κατά τον Finlay― πως να «ταλαιπωρεί τους Συμμάχους» και να «βασανίζει τους Άγγλους πρέσβεις με τις διαπραγματεύσεις του» τα πράγματα στο νέο ελληνικό κράτος να πήγαιναν καλύτερα; και θα μπορούσε ―όπως έγινε στο συνομήλικο βελγικό κράτος― να είχε ιδρυθεί και λειτουργήσει τότε βιώσιμη χαρτογραφική υπηρεσία στην Ελλάδα, μισό αιώνα πριν την ιδρύσει ο Τρικούπης το 1889; Όμως με υποθέσεις και ετεροχρονισμένους ευσεβείς πόθους δεν ανατρέπονται τα δεδομένα της πραγματικότητας· ό,τι έγινε στο Βέλγιο, δεν ήταν δυνατόν να γίνει στην Ελλάδα. Αν και γεννήθηκε επίσης επαναστατικά και εν πολλοίς φιλελεύθερο ―με γαλλική και ρωσική προστασία έναντι των Ολλανδών― μη υποφέροντας τη θρησκευτική καταπίεση και για αυτό την πολιτική απαξίωση, το Βέλγιο προήλθε με απόσχιση από ένα ώριμο ευρωπαϊκό κράτος ενταγμένο στην Α΄ βιομηχανική επανάσταση. Με ισχυρές αστικές παραδόσεις, εγγύτητα πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών νοοτροπιών, εμπειρίες από τον κόσμο των Μεγάλων Ανακαλύψεων και των χαρτογραφικών επιτευγμάτων, και τεχνολογικές δυνατότητες, πολιτισμικές προσλαβάνουσες και θεσμούς κοινούς με την Ολλανδία (πλην των θρησκευτικών, με ό,τι αυτό συνεπάγονταν). Οι Βέλγοι, έτοιμοι να ενταχθούν στη Β΄ βιομηχανική επανάσταση, αμέσως μόλις ανακηρύχτηκε το νέο κράτος τους έσπευσαν ―μαζί με το σύνταγμα― να επιβάλουν τη δική τους απεικονιστική τάξη ιδρύοντας χαρτογραφική υπηρεσία, το Dépôt de la guerre et de la topographie (1831), κατά το γαλλικό πρότυπο· πρώτα για να τακτοποιήσουν τους υπάρχοντες χάρτες που απεικόνιζαν την επικράτεια και μετά για να κατασκευάσουν νέους καλύτερους. Έδρα της, επί ενάμιση αιώνα (1871-2020), ένα ωραίο οικοδόμημα των Βρυξελλών, το αβαείο της Cambre.
Από το φθινόπωρο του 1843 με διάταγμα του δυναμικού Λεοπόλδου άρχισαν οι εργασίες για τη σύνταξη του πρώτου πολύφυλλου τοπογραφικού χάρτη της χώρας, σε κλίμακα 1εκ./200μέτ., που εκτελέστηκαν σε δύο χρονικούς κύκλους (1846-1854 και 1865-1883). Η νέα χαρτογράφηση του Βελγίου είχε ολοκληρωθεί όταν στην Αθήνα διατυπώνονταν αργόσυρτα (εκ παραδόσεως) αντικρουόμενοι προβληματισμοί για τη δημιουργία χαρτογραφικής υπηρεσίας, μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και τη χάραξη των νέων συνόρων. Ο χάρτης του ελληνικού βασιλείου των πρώτων συνόρων ―του γαλλικού Dépôt― ήταν ήδη μια γενιά παλιότερος (1852) και 10 φορές μικρότερης κλίμακας (1εκ./2χλμ.) από τον νέο χάρτη του Βελγίου (1εκ./200μέτ.), ο οποίος αποτελεί και σήμερα αντικείμενο δημόσιων φροντίδων και θαυμασμού. Στο ελληνικό κράτος, παρά τις συνταγματικές επιδόσεις του, η ανάγκη απεικονιστικής τάξης άργησε πολύ να συνειδητοποιηθεί και όταν αυτό συνέβη υποχρεωτικά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, λόγω της ενσωμάτωσης της Θεσσαλίας, οι διεθνείς ανταγωνισμοί ήταν τέτοιοι που δημιούργησαν μια χαρτογραφική αμηχανία και σύγχυση οδηγώντας σε αντιληπτικές στρεβλώσεις περί των χαρτών εν γένει. Όμως ―και για τα ‘του Καίσαρος...’― σε αντίθεση με τη χαρτογραφική υπεροχή των Βέλγων, δηλαδή στον τεχνολογικό πολιτισμό, οι Έλληνες υπερτερούσαν στον νομικό και μάλιστα αβίαστα... Πριν το πρώτο βελγικό σύνταγμα του 1831 ―χρονιά ίδρυσης του κράτους και της χαρτογραφικής του υπηρεσίας― οι ζωηροί Έλληνες είχαν ήδη συντάξει δύο συντάγματα, του 1822 και του 1827, πριν το τρίτο τους το 1844 και τα πολυάριθμα μέχρι το 1970, τότε που οι Βέλγοι μόλις έκαναν την πρώτη συνταγματική τους μεταρρύθμιση μετά το 1831. Ίσως η ιστορία του Βελγίου να μη δημιουργούσε τις συνταγματικές ανάγκες που δημιουργούσε η ανήσυχη ιστορία της Ελλάδας και οι πατροπαράδοτες νομοπαρασκευαστικές ικανότητες των Ελλήνων. Όμως η χαρτογραφική και τεχνολογική του υπεροχή καθόλου δεν το βοήθησε να αυξήσει τη γεωγραφική του επικράτεια από το 1831 μέχρι σήμερα, ενώ ο πληθυσμός του αυξήθηκε μόνο κατά 3 φορές από τότε. Αντίθετα οι Έλληνες ―στο ίδιο διάστημα― με σημαντικά λιγότερα χαρτογραφικά και τεχνολογικά επιτεύγματα αύξησαν τη γεωγραφική τους επικράτεια κατά 3 φορές και τον πληθυσμό της χώρας κατά 15. Χωρίς την τεχνολογική ―χαρτογραφική και κτηματολογική― παράδοση και επιμέλεια του Βελγίου, η Ελλάδα είναι σήμερα 4 φορές μεγαλύτερη σε έκταση και με σχεδόν τον ίδιο πληθυσμό, όταν το 1831 ήταν 5,5 φορές μικρότερος εκείνου του Βελγίου. Ίσως για αυτό ο τεχνικός πολιτισμός, τα έργα υποδομής με το κτηματολόγιο, οι χαρτογραφήσεις και οι βιομηχανικές επαναστάσεις, στα οποία επένδυε με υπομονή η Ευρώπη τον 19ο αιώνα, δεν συγκινούσαν τους ανυπόμονους Έλληνες. Η κλίση τους ήταν προς τις πατροπαράδοτες δυναμικές ιδεολογικές και διχαστικές τους αντιπαραθέσεις στις οποίες εξαντλούσαν ―μαζί με τη νομοθετική τους δεινότητα― τη ζωτικότητά τους, χωρίς να εμποδίζεται η εδαφική επέκταση της χώρας και ο πληθυσμιακός τους πολλαπλασιασμός. Αρκετά λοιπόν με τα χαρτογραφικά επιτεύγματα του συνομήλικου βελγικού κράτους, που άλλωστε μετά τον Λεοπόλδο Α΄ πήρε και τον κακό δρόμο της αποικιοκρατίας με τον διάδοχό του, τον Β΄, του οποίου τα ενθυμητικά αγάλματα απειλούνται σήμερα στις Βρυξέλλες και αλλού.
Ας επανέλθουμε λοιπόν στα δικά μας, την περίοδο που οι Έλληνες βρίσκονταν ήδη στο β΄ μισό της δεύτερης μετά το 1821 ‘χαρτογραφικής περιόδου’ τους (1850-1880). Τότε που ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, ως «συνδιαμορφωτής της περιόδου», στα 39 του στο υπουργείο Οικονομικών, αν και ‘παλαιάς κοπής’ πολιτικός χωρίς ευρωπαϊκές προσλαμβάνουσες, είναι ο πρώτος που θα προσπαθήσει για τα αναγκαία τεχνικά έργα υποδομών· τα χαμένα μέχρι τότε από τον ορίζοντα του ελληνικού κράτους και του πολιτικού συστήματος. Διετέλεσε δέκα φορές πρωθυπουργός από το 1865 μέχρι το 1882, κατά τις δύο δεκαετίες του 1860 και 1870, των είκοσι και δεκαεπτά κυβερνήσεων αντίστοιχα. Τότε (1865) εμφανίζεται στο πολιτικό σκηνικό και ο διπλωμάτης Χαρίλαος Τρικούπης στα 33 του, με σημαντικές ευρωπαϊκές εμπειρίες αυτός. Έμελλε να αναδειχτεί ως ο βασικός συνεχιστής του πρώιμου εκσυγχρονισμού στο β΄ μισό του 19ου αιώνα. Συνεργάτης του Κουμουνδούρου στην αρχή, πολιτεύτηκε ανεξάρτητα (1868-1872) με βάση τις αρχές διακυβέρνησης που έθεσε το 1867 και προέβαλε στις εκλογές του 1872, συμμετέχοντας με δικό του σχηματισμό και σημαντικές προσωπικότητες της εποχής. Κύρια ζητούμενα του τρικουπικού σχεδίου η συνταγματική τάξη, το ευρωπαϊκό πρότυπο και η συνεργασία με τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες για τη μεγέθυνση της παραγωγής και την ανάπτυξη των υλικών αγαθών, στον απόηχο της Β΄ βιομηχανικής επανάστασης. Παρά τη μεγάλη προσπάθεια του Κουμουνδούρου για την εισαγωγή των τεχνικών έργων υποδομής στην αντίληψη και λογική του πολιτικού συστήματος ―αυτό αντέδρασε βέβαια μαχητικά, κατά τα πατροπαράδοτα― η αναπτυξιακή (τοπογραφική) χαρτογράφηση και το κτηματολόγιο δεν συμπεριλαμβάνονται στην ύλη της πολιτικής των αναγκαίων τεχνικών υποδομών, σε αντίθεση με τη σχετική ευρωπαϊκή πρακτική της εποχής. Παράδειγμα τέτοιας πρακτικής ήταν η υποδειγματική γερμανική τοπογραφική χαρτογράφηση της Αττικής (γνωστή ως του Kaupert), σε κλίμακα 1εκ./250μέτ., που άρχισε το 1875, τη χρονιά της έναρξης του ρωσοτουρκικού πολέμου και της επιστράτευσης για το αναζωπυρωμένο Θεσσαλικό ζήτημα, τρίτη φορά μετά την άγονη εξέγερση του 1841, κατά τον τουρκοαιγυπτιακό πόλεμο, και την εφήμερη εισβολή του 1854, κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο. Οι Γερμανοί ―καλεσμένοι του νεοϊδρυμένου γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών (1874)― χαρτογραφούν συστηματικά την Αττική, σχεδόν επί εικοσαετία, μέχρι τις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του 19ου
αιώνα, ενώ οι χάρτες τους εκδίδονται σε φάσεις μέχρι τις αρχές του 20ού. Είναι τέτοια η ποιότητά τους, ώστε κατά τα έτη 1926-1928 η Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού θα μεγεθύνει τα γερμανικά φύλλα κατά 20% (στην κλίμακα 1 εκ./200 μέτ.), με τη σχετική επικαιροποίηση του περιεχομένου τους, και θα εκδώσει σε 31 φύλλα τον χάρτη της Αττικής.
Την τριετία 1873-1876 κατασκευάζεται και εκδίδεται στη Βιέννη, από το αυστριακό καισαροβασιλικό στρατιωτικό Γεωγραφικό Ινστιτούτο, τοπογραφικός παράγωγος πολύφυλλος χάρτης της κεντρικής Ευρώπης και των Βαλκανίων, o λεγόμενος ‘πρόχειρος’ ή ‘του Scheda’, σε κλίμακα 1εκ./3χλμ. Τα (τετράγωνα) φύλλα του απεικονίζουν περιοχές βορείως των πρώτων ελληνικών συνόρων προς τη Θεσσαλία και Ήπειρο ―όπως χαράχτηκαν στον χάρτη του Dépôt (1852). Ο αυστριακός αυτός χάρτης έχει μεγάλη σημασία για τις χαρτογραφικές εξελίξεις στη διευρυμένη Ελλάδα, μετά το Συνέδριο του Βερολίνου (1878). Όμως τους Έλληνες της δεκαετίας 1870-1880 συγκινούν περισσότερο οι ‘ιδεολογικοί’ εθνογραφικοί και εθνοκρατικοί (θεματικοί) χάρτες, ως χαρτογραφικό πρελούδιο των διεθνών γεγονότων που θα καταλήξουν μετά το Βερολίνο στην ενσωμάτωση της Θεσσαλίας το 1881. Σημαντικό ρόλο σε αυτό θα παίξει το διεθνές κύρος του γεωγράφου Heinrich Kiepert και η επιρροή που θα του ασκήσει ο Παπαρρηγόπουλος, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του αθηναϊκού Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων. Στο έργο του Kiepert περιλαμβάνεται ο Άτλας της Ελλάδας (1871) και ο σημαντικός δίφυλλος χάρτης της Θεσσαλίας και Ηπείρου (1871), σε κλίμακα 1εκ./5χλμ. Ο δεκαπεντάφυλλος χάρτης του 1872, Τοπογραφικός Ιστορικός Άτλας της Ελλάδος και οι Ελληνικές Αποικίες, αποτελεί επανέκδοση του έργου του 1846 σε 24 φύλλα. Οι δύο παράγωγοι ―και μεγεθυμένοι― χάρτες του 1878 που εκδόθηκαν στην Αθήνα, σε ιδιωτικό τυπογραφείο, φαίνεται να βασίζονται στους χάρτες του στρατιωτικού Γεωγραφικού Ινστιτούτου της Βιέννης και του Kiepert: τα τέσσερα φύλλα του Γενικού Επιτελείου, σε μεγεθυμένη κλίμακα 1εκ./4,2χλμ., με απεικονίσεις της Ηπείρου, Θεσσαλίας, Μακεδονίας και ο οκτάφυλλος Πίναξ της Μεσημβρινής Ηπείρου και Θεσσαλίας του αυτοδίδακτου χαρτογράφου Μιχαήλ Χρυσοχόου, σε μεγεθυμένη κλίμακα 1εκ./2χλμ. Η Θεσσαλία θα αλλάξει οριστικά τους όρους για τη συνειδητοποίηση από το ελληνικό κράτος (το πολιτικό σύστημα και το στράτευμα που το επηρεάζει) της επείγουσας ανάγκης μιας επιτέλους επιστημονικής χαρτογράφησης ―όχι βέβαια και αυτό με ευκολία.
Το προοίμιο της τρίτης ‘χαρτογραφικής περιόδου’ (1880-1910) μετά το 1821 αρχίζει στη Θεσσαλία, την Ελλάδα μεταξύ δύο συνόρων και διεπαφή με την Ήπειρο και τη Μακεδονία· οι γεωγραφικές φιλοδοξίες της χώρας έχουν γίνει τώρα μεγαλύτερες. Όμως, θα συνεχίσει άραγε και μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας να ισχύει ο αφορισμός του Μιχαήλ Χρυσοχόου για την κατάσταση της χαρτογραφίας στην Ελλάδα της εποχής; Η διατύπωση είναι του 1879:
H έκδοσις χάρτου εν Ελλάδι, όπου, ως γνωστόν, πάντα είναι ελλιπή και δυσέφικτα, δικαίως φαίνεται έργον παράβολον και εις αποτυχίαν καταδεδικασμένον. Η ανεπάρκεια των επιστημονικών ημών γνώσεων και η ευτέλεια των μέσων ευλόγως εμβάλλουσιν εις αμηχανίαν και εις δισταγμούς πάντα έχοντα αίσθησιν των δυσχερειών και συνείδησιν.
Χρησιμοποιήθηκαν ως βιβλιογραφία
G. Finlay. History of the Greek Revolution. Vol. II. Edinburgh & London, William Blackwood & Sons, 1861.
S. A. Papadopoulos. «Capitaine Peytier: Mémoire sur la Grèce». Ερανιστής, 51[-52], Ιούν.-Αύγ. 1971, σσ. 121-164.
Ε. Λιβιεράτος. «Σχόλια περί την χαρτογραφία, τους χάρτες και τις ελληνικές τους ‘περιπλοκές’». Γεωγραφίες, Τεύχος 1. Αθήνα, Εξάντας 2001, σσ. 56-72.
G. Hering. Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936. Τομ. Α’, ΜΙΕΤ 2004. ISBN 978-960-250-315-7.
E. Witte, J. Craeybeckx, A. Meynen. Political history of Belgium: from 1830 onwards. Brussels, Academic & Scientific Publishers, 2009. ISBN 978-90-5487-517-8.
Ε. Λιβιεράτος. Χώρας Χαρτών Γράφειν. Με αφορμή τα 130 χρόνια της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού. Θεσσαλονίκη, Βιβλιοθήκη & Κέντρο Πληροφόρησης ΑΠΘ, 2020. ISBN 978-960-243-722-3.