Ακαθή

Κάποιες φορές, όταν η ζωή έχει τα κέφια της, σου κάνει τη χάρη και σου αποκαλύπτει στα κρυφά το νόημά της. Τότε, δεν έχεις παρά να σταθείς και να κοιτάξεις με προσοχή προς τα κει που σου δείχνει.
Ήταν η τρίτη φορά που την έβλεπα μέσα στη βδομάδα να περνά έξω απ’ το γραφείο κατά τις έξι το απόγευμα και να συνεχίζει το δρόμο προς το λιμάνι. Ομολογώ πως δεν είχα ξανακάνει ποτέ κάτι ανάλογο στο παρελθόν, ούτε καν μου είχε περάσει απ’ το μυαλό. Ωστόσο εκείνο το απόγευμα, φεύγοντας απ’ τη δουλειά, αφέθηκα σε μια ανεξήγητη παρόρμηση και την ακολούθησα.
Ήμουν νεοφερμένος στο νησί κι η περιέργειά μου για τους ανθρώπους και τον τόπο ήταν ακόμα φρέσκια. Ο λόγος της εγκατάστασής μου εκεί ήταν η κατασκευή ενός ξενώνα στο λιμάνι, στα πρότυπα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής των μικρών Κυκλάδων. Η δουλειά στο μοναδικό αρχιτεκτονικό γραφείο του νησιού ήταν μια καλή επαγγελματική ευκαιρία για έναν νέο αρχιτέκτονα όπως εγώ. Η προοπτική μάλιστα της ζωής τον χειμώνα σε νησί της άγονης γραμμής, φάνταζε πρόκληση για κάποιον που εγκατέλειπε μέχρι τότε την Αθήνα μόνο για διακοπές.
Περπατούσε αργά και προσεκτικά με βήματα μικρά και σταθερά σαν να φοβόταν μη σκοντάψει. Όπου στένευε ο δρόμος κι έβγαζε σε καλντερίμι με σκαλοπάτια, κατέβαινε πλαγιαστά με κάποια δυσκολία, ζυγιάζοντας τη δύναμή της και την απόσταση κάθε σκαλιού. Το φθινοπωρινό αεράκι έκανε ευχάριστη αυτή την παράξενη παρακολούθηση που ακόμα δεν γνώριζα τον σκοπό της. Κρατούσα αρκετή απόσταση μακριά της, παριστάνοντας πως βολτάρω χαζεύοντας. Η σκέψη πως, αφού μέχρι τότε είχα κάνει ελάχιστες γνωριμίες στο νησί, ελάχιστες θα ήταν και οι πιθανότητες να συναντήσω κάποιον γνωστό και να κινήσω υποψίες, ενίσχυε το θράσος μου.
Λίγα μέτρα πιο κάτω, την είδα να σταματά μπροστά σε ένα χαμηλό σπίτι με αυλή και χτιστές πεζούλες καλυμμένες με υφαντά χράμια. Άνοιξε την αυλόπορτα και στάθηκε έξω απ’ το παράθυρο να κοιτάζει για μερικά λεπτά. Σε μια στιγμή τέντωσε το κεφάλι της σαν να ’θελε να δει καθαρότερα τα όσα συνέβαιναν μέσα στο σπίτι. Έπειτα, έβγαλε το μαντήλι της απ’ το κεφάλι, το κατέβασε χαμηλά στους ώμους γύρω απ΄το χαμηλό κοτσάκι των λευκών της μαλλιών κι άρχισε να κουνά και τα δυο της χέρια με τρόπο παιχνιδιάρικο, σαν να ’θελε να τραβήξει την προσοχή κάποιου πίσω απ’ το παράθυρο. Έπειτα, ξαναφόρεσε το μαντήλι της και συνέχισε το δρόμο της. Ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στο παράθυρο, είδα μια νεαρή γυναίκα μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά να συνοδεύει με τη ματιά της κι ένα ελαφρό χαμόγελο την απρόσκλητη επισκέπτρια, που κατηφόριζε ήδη το καλντερίμι.

Δυο στενά πιο πέρα, την είδα να κοντοστέκεται έξω από μια πράσινη εξώπορτα. Απ΄ τη μέση και πάνω η πόρτα ήταν ανοιχτή σαν παράθυρο, τυπικό δείγμα εισόδου των σπιτιών στο νησί, επιτρέποντας τη θέα μέσα κι έξω απ΄ το σπίτι. Η γειτονιά ήταν ήσυχη εκείνη την ώρα και το μόνο που ακουγόταν ήταν χαρούμενες παιδικές φωνές και τρεχαλητά. Το κυνηγητό τους διέκοπτε μια δυνατή γυναικεία φωνή που κάθε τόσο τους μάλωνε: «Πρώτα τα μαθήματα και μετά το παιχνίδι έχουμε πει». Μια κανελιά γάτα πήδησε εκείνη την ώρα απ’ την μισάνοιχτη πόρτα στην αυλή και γουργούρισε γύρω απ΄ τα πόδια της επισκέπτριας, που έσκυψε και την χάιδεψε σαν να ήταν παλιές γνώριμες. Η γυναίκα έβγαλε απ’ την τσέπη της σκούρας μπλε ρόμπας της ένα σακουλάκι και άρχισε να το κουνάει ψηλά κάνοντας νεύματα με τ΄ άλλο της χέρι. Έπειτα, άφησε το σακουλάκι επάνω στο τραπεζάκι της αυλής και έκλεισε προσεκτικά την αυλόπορτα πίσω της. Δεν είχε προχωρήσει δυο βήματα όταν ένας μικρός πετάχτηκε μεσ’ απ΄το σπίτι ξυπόλητος σαν αστραπή, άρπαξε το σακουλάκι και δάγκωσε λαίμαργα το περιεχόμενό του, φωνάζοντας με το στόμα γεμάτο: «Φχαριστώ!». Απ’ ό,τι φάνηκε, η παρουσία της περίεργης επισκέπτριας δεν ήταν και τόσο απρόσμενη!
Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που έπιναν στην αυλή τον απογευματινό καφέ τους με θέα το λιμάνι, ήταν η τρίτη της στάση. «Κόπιασε Ακαθή μου να σε κεράσω σταφύλι γλυκό που ΄φτιαξα σήμερα το πρωί. Ροζακί, από την κρεβατίνα μας». «Σχώρα με Καλλιώ μου. Έτσι πέρασα, να πω μια καλησπέρα. Με περιμένει σπίτι η Φιόρα μου. Μα το σταφύλι σου δεν το ξεχνώ». Η άγνωστη γυναίκα που ’χα πάρει εδώ και ώρα στο κατόπι, είχε πλέον όνομα και φωνή. Ήταν μάλιστα τόσο ευγενική και ήρεμη που μ’ έκανε να νιώσω ενοχή για την αδιάκριτη συνοδεία μου. Η περιέργειά μου ωστόσο πιο δυνατή, με έσπρωχνε μέχρι το τέλος της διαδρομής.

Όταν πια φτάσαμε στο λιμάνι, η κυρά Ακαθή άνοιξε την πόρτα μιας περιποιημένης αυλίτσας με πολύχρωμες γλάστρες γεμάτες λουλούδια. Μια ασπρόμαυρη λυγερή γάτα ήρθε νιαουρίζοντας και κούρνιαξε στα πόδια της. «Καλώς τη Φιόρα μου. Δεν άργησα, ε;» Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού κι η γάτα την ακολούθησε. Όμως λίγο πριν μπει μέσα, γύρισε το κεφάλι της και τότε ταράχτηκα, σαν ένιωσα το βλέμμα της να μ’ αναζητά. Η ενοχή μου έγινε τότε ντροπή μα δεν βρήκα το θάρρος να αποκαλυφθώ. Κατάλαβα πως η διαδρομή της είχε τελειώσει και συνέχισα για το καφενείο του λιμανιού. Παραγγέλνοντας τον καφέ μου, διαπίστωσα πως εκείνο το απόγευμα, ήταν η πρώτη φορά μέσα σ’ ένα μήνα που ήμουν στο νησί, βυθισμένος σε σχέδια και μετρήσεις, που έβλεπα πραγματικά τους κατοίκους του.
Την επομένη ρώτησα και έμαθα. Η κυρά Ακαθή είχε μείνει χήρα. Ο άνδρας της ήταν ναυτικός κι ο γιος της φευγάτος από τα νιάτα του στην Αμερική. Έκανε εκεί οικογένεια κι είχε χρόνια να πατήσει ξανά το πόδι του στο νησί. Εκείνη δύσκολα τα ’βγαζε πέρα με μια σύνταξη μα όλοι είχαν να λένε για το χαμόγελό της και το «Δόξα τω Θεώ» στο στόμα της. Μαμή στα νιάτα της, γνώριζε όλο το νησί και παρέστεκε σ΄ όποιον είχε την ανάγκη της. Τώρα που είχε γεράσει, η έγνοια της για τους άλλους γέμιζε τη δική της μοναχική ζωή. Η μέρα της περνούσε με διαδρομές στις γειτονιές του νησιού και διακριτικές επισκέψεις μη λάχει και την χρειαστούν. Όλοι στο νησί την ήξεραν και την καλοδέχονταν.

Εξακολουθούσε να περνά απ’ το γραφείο τ’ απογεύματα μα δεν τόλμησα να πάω ξανά ξοπίσω της. Ένα απόγευμα, στο τέλος του μήνα, ξαφνιάστηκα όταν την είδα να περιμένει καθιστή στην απέναντι πεζούλα. Μόλις με είδε να βγαίνω, σηκώθηκε και χαμογελώντας μου με προσκάλεσε: «Έλα γιε μου. Πάμε τώρα να τους δεις κι από κοντά!».
Έχασα τα λόγια μου. Ο τρόπος της δεν μου άφηνε περιθώρια για δικαιολογίες. Ήθελε να μου προσφέρει στα φανερά πια τη χαρά εκείνης της διαδρομής και δεν της το αρνήθηκα. Την ακολούθησα μα τούτη τη φορά στο πλάι της.

Δεν φανταζόμουν τότε πως δέκα χρόνια μετά, θα εξακολουθούσα να κάνω αυτές τις διαδρομές στο νησί, με ή χωρίς την κυρά Ακαθή, κλείνοντας το μάτι στη ζωή σε κάθε στάση.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: