Αllegro forte στον ακάλυπτο

Λεπτομέρεια από έργο του Martin Leman
Λεπτομέρεια από έργο του Martin Leman

Ανοίγω τα πατζούρια του γραφείου ξημερώματα και βλέπω τις λάμπες να ανάβουν στις κουζίνες και τα πρώτα τσιγάρα να σιγοκαίνε δίπλα στον πρωινό καφέ. Το πρώτο φως της μέρας τρυπώνει δειλά, μαζί με τις πρωινές μυρωδιές του ακάλυπτου. Το άρωμα των λεμονανθών από τις λεμονιές του κήπου μπερδεύεται με τα μυρωδικά από τις κατασαρόλες που μπαίνουν αξημέρωτα στη φωτιά. Κι όταν ο ήλιος φωτίσει πια τα γεράνια των μικρών μπαλκονιών, βγαίνουν οι νοικοκυρές, πρωταγωνίστριες με φόντο τ’ απλωμένα λευκά σεντόνια, να τινάξουν τα νυχτερινά σκεπάσματα. Κι όπως ανοίγουν αργά οι γρίλιες των παραθύρων, αποκαλύπτονται σκηνές αυτοσχεδιασμού στα διαμερίσματα κάθε ορόφου. Το κορίτσι του τέταρτου ποζάρει στον καθρέφτη, η γιαγιά του δεύτερου λικνίζεται κρατώντας τρανζιστοράκι, το ζευγάρι του τρίτου καυγαδίζει, ο παππούς του πρώτου μιλά στη γάτα του. Ζωές, που παλιότερα αγνοούσα, γυρνώντας αργά το βράδυ σπίτι χωρίς να ανοίξω πατζούρι, για να χαθώ στο τίποτα της τηλεόρασης και να με πάρει ο ύπνος.
Ήταν τότε που κυνηγούσα τις ζωές των άλλων γράφοντας για την εφημερίδα κι άφηνα τη δική μου να ασθμαίνει ξοπίσω μου μήπως κι ακούσω το παράπονό της. Κι όταν ξαφνικά δυο μήνες πριν, ήταν αυτή που αποφάσισε να με ρίξει απ’ την καρέκλα, βρέθηκα χωρίς αποζημίωση στο μπαλκόνι τρίτου ορόφου πολυκατοικίας του εξήντα στα Πατήσια, με θέα τον ακάλυπτο. Και τώρα, κάθομαι πρώτη φορά θεατής με εισιτήριο ανέργων στο θεωρείο του τρίτου και παρακολουθώ την εξέλιξη ενός έργου που σταματά κάθε βράδυ και ξαναρχίζει το πρωί με μικρές παραλλαγές, αρκετές για να κάνουν κάθε παράσταση ξεχωριστή. Οι ένοικοι θαρρείς πως μυστικά μοιράζουν μεταξύ τους τους ρόλους τους κι ο μόνος που απομένει για μένα είναι αυτός που γνωρίζω καλύτερα, να γράψω για κείνους.
Μέρες τώρα βρίσκομαι σε συγγραφικό πυρετό. Οι σελίδες μου φουριόζες τρέχουν να προλάβουν το νήμα της σκέψης μου κι ο πρωταγωνιστής μου ακολουθεί πιστά τη διαδρομή που ’χω χαράξει γι’ αυτόν στον καμβά της πλοκής.
Σήμερα όμως, ο κέρσορας στην αριστερή άκρη της λευκής σελίδας, φρουρός σε ετοιμότητα για την εκτέλεση κάθε μου εντολής μέχρι τώρα, μένει για ώρες ακίνητος, κοιτάζοντάς με σχεδόν χλευαστικά. Με μια αποφασιστική κίνηση, σαν σε παρτίδα σκακιού πριν το ματ, πατώ παρατεταμένα την τελεία, δημιουργώντας συνεχόμενες σειρές ως το τέλος, για να τον υποχρεώσω ν’ αλλάξει θέση. Το μόνο που μου μένει είναι να γεμίσω τις σειρές. Με τι όμως; Πού πήγαν οι λέξεις μου; Ο ήρωάς μου αβοήθητος περιμένει στο τέλος της προηγούμενης σελίδας να τον βγάλω απ’ το αδιέξοδο. Αποφασίζω να γράψω αυτό που σκέφτομαι, μόνο και μόνο για να ακούσω τον ανακουφιστικό ήχο των πλήκτρων : «Δεν ξέρω τι να γράψω». Γεμίζω μια ακόμη σελίδα με την επαναλαμβανόμενη φράση. Κοιτώντας όμως τον κέρσορα στο τέλος της, νιώθω ακόμα χειρότερα.Τι μου συμβαίνει;

Αφήνω τη σελίδα ανοιχτή κι αποφασίζω να βγω για μια βόλτα μήπως συναντηθώ με τη Μούσα στην Πατησίων. Βγαίνοντας απ’ το διαμέρισμα, το πόδι μου πατά ένα φάκελο ριγμένο κάτω απ’ την πόρτα. Περίεργο! Αλληλογραφία εκτός γραμματοκιβωτίου! Τον ανοίγω κι από μέσα γλιστρά μια φωτογραφία κι ένα δακτυλογραφημένο σημείωμα: «Είσαι κι εσύ μέρος του ίδιου σκηνικού». Ξαφνιάζομαι και στη συνέχεια τρομάζω στην ιδέα πως κάποιος εκεί έξω με παρακολουθεί. Κλείνω την πόρτα και κατεβαίνω απ’ τις σκάλες.Το ασανσέρ φαντάζει κλειστοφοβικό. Στην εξώπορτα συναντώ δυο γείτονες. Τους προσπερνώ καχύποπτα χωρίς να τους χαιρετίσω. Έτσι κι αλλιώς δεν έχω και πολλά πάρε δώσε με την πολυκατοικία. Βγαίνω στο δρόμο και δεν ξέρω ποια κατεύθυνση να πάρω. Δεν έχει μπλοκάρει μόνο το μυαλό μου αλλά και το σώμα μου. Αποφασίζω να περπατήσω με κατεύθυνση προς Αθήνα. Πιάνω τον εαυτό μου να επιταχύνει σαν να με κυνηγούν.
Όταν πια φτάνω στην πλατεία Αμερικής, κάθομαι σ’ ένα παγκάκι νιώθοντας σχετικά ασφαλής, αφού βρίσκομαι αρκετά τετράγωνα μακριά απ’ το σπίτι μου. Βγάζω ξανά τη φωτογραφία. Παρατηρώ πως την έχουν τραβήξει σήμερα. Είμαι καθιστός στο γραφείο μου, φορώ το ίδιο γαλάζιο πουκάμισο και με μάτια κλειστά και μια βαθιά ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια, φαίνομαι βυθισμένος στο συγγραφικό μου μπλοκάρισμα. Ξαφνικά διαπιστώνω πόσο αστεία δείχνει η απεγνωσμένη μου φάτσα. Αν η φωτογραφία είχε λεζάντα, θα έγραφε: «Απόγνωση μπροστά στη λευκή σελίδα». Βάζω τη φωτογραφία στην τσέπη κι αποφασίζω με το κεφάλι άδειο να επιστρέψω στο σπίτι.
Μια δεύτερη όμως έκπληξη με περιμένει. Ένα ακόμα σημείωμα, αυτή τη φορά σφηνωμένο στην άκρη της εξώπορτας: «Δεν απέδωσε ούτε η βόλτα; Δοκίμασε να ακούσεις μουσική». Παίρνω τα σημειώματα και τ’ ακουμπώ στο γραφείο μήπως και λύσω το γρίφο. Κλείνω το φως και τραβώ τις κουρτίνες. Κάθομαι στην καρέκλα και παρατηρώ τους ενοίκους σαν φιγούρες σε θέατρο σκιών στα φωτισμένα δωμάτια. Κάποιος απ’ όλους μ’ έχει βάλει στο μάτι.

Την ίδια στιγμή, απ’ τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα φτάνει μια μελωδία πιάνου σε allegro forte. Σηκώνομαι και κρυφοκοιτάζω. Διακρίνω μια λεπτή γυναικεία σιλουέτα να κεντά με πάθος τα πλήκτρα του πιάνου στο σαλόνι του απέναντι διαμερίσματος. Η μουσική, αφού αγκαλιάσει και την πιο απόμερη γωνιά του ακάλυπτου, σταματά απότομα στο crescendo. Η νεανική φιγούρα κάθεται για λίγο σκυφτή μπροστά στο πιάνο, με τα χέρια να χαϊδεύουν τα πλήκτρα. Το δυνατό μου χειροκρότημα ξαφνιάζει τη βραδινή ηρεμία. Εκείνη σηκώνεται και γυρίζοντας προς το μπαλκόνι μου, κάνει μια ελαφριά υπόκλιση. Μ’ ένα χαμόγελο που μόλις προλαβαίνω να δω, χάνεται στο βάθος του δωματίου. Στέκομαι να κοιτάζω την κουρτίνα της ν’ ανεμίζει. Είμαι ερωτευμένος.

Γυρνώ στο γραφείο μου. Χαμογελώ στον κέρσορα: « Ήρθε η ώρα να μετακινηθείς!». Ο ήρωάς μου παίρνει την πρωτοβουλία να μου υπαγορεύσει ο ίδιος τη λύση στο πρόβλημά του και προχωρά στην επόμενη σελίδα. Είναι ερωτευμένος.
Το επίμονο κλάμα του πιτσιρικά απ’ το διπλανό διαμέρισμα που αυθάδικα ταράζει τη μεσημεριανή ησυχία, με βγάζει απ’ τον ενύπνιο οίστρο μου. Έχω στραβολαιμιάσει και η λευκή σελίδα του υπολογιστή μπροστά μου μαρτυρεί τη συγγραφική απραξία του πρωινού. Ρίχνω μια ματιά έξω. Όλα είναι όπως πριν. Όλα, εκτός από μένα. Είμαι αποφασισμένος. Σήμερα θα της μιλήσω κι ας ακουστώ σ’ όλο τον ακάλυπτο.
Τεντώνομαι και βάζω τα χέρια στο πληκτρολόγιο, έτοιμος ν’ αντιμετωπίσω το πείσμα του κέρσορα. Θα γράφω ώσπου να πέσει σκοτάδι στον ακάλυπτο, ν’ ανοίξει όπως κάθε βράδυ η γρίλια στο διαμέρισμα του τρίτου, να συναντήσω επιτέλους τη ζωή σε allegro forte...

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: