Πορτρέτα αποθανόντων εκδοτών
Μάγια Πετσατώρου. Το πρώτο θύμα. Αρχικά η αστυνομία υπέθεσε ότι πρόκειται για έγκλημα πάθους, μιας και η συγκεκριμένη εκδότρια ήταν περιβόητη για το φλογερό ταμπεραμέντο της, τα κρυφά σκάνδαλα και την πιπεράτη ερωτική της ζωή.
Σικ, όμορφη, δυναμική, αδιευκρίνιστης ηλικίας, κάπου ανάμεσα στα πενήντα και τα εξήντα. Είχε συνήθως τα μαλλιά πιασμένα κότσο. Φορούσε αυστηρά ταγιέρ. Παντρεμένη και χωρισμένη δις. Τα τελευταία χρόνια συζούσε με έναν ποιητή φίλο της. Έβγαλε πολλά σημαντικά μυθιστορήματα νεοελληνικά, ενώ στήριξε θερμά και το ελληνικό διήγημα. Οι διασυνδέσεις και οι μηχανορραφίες της έμειναν παροιμιώδεις. Κατά τη γνώμη μου ήταν πολύ ύπουλη και πανούργα, αλλά «ο νεκρός δεδικαίωται…»
Τη γνώρισα στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Είχαμε, κατά μία έννοια, κοινή αφετηρία. Ήταν τότε εποχή πολιτικών ζυμώσεων και κοινωνικών ανακατατάξεων. Ήμασταν και οι δυο οργανωμένοι στον χώρο της Αριστεράς (βλ. Ρήγας). Εκείνη είχε ήδη ιδρύσει τον εκδοτικό της οίκο. Αρχικά έδειξε αποστροφή προς το νεοελληνικό μυθιστόρημα, που εκείνον τον καιρό είχε αρχίσει να δείχνει τα δόντια του, σύμφωνα με τους κριτικούς. Σ’ εκείνα τα πρώτα και αβέβαια βήματά της στον εκδοτικό χώρο, η Μάγια έστρεψε το ενδιαφέρον της κυρίως στην ποίηση και τη θεωρία. Αργότερα βέβαια έκανε στροφή 180 μοιρών και στήριξε, ψυχή τε και σώματι, τους συγγραφείς μυθιστορημάτων και τους διηγηματογράφους, ενώ η ποίηση της γενιάς του ’90 και πόσο μάλλον της γενιάς του 2000 (αν υπάρχει κάτι τέτοιο) φάνηκε να της δημιουργεί αναφυλαξία.
Γρήγορα έγινε η ηγερία του (καλού) νεοελληνικού μυθιστορήματος. Ποτέ δεν έριξε τα ποιοτικά της κριτήρια για το εύκολο κέρδος. Κράτησε αδιάφθορη και ανένδοτη στάση απέναντι στα μπεστ σέλερ, πράγμα που μεγιστοποίησε τη φήμη της ως προστάτιδος του (καλού) μεγάλου σε έκταση κειμένου. Για χρόνια στα γραφεία του εκδοτικού της οίκου στοιβάζονταν χειρόγραφα που σε γενικές γραμμές δεν ακολουθούσαν μια υποτυπώδη πλοκή, αλλά «αναθυμούνταν φράσεις». Ήταν φυσικό γύρω της να μαζευτούν πλείστοι όσοι κόλακες ‒ένα είδος που ευδοκιμεί πάντα στη λογοτεχνική μας ζωή‒ σχηματίζοντας ένα πολύβουο και αεικίνητο μελίσσι. Μεταξύ τους την προσφωνούσαν «Μάγια των Γραμμάτων».
Αυτή απολάμβανε τον θαυμασμό και τη γενική αποδοχή. Κρατούσε, μάλιστα, γενναιόδωρη στάση προς τους εχθρούς της, όσους, δηλαδή, προσπαθούσαν να διατηρήσουν κάποια ψυχραιμία και κάποιο μέτρο απέναντί της. Την κατηγορούσαν ότι η αναίτια και άνευ προηγουμένου λατρεία για το ελληνικό μυθιστόρημα διόγκωσε τον ναρκισσισμό κάποιων απλώς έξυπνων γραφιάδων και δημιούργησε το φαιδρό εγχώριο συγγραφικό σταρ σίστεμ, που θα καπέλωνε την πνευματική μας ζωή για πολλά χρόνια. Αλλά εκείνη δεν έδινε σημασία.
Παρότι ήμασταν ανταγωνιστές, είχαμε μια κόσμια και τυπική σχέση. Γνώριζα ότι από πίσω υπέσκαπτε τον λάκκο μου και φρόντιζα να είμαι προσεκτικός μαζί της. Για να το πω πιο εμφατικά, με τη Μάγια ήταν πάντα σαν να χάιδευες μια οχιά. Ήξερες μετά βεβαιότητος ότι θα σε δαγκώσει, αλλά δεν ήσουν σίγουρος πότε θα το έκανε.
Στο τελευταίο της κατευόδιο γράφτηκαν, όπως συνηθίζεται, πολύ πομπώδεις και περίτεχνες νεκρολογίες. Ανάμεσα στους περίλυπους νεκρολόγους διέκρινα και κάποιους που τη μισούσαν, όσο ζούσε, βαθιά και ακατάλυτα. Με τη φυσική γοητεία της, το κάλλος, τους ευγενικούς τρόπους, την οικειότητα που δημιουργούσε, μου είχε κλέψει αρκετούς συγγραφείς. Με το «κλέψει» εννοώ συγγραφείς που σπάσαν τα συμβόλαια που είχαν μαζί μου ή δεν τηρήσαν τη συμφωνία μας και προσχώρησαν στον εκδοτικό οίκο της Μάγιας. Βέβαια όταν βρισκόμασταν σε διάφορες εκδηλώσεις, παρουσιάσεις βιβλίων κτλ., ήταν μες στα χαμόγελα και τη γλυκερή υποκρισία. Με αυτά και με άλλα ακόμα κόλπα («με σκληρή δουλειά», το ονόμαζε εκείνη) έφτασε να γίνει ένα από τα πρώτα ονόματα στο εκδοτικό μας χωριό, με μεγάλα τιράζ, πολλούς τίτλους κάθε χρόνο, σταθερές μεταφράσεις και «αλτρουιστική προσφορά στα πολιτιστικά δρώμενα της ημεδαπής» (δικά της λόγια πάλι).
Βρήκε τραγικό θάνατο πριν από λίγους μήνες, όταν δολοφονήθηκε με στυγνό τρόπο στο γραφείο της. Αιτία θανάτου; Στραγγαλισμός. Ο άγνωστος δολοφόνος την έπνιξε με τα ίδια του τα χέρια. Το έγκλημα συγκλόνισε τον λογοτεχνικό μας μικρόκοσμο. Αλλά ούτε κατά διάνοια δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τι θα επακολουθούσε.
Σώτης Αναγνώστου. Δεύτερο θύμα. Ο θάνατός του ήλθε λίγες βδομάδες μετά της Μάγιας. Βρέθηκε στο γραφείο του με ανοιγμένο το λαρύγγι. Αμέσως μόλις έμαθα το μακάβριο νέο, θυμήθηκα το όμορφο ποίημα του Μ. Αναγνωστάκη που λέει «Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο τόξερα τι κάθαρμα ήσουν,»
Πενηνταπεντάρης. Ευτραφής. Χαρούμενος και κοινωνικός τύπος. Αν τον έβλεπες έξω, δεν θα πίστευες ότι αυτός ο άνθρωπος είναι εκδότης. Εστερείτο πνευματικότητας, όπως έλεγαν οι εχθροί του, κάποιοι παλαιότεροι εκδότες δηλαδή, γιατί οι συνομήλικοί του, ως επί το πλείστον, τον συμπαθούσαν.
Από ένα σημείο και μετά, όταν άρχισαν να εκλείπουν οι παλιοί στρυφνοί και καθώς πρέπει εκδότες, ο Σώτης δεν είχε εχθρούς. Του άρεσε το καλό φαΐ και οι ευχάριστες συντροφιές. Λάιτ μοτίφ του ήταν το «Όλα θα γίνουν!», διαποτίζοντας με την αισιόδοξη διάθεσή του τους γύρω του. Τα ροδοκόκκινα μάγουλά του φούντωναν ακόμα περισσότερο όταν έπινε κρασί, όταν διάβαζε φιλοσοφία και όταν βρισκόταν δίπλα σε θελκτικές γυναικείες παρουσίες. Πολλές επίδοξες ποιήτριες και συγγραφείς («συγγραφίνες» τις αποκαλούσε ο ίδιος) έπεσαν θύμα της ματαιοδοξίας τους και έκαναν το λάθος να παρασυρθούν σε ιδιωτικά τετ α τετ στο γραφείο του. Το πλήρωσαν με κακό σεξ. Ήτανε ηδονοθήρας, αλλά πιστεύω ότι οι κακές γλώσσες υπερβάλλουν όσον αφορά τα πάθη του. Αν είχε να επιλέξει ανάμεσα σε ένα καλοψημμένο γουρουνόπουλο και σε μία καλλίπυγο νεαρά λογοτέχνιδα, θα επέλεγε μάλλον το πρώτο. Ναι, ήταν βασικά κοιλιόδουλος, δεν είχε χαλινό στο φαγητό. Κάποιοι συνετοί φίλοι του τού κάναν αυστηρές συστάσεις για την υγεία του, οι πιο πραγματιστές από αυτούς πίστευαν ότι θα πάει από καρδιά, οι πιο απαισιόδοξοι φοβόντουσαν ότι κάποτε θα σκάσει από το πολύ φαΐ. Πέσαν έξω, τελικά, και οι μεν και οι δε.
Θα μπορούσαμε να κάνουμε και παρέα γιατί ήταν έξω καρδιά τύπος, χωρατατζής ‒ έλεγε ωραία ανέκδοτα. Μου ταιριάζουν τέτοια άτομα για φίλοι, παρόλο που εγώ μπορεί να φαίνομαι πιο συμμαζεμένος, λιγότερο θερμός και χωρίς ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ, αλλά ήμασταν ανταγωνιστές και πάνω σε αυτό το θεμέλιο δεν γινόταν να χτιστεί φιλία.
Από την άλλη, εγώ είμαι λάτρης των σπορ, ξυπνάω έξι τα χαράματα και τρέχω, ο Σώτης πολλές φορές γύριζε στο σπίτι του από τα πατσατζίδικα την ώρα που εγώ σηκωνόμουν για το πρωινό τζόκινγκ. Πάντως έδειχνε να με συμπαθεί. Όλους τους συμπαθούσε, δεν έλεγε κακό λόγο για κανέναν. Δεν χάρηκα που πέθανε. Σύσσωμος ο εκδοτικός κόσμος έπεσε σε βαθιά συντριβή. Το χειρότερο, βέβαια, ήταν ότι με τον χαμό του άρχισαν να κρούουν οι καμπάνες και για όλους εμάς τους υπολοίπους. Οι πιο διορατικοί (ανάμεσά τους και εγώ) κατάλαβαν ότι οι δολοφονίες εκδοτών θα αποκτήσουν σειριακή διάσταση το επόμενο διάστημα. Και αυτό ήταν ένα πολύ δυσοίωνο συμπέρασμα.
Ας γυρίσω στον Σώτη όμως. Ξεκίνησε πουλώντας εγκυκλοπαίδειες από πόρτα σε πόρτα. Άσκησε, μάλιστα, αυτό το επάγγελμα με τεράστια επιτυχία. Είχε πολύ δικό του στιλ στις πωλήσεις. Αρχικά δεν πίεζε κανέναν και τίποτα. Είχε πάντα αυτό το γελαστό και παχουλό πρόσωπο, που σε έκανε να θες να τον αγκαλιάσεις και να του τσιμπήσεις τα μάγουλα ή να του δώσεις χαϊδευτικά χαστούκια. Εγώ ευχαρίστως θα τον πλάκωνα στα χαστούκια, όταν πριν από λίγα χρόνια μού πήρε τον Μάνο Λιάρο, ένα από τα καλύτερα συγγραφικά πουλέν μου, και του έκανε μεταγραφή στις εκδόσεις του. Με αυτή την πονηρή κίνηση έβγαλε τεράστια κέρδη, ενώ εγώ έμεινα με την ανάλογη χασούρα. Του το συγχώρεσα πάντως γρήγορα ‒ στη δουλειά μας συμβαίνουν αυτά. Στην κηδεία του, που παρευρέθηκα φυσικά και εγώ, οι νεκρολόγοι εξήραν το ήπιο του χαρακτήρα του, το άδολο των προθέσεών του, την αγάπη του για τη ζωή. Λίγοι γνώριζαν ότι πίσω από αυτή την πρόσχαρη και άδολη προσωπικότητα κρυβόταν ο κλασικός τύπος του νεοέλληνα διαπλεκόμενου επιχειρηματία, με επαφές και διασυνδέσεις σε πολιτικά γραφεία, μίζες, κούφιες επιχορηγήσεις, εκτεταμένη φοροδιαφυγή και ξέπλυμα μαύρου χρήματος.
Χάρης Βάλτερ. Η τρίτη μέχρι στιγμής δολοφονία. Η είδησή της προκάλεσε μαζική υστερία και πανικό στον εκδοτικό κόσμο. Προφανώς αυτή η απειλή που εμφανίστηκε από το πουθενά ήρθε για να μείνει. Για τη δική του δολοφονία είχα διαβάσει στην εφημερίδα εκείνο το πρωί.
Σοβαρός. Χαλκέντερος. Αδιάφθορος. Σύμφωνα με έγκυρους κριτικούς κύκλους, κουβάλησε στους ώμους του όλη την ποιοτική βιβλιοπαραγωγή των τελευταίων χρόνων, με κάθε κόστος. Λάτρευε την ποιητική γενιά του ’70. Συνδεόταν φιλικά με πολλούς από τους ποιητές εκείνης της περιόδου. Ανήκε, άλλωστε, και ο ίδιος στη γενιά της Αμφισβήτησης. Στη διαμάχη Ιατρόπουλου - Λευτέρη Πούλιου είχε πάρει τη θέση του πρώτου, κάτι που με έκανε να του κρατήσω για πάντα κακία. Δεν ήξερα προσωπικά τον Πούλιο, αλλά αγαπούσα και αγαπώ την ποίησή του.
Απεχθανόταν τον κακεντρεχή αφορισμό του Στεργιόπουλου: «Οι ποιητές της γενιάς του ’70 ξεπέρασαν σε δημόσιες σχέσεις και τους γαλαζοαίματους της πολυμήχανης γενιάς του ’30 με το θορυβώδες ξεκίνημά τους». Πίστευε ακράδαντα, όμως, ότι ποίηση και ΜΜΕ μπορούν να έχουν αγαστή συνεργασία. Και προσπάθησε με κάθε τρόπο να υλοποιήσει το credo του. Ήταν οραματιστής. Ήθελε να ανασυστήσει τη λουμίδειο περίοδο των ελληνικών γραμμάτων. Την εποχή δηλαδή που οι διανοούμενοι μαζεύονταν στα πατάρια και γράφαν από εκεί ιστορία. Αυτό ήταν ένα από τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του. Αλλά με τον κατακερματισμό που επήλθε στις λογοτεχνικές κλίκες τις τελευταίες δεκαετίες, τα πράγματα δυσκόλεψαν. Είχε φήμη πολύ αυστηρού και είρωνα. Ήταν επίσης δεσποτικός με τους νέους συγγραφείς και αυτό ‒θεωρούσε ο ίδιος‒ ότι του προσέθετε κύρος. Η οικογενειακή και προσωπική του ζωή ήταν μάλλον ήρεμη. Δεν ακούγονταν πολλά κουτσομπολιά για εκείνον, δεν είχε βγει στη φόρα κάποια παρέκκλιση ή κάποια ιδιαιτερότητα. Μια ζωή θαμμένος μέσα σε βιβλία. Η κοινωνική του ζωή εξαντλούνταν σε λογοτεχνικές εσπερίδες και παρουσιάσεις βιβλίων. Όλα περιστρέφονταν γύρω από τη δουλειά του. Το θαύμαζα αυτό και το φθονούσα μέχρι ένα σημείο. Είχε φτάσει στην κορυφή δουλεύοντας σκληρά και κάνοντας άπειρες θυσίες. Εγώ που πάντα πάλευα με μια εγγενή νωθρότητα, απότοκο της πεσιμιστικής οπτικής μου για τον κόσμο, δεν μπόρεσα να καταξιωθώ όσο εκείνος.
Με κατέτρυχε πάντα η αίσθηση μιας καθολικής αδυναμίας απέναντί του. Ο Βάλτερ έδειχνε πατερναλιστική και ελαφρώς υπεροπτική διάθεση προς εμένα, κάθε φορά που συναντιόμασταν σε κάποια εκδήλωση ή έκθεση βιβλίου. Συνήθιζε να με χαιρετάει τραβώντας μου λίγο το αυτί, σαν να είμαι σχολιαρούδι (ήταν απλώς δέκα χρόνια μεγαλύτερός μου). Του άρεσε να με πειράζει. Δεν είχε χιούμορ, αλλά χρησιμοποιούσε καλά τη λεκτική ειρωνεία.
Συχνά μου θύμιζε το λιβελογράφημα που έγραψε κάποτε ο Χριστιανόπουλος, κατηγορώντας τον Πούλιο ότι έκλεψε το «Αμέρικαν Μπαρ στην Αθήνα» από το ποίημα του Γκίνσμπεργκ “A Supermarket In California”. Η συναναστροφή μας γενικώς εξαντλούνταν σε λογοτεχνικά πειράγματα και μικροκακίες. Έγραψε και ο ίδιος πολλά δοκίμια για την ποίηση της Aμφισβήτησης. Ενώ εγκαινίασε την εκδοτική του παραγωγή με μια εντυπωσιακή ανθολογία της ποιητικής γενιάς του ’70. Η ανθολογία χαρακτηρίστηκε αντι-αντι-ανθολογία, σε αντιπαράθεση με την Αντι-ανθολογία του Ιατρόπουλου.
Το πτώμα του βρέθηκε διαμελισμένο μέσα στο σπίτι του. Ήταν η πιο φρικτή δολοφονία. Ευτυχώς η οικογένειά του έλειπε τη στιγμή που διεπράχθηκε ο φόνος. Ακόμα και στα τζάμια των παραθύρων υπήρχε αίμα. Ο δολοφόνος εξάντλησε πάνω στον συγκεκριμένο εκδότη όλη του τη λύσσα.