Απιτίκι
Ένα χτύπημα στον ώμο μου για την ώρα. Όμως είχα ξυπνήσει και ήδη περίμενα. Λίγο νωρίτερα να μην αγχωθεί. Με αυτόματες κινήσεις: εξάρτυση ρούχα οπλοβαστός. Έξω από την πόρτα τ’ άρβυλα και τ’ αστέρια. Απόψε κάνει κρύο, τα φόρεσα όλα, κατέβηκα για την αλλαγή. Τόσες φορές που το κάνουμε πια δε μιλάμε.
Φυσάει και στα δέντρα γύρω μου οι μορφές. Οι προβολείς πάντα στη λάθος πλευρά. Εμείς που φυλάμε φαινόμαστε περισσότερο. Ας είναι. Έτσι κι αλλιώς όλα μπορεί να συμβούν. Από την επικίνδυνη πλαγιά ν’ ανέβουν φασίστες. Από αυτή τη νύχτα να συρθούν οι σκιές. Στην επικοινωνία για το Τάγμα δεν είναι κανείς. Δεν πειράζει. Και τελικά δε θα γίνουμε οι πρώτοι που θα μείνουν εδώ. Τι να πει και ο Ιταλός τόσα χρόνια θαμμένος στα βράχια. Τζουζέπε νομίζω.
Η σκοπιά δεν αγκαλιάζει τη θέα. Θα βγω έξω να χαζεύω το λιμάνι στο βάθος. Έναν ορίζοντα που ξημερώνει και μου μαθαίνει να ζω. Μέχρι τότε σκέφτομαι διάφορα. Με τον καιρό τα έβαλα στη σειρά και ξεκινώ κάθε βράδυ την ίδια ρουτίνα. Στο 21:00-24:00 και 03:00-06:00 ή 24:00-03:00 και 06:00-09:00. Κάποτε κάνουμε έρωτα. Όσες φορές το ζητώ. Και δεν έχω παράπονο γιατί ποτέ δεν αρνήθηκες. Το μόνο που μπορούσες να μου προσφέρεις από μίλια μακριά.
Τώρα ησυχία. Η έφοδος έχει να φανεί μέρες, εσύ μήνες κ’ εγώ σημαδεμένος από παντού με δυο καύτρες για μάτια. Ο χρόνος όταν δεν κινείται δεν κρύβεται. Όμως απόψε χάνονται τα σύνορα μεταξύ μας. Πλησιάζουν γιορτές.
Αφήνω τη μικρή πύλη και ανεβαίνω ψηλότερα. Το καράβι από εδώ περνά κινηματογραφικά. Φωτεινό για τους φαντάρους που το περίμεναν στο λιμάνι. Σε κάποια ταινία. Αργότερα που χάνεται και πάλι καταλαβαίνω.
Τώρα να θυμηθώ κανένα παλιό φίλο να περάσει κι άλλο η ώρα. Να περάσει κι άλλο η ώρα.
Όμως μόνο με σένα οι ώρες περνούν μακριά σου. Και τόσο πολύ που το νιώθω φοβάμαι μήπως το καταλάβεις και λυπηθείς.
Όπως εκείνη τη νύχτα, που αντί για τα νούμερα της Ταξιαρχίας, στον ασύρματο έδινα σταθερά:
σ’ αγαπώ
αν με λαμβάνεις
έτοιμος