Το πρώτο είναι ακόμη πιο ανεξήγητο απ’ το δεύτερο. Το πρώτο είναι ότι ήλθα στην ξαδέλφη μου, με την οποία για χρόνια δεν ειδωθήκαμε, αραιά και πού μόνο μιλούσαμε στο τηλέφωνο. (Μένει στην Κρήτη από δεκαετίες, είναι εκεί παντρεμένη, με πολλές δυστυχίες και δυσκολίες τής οικογένειας.) Το δεύτερο είναι ότι της έφερα φύλλα και κλωνάρια από πλατύφυλλους βασιλικούς — τέτοιους πράγματι έχω αρκετούς στο χτήμα. Ο σκοπός της προσφοράς ήταν να τα βάλει σε φαγητά και σαλάτες. Μα δεν νομίζω να κάνει τέτοια μαγειρέματα η ξαδέλφη μου (η νύφη μου τα φτιάχνει αυτά).
Τον καλό καιρό —τον καιρό εκείνον, πριν απ’ τα νοσοκομεία—, απ’ το τέλος της άνοιξης κι όλο το καλοκαίρι, γέμιζα σακούλες τεράστιες με κηπευτικά και φρούτα απ’ το περιβόλι και τις μοίραζα στη γειτονιά. Το δειλινό, μετά το πότισμα, καθόμουν να ξεϊδρώσω σε μια πλαστική καρέκλα ανάμεσα σε τρεις κοντούλες ελιές δίπλα στον φράχτη, κι άφηνα τον ήλιο, που έδυε, να ρέει πηχτός επάνω μου. Το χτήμα είναι παραθαλάσσιο, σε μιαν ακτή της Ηλείας. Όπως λέει ο γιος μου (για την ακρίβεια, όπως έχει γράψει κάπου σε αυτά που δημοσιεύει):
Στην περιοχή αυτή,
κάμποσοι είναι οριστικά δεσμώτες
του ηλιοβασιλέματος.
Η γυναίκα του είναι που μαγειρεύει με βασιλικούς.
Όταν άρχιζε να σκοτεινιάζει (στη σκληρή, στη γλυκιά αμφιλύκη γράφει ο γιος μου πιο κάτω), φεύγοντας απ’ το χτήμα μοίραζα τις σακούλες στους γείτονες εκεί γύρω, που παραθέριζαν. Με την αρρώστια, επειδή σταμάτησα την καλλιέργεια, όλοι μου έλεγαν —προς ενθάρρυνσή μου— «γίνε καλά, δάσκαλε, να ξαναμπείς στο περιβόλι». Αλλά ποτέ δεν έχω μοιράσει φύλλα βασιλικού. Πράγμα που βέβαια ίσως να σημαίνει κάτι τώρα, εδώ.
Πιο ανεξήγητο είναι που επισκέπτομαι την ξαδέλφη μου, κι όχι κάποιον απ’ τους πιο κοντινούς μου ανθρώπους. Ελπίζω εκείνη να τα θυμηθεί όλα αυτά το άλλο πρωί και να τους τηλεφωνήσει.
Ανεξήγητο είναι και πώς βρέθηκα στην πόρτα της. Στο σπίτι αυτό δεν έχω έλθει ποτέ. Κι όσα προηγήθηκαν για να φτάσω μέχρι εδώ, υποψιάζομαι ότι δεν είναι απλώς λησμονημένα, αλλ’ ανύπαρκτα. Αφού χτυπήσω το κουδούνι της και μου ανοίξει την πόρτα, η σκηνή θα εξελιχθεί ως εξής:
Κατ’ αρχάς θα με ρωτήσει πώς είμαι, αν με πονούν πολύ τα κόκαλά μου. Θα της απαντήσω πως όλα αυτά τώρα είναι περασμένα, δεν απομένει οδύνη ούτε στεναγμός. Μετά θα της δείξω το δώρο μου. Θα ενθουσιαστεί. «Μα πού τα βρήκες αυτά τα ωραία βασιλικά; Εγώ, μόλις επέστρεψα απ’ τη λαϊκή, και δεν βρήκα της προκοπής τίποτα. Κι ήθελα πολύ τον βασιλικό σήμερα, θα βάλω στο φαγάκι μας». Δεν ξέρω να της πω πού τα βρήκα και πώς τα έφερα. Προσέχω πως η σκηνή εξελίσσεται στο σαλόνι —είναι σαν του σπιτιού μας στον Πύργο—, μέσα από τις λευκές κουρτίνες χύνεται ένας καταρράκτης από άφθονο φως. «Μπορείς να μου ξαναφέρεις πάλι από αυτά τα θαυμάσια φυλλαράκια;» με ρωτά. Αλλά εγώ της απαντώ πως όχι, την επόμενη φορά θα πρέπει να πάει να τα βρει η ίδια, μόνη της.