Το συγγραφικό δαιμόνιο του Στρατηγού Μακρυγιάννη. Οι ιδιαιτερότητες της γλώσσας του

Γλώσσο-λογικά & λεξικό-γραφικά

Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Ο Ιω­άν­νης Τρια­ντα­φύλ­λου ή Τρια­ντα­φυλ­λο­δη­μή­τρης, γνω­στός ως Ιω­άν­νης Μα­κρυ­γιάν­νης (1797-1864), από τις ηρω­ι­κό­τε­ρες μορ­φές της επα­νά­στα­σης του 1821, –στο πρώ­το από τα 12 παι­διά του έδω­σε το όνο­μα Λε­ω­νί­δας– υπήρ­ξε, εκτός των άλ­λων, πε­ριώ­νυ­μος συγ­γρα­φέ­ας. Σή­με­ρα, 157 χρό­νια από το θά­να­τό του, και 200 από την έναρ­ξη του απε­λευ­θε­ρω­τι­κού αγώ­να, οι ερευ­νη­τές οφεί­λουν να σκύ­ψουν με με­γα­λύ­τε­ρη προ­σο­χή στο έρ­γο του, να με­λε­τή­σουν οι γλωσ­σο­λό­γοι κα­τά κύ­ριο λό­γο τους πο­λύ­πλο­κους μη­χα­νι­σμούς της γλώσ­σας του, όχι μό­νο στο φω­νο­λο­γι­κό, μορ­φο­λο­γι­κό και λε­ξι­λο­γι­κό επί­πε­δο, όπως έχει γί­νει ως τώ­ρα, έστω και σε πε­ριο­ρι­σμέ­νη έκτα­ση, αλ­λά με σύγ­χρο­νες κει­με­νο­γλωσ­σο­λο­γι­κές ανα­λύ­σεις, ιδί­ως στο επί­πε­δο των υπερ­προ­τα­σια­κών δο­μών, των εν­δο­κει­με­νι­κών και δια­κει­με­νι­κών ανα­φο­ρών, οπό­τε θα φω­τι­στούν άγνω­στες πτυ­χές μιας συ­στη­μα­τι­κής ρη­το­ρι­κής του λαϊ­κού λό­γου, η οποία λαν­θά­νει σε ένα φαι­νο­με­νι­κά απλό κεί­με­νο, το οποίο ορι­σμέ­νοι ταύ­τι­σαν αφε­λώς με το απλοϊ­κό, ενώ στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πρό­κει­ται συ­χνά για σύν­θε­τες προ­τα­σια­κές δο­μές, σε μια εντυ­πω­σια­κά ανε­πι­τή­δευ­τη κει­με­νι­κή ροή.[1] Τον ανα­γνώ­στη συ­γκι­νεί η αυ­θόρ­μη­τη κα­τα­γρα­φή προ­φο­ρι­κού λό­γου, χω­ρίς ψι­μύ­θια. Η εναλ­λα­γή απλών και σύν­θε­των προ­τά­σε­ων απο­τε­λεί ένα από τα κύ­ρια γνω­ρί­σμα­τα του μα­κρυ­γιαν­νι­κού ύφους,[2] όπως επί­σης οι ποι­η­τι­κές εξάρ­σεις και η πα­ρά­θε­ση μύ­θων και ονεί­ρων που επι­τεί­νουν το αι­σθη­τι­κό απο­τέ­λε­σμα.

Γρά­φο­ντας τα Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του ο Στρα­τη­γός Μα­κρυ­γιάν­νης εί­χε πλή­ρη συ­νεί­δη­ση της συγ­γρα­φι­κής του απο­στο­λής και της ενό­τη­τας του έρ­γου του. Δεν εί­ναι κα­θό­λου τυ­χαίο το γε­γο­νός ότι στον Πρό­λο­γό του (1850) ση­μειώ­νει στις πρώ­τες κιό­λας γραμ­μές: … αν δεν τα δια­βά­σε­τε όλα, δεν έχει το δι­καί­ω­μα κα­νέ­νας από τους ανα­γνώ­στες να φέ­ρει γνώ­μη ού­τε υπέρ ού­τε κα­τά. Ο Επί­λο­γος τε­λειώ­νει με το ίδιο ακρι­βώς πε­ριε­χό­με­νο: Όταν λοι­πόν βγει αυ­τό το χει­ρό­γρα­φον εις φως, δια­βά­ζο­ντάς το όλο οι τί­μιοι ανα­γνώ­στες, αρ­χή και τέ­λος, τό­τες έχουν το δι­καί­ω­μα να κά­μει κα­θείς των την κρί­ση του εί­τε υπέρ, εί­τε κα­τά. Στον ίδιο Πρό­λο­γο εν­δια­φέ­ρε­ται για την τύ­χη του χει­ρο­γρά­φου και συ­νι­στά την «αντι­γρα­φή του» προ­κει­μέ­νου να δει το φως της δη­μο­σιό­τη­τας: Ως άν­θρω­πος μπο­ρώ να πε­θά­νω και ή τα παι­διά μου ή άλ­λος να αντι­γρά­ψει, για να τα βγά­λει εις το φως…. Από τα όσα ακο­λου­θούν φαί­νε­ται ότι ο Μα­κρυ­γιάν­νης δεν εν­νο­ού­σε απλή «αντι­γρα­φή», αλ­λά και επεμ­βά­σεις στο ίδιο το κεί­με­νο. Πα­ρά τα όσα λέ­γει για την αμά­θειά του, εί­χε επί­γνω­ση ότι τα χει­ρό­γρα­φά του ήταν πραγ­μα­τι­κός θη­σαυ­ρός, γι’ αυ­τό φρό­ντι­ζε να τα κρύ­βει και, όταν χρειά­στη­κε, να τα φυ­γα­δεύ­σει στην Τή­νο.

Η με­λέ­τη της πραγ­μα­τι­κής γλώσ­σας του Μα­κρυ­γιάν­νη εξα­κο­λου­θεί να πα­ρα­μέ­νει ένα από τα με­γά­λα ερευ­νη­τι­κά ζη­τού­με­να.[3] Στη διε­ρεύ­νη­ση και οριο­θέ­τη­ση του προ­σω­πι­κού στοι­χεί­ου στο έρ­γο του θα συ­νέ­βα­λε απο­φα­σι­στι­κά «η σύ­γκρι­ση με γρα­πτά μνη­μεία του λαϊ­κού λό­γου κα­τά την τουρ­κο­κρα­τία: το χρο­νι­κό, οι εν­θυ­μή­σεις, η επι­στο­λο­γρα­φία, ιδιαί­τε­ρα η κα­θα­ρά λαϊ­κή επι­στο­λο­γρα­φία, όχι αυ­τή που εξε­λίσ­σε­ται σε ένα εί­δος φι­λο­λο­γι­κό, ή λό­για», όπως έχει ήδη επι­ση­μά­νει ο Σπύ­ρος Ασ­δρα­χάς (1, 52), οι σχε­τι­κές όμως έρευ­νες δεν έχουν πραγ­μα­το­ποι­η­θεί ως τώ­ρα. Τα Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα,[4] όπως και τα Ορά­μα­τα και θά­μα­τα,[5] απο­τε­λούν φι­λο­λο­γι­κές εκ­δό­σεις, δεν απο­δί­δε­ται δηλ. πι­στά η ιδιό­τυ­πη γρα­φή του Μα­κρυ­γιάν­νη, δεν μπο­ρούν, επο­μέ­νως, οι εκ­δό­σεις αυ­τές να απο­τε­λέ­σουν τη βά­ση για τη με­λέ­τη της γλώσ­σας του, στο φω­νο­λο­γι­κό και μορ­φο­λο­γι­κό κυ­ρί­ως επί­πε­δο. Ο Βλα­χο­γιάν­νης ανα­φέ­ρει ότι με­τέ­γρα­ψε το χει­ρό­γρα­φο «πι­στώς κα­τά το δυ­να­τόν», στην ου­σία όμως απά­λει­ψε τη γνή­σια ρου­με­λιώ­τι­κη προ­φο­ρά.[6] Η «αρ­χή της εξο­μά­λυν­σης των δια­λε­κτι­κών τύ­πων» που εφαρ­μό­στη­κε και στα δύο έρ­γα, πα­ρα­ποιεί ου­σιω­δώς την πραγ­μα­τι­κή γλώσ­σα του Μα­κρυ­γιάν­νη. Οι «βελ­τιω­τι­κές» αυ­τές αλ­λα­γές, κρί­θη­καν ανα­γκαί­ες για να γί­νε­ται το κεί­με­νο ευ­ρύ­τε­ρα κα­τα­νοη­τό.

Με τη με­τα­φο­ρά του χει­ρο­γρά­φου «εις την συ­νή­θη γρα­φήν», το­νί­ζει ο Βλα­χο­γιάν­νης, «Στε­ρεί­ται μεν ού­τως η φω­νη­τι­κή και η φθογ­γο­λο­γία της γλώσ­σης πε­ριέρ­γου γλωσ­σι­κού μνη­μεί­ου, αν και διά ση­μειώ­σε­ων ως και διά των ευ­θύς κα­τω­τέ­ρω πα­ρα­τι­θε­μέ­νων πα­ρα­δειγ­μά­των επέρ­χε­ται θε­ρα­πεία τις του κα­κού, αφ’ ετέ­ρου όμως κερ­δαί­νει λί­αν η ιστο­ρία και η φι­λο­λο­γία. Κερ­δαί­νει αυ­τό το έθνος, το οποί­ον θα δυ­νη­θεί ν’ ανα­γνώ­σει ευ­χε­ρώς το πο­λύ­τι­μον έρ­γον του Μα­κρυ­γιάν­νη, όπερ άλ­λως θα ήτο απρό­σι­τον όλως τοις πολ­λοίς» (1, 132-133). Με το ίδιο σκε­πτι­κό με­τα­γρά­φτη­καν και τα Ορά­μα­τα και θά­μα­τα, όπου απο­σιω­πά­ται λ. χ. η τρο­πή του ε σε ι (προ­τι­μά­ται, σω­στά, πι­στεύω, η γρα­φή έρευ­να, αντί έρι­υ­να, που πα­ρα­δί­δει το χει­ρό­γρα­φο), του ο σε ου (επι­τρο­πή, αντί υπι­τρου­πή) κ. ά. Η απο­σιώ­πη­ση του ημι­φώ­νου ι, το οποίο χρη­σι­μο­ποιεί συ­χνά ο Μα­κρυ­γιάν­νης, οδή­γη­σε σε πλή­ρη πα­ρερ­μη­νεία του τύ­που Ισου­κρά­της (υπάρ­χει τέσ­σε­ρις φο­ρές στα «Ορά­μα­τα και θά­μα­τα»), ο οποί­ος ταυ­τί­στη­κε με τον Ισο­κρά­τη, με απο­τέ­λε­σμα να κα­τα­λο­γι­στεί στον συγ­γρα­φέα «ότι ταύ­τι­ζε εν­δε­χο­μέ­νως τον Ισο­κρά­τη με τον Σω­κρά­τη». Ο Μα­κρυ­γιάν­νης γνώ­ρι­ζε πο­λύ κα­λά ποιος ήταν ο Σω­κρά­της (τον ανα­φέ­ρει τρεις φο­ρές στα «Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα», στις δύο μά­λι­στα πε­ρι­πτώ­σεις δί­πλα στον Πλά­τω­να). Έγρα­ψε, απλού­στα­τα, το όνο­μα του Σω­κρά­τη, όπως το πρό­φε­ρε: Ισου­κρά­της.

Δείγματα του μακρυγιαννικού λόγου

Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα

Το ανα­κό­λου­θο σχή­μα απο­τε­λεί γνή­σιο στοι­χείο προ­φο­ρι­κό­τη­τας του κει­μέ­νου: 2, 83: Εγώ άρ­ρω­στος, με πέ­τα­ξε τ’ άλο­γον και κα­τα­φα­νί­στη­κα. Η εστία αντι­πα­ρά­θε­σης εί­ναι απο­τε­λε­σμα­τι­κό ρη­το­ρι­κό μέ­σο: 2, 158: Σας εί­πα την αγα­θό­τη αυ­τει­νών των αν­θρώ­πων. Θα σας ει­πώ και τ’ απάν­θρω­πα κι­νή­μα­τα αλ­λου­νών. Η επα­να­φο­ρά εμ­φα­νί­ζε­ται στην αυ­θόρ­μη­τη ομι­λία: 2, 179-180: Όταν πρω­το­ήρ­θε εις το σπί­τι μου ο φί­λος μου γκε­νε­ράλ Αγι­ντέκ με ρώ­τη­σε να μά­θει τι κά­νω. «Τώ­ρα, του λέ­γω, ο αγώ­νας τε­λεί­ω­σε, και δου­λειά δεν έχω. Παι­διά μα­στο­ρεύω και φκειά­νω»· έχω κα­μπό­σα και το σακ­κί εί­ναι γιο­μά­το και γλή­γο­ρα θ’ αδειά­σει. Μου λέ­γει, να μου δώ­σεις το παι­δί να το βα­φτί­σω εγώ. – Του λέ­γω, σαν γεν­νη­θεί εί­ναι δι­κό σου. Εδώ φαί­νε­ται πό­σο πνευ­μα­τώ­δης άν­θρω­πος ήταν ο Μα­κρυ­γιάν­νης, όπως και στο ακό­λου­θο χω­ρίο: 2,17: Μου λέ­γει ο Αρ­χι­κα­τζε­λά­ριος· «Πο­λύν και­ρόν δεν σ’ εί­δα· μου φαί­νε­ται εί­σαι αστε­νής; - Όχι,του λέ­γω, εί­μαι υγι­ής. Η κα­θα­ρεύ­ου­σα ήταν ξέ­νη γλώσ­σα για τον Μα­κρυ­γιάν­νη: 2, 202: το γκρε­μί­σα­μεν από θε­με­λιού­θεν (το πα­λά­τι), 2, 211: κα­τα­ξο­χή. Συ­χνά με­τα­φρά­ζει κα­θα­ρευου­σιά­νι­κες εκ­φρά­σεις στη δη­μο­τι­κή ή τις απλου­στεύ­ει όσο γί­νε­ται: 2, 181: Έκα­να τον κου­τό …. Τό­τε βρέ­θη­κα εις θέ­ση δει­νή. Πρό­κει­ται για τη δια­τύ­πω­ση: «Τό­τε ευ­ρέ­θην εις δει­νήν θέ­σιν». Οι στε­ρε­ό­τυ­πες, οι πα­ροι­μιώ­δεις και ιδιω­μα­τι­κές εκ­φρά­σεις εμ­φα­νί­ζο­νται πο­λύ συ­χνά: 2, 195: ότι εις την Ελ­λά­δα ηύ­ραν αλώ­νι ν’ αλω­νί­σουν.


Ορά­μα­τα και θά­μα­τα
[σσ. 74-75 της με­τα­γρα­φής, σσ. 66-67 του χει­ρο­γρά­φου]

Ενού αγω­νι­στού κο­ρί­τσι, πολ­λά σε­βά­σμιον, και νύ­χτα και ημέ­ρα όλο με­τά­νοιες έκα­νε, και το εί­χα εις το σπί­τι μου (η χά­ρη της εί­πε της γυ­ναι­κός να μου ει­πεί να το ’χω εις το σπί­τι, να τρώ­γει κομ­μά­τι ψω­μί, ότ’ εί­ναι ορ­φα­νό)· στέλ­νω αυ­τό και το παι­δί μου με μια λει­τουρ­γιάν και λα­μπά­δα να πά­νε εις τον Άγιον Σπυ­ρί­δω­να, ότι την άλ­λη ημέ­ρα ήταν τ’ αγί­ου τ’ όνο­μα. Αφού έστει­λα αυ­τούς, έρ­χε­τ’ ενού αγω­νι­στού γυ­ναί­κα, μου λέ­γει τον πό­νο της και δεν έχουν ψω­μί· φεύ­γει αυ­τεί­νη, έρ­χε­ται ένας γεν­ναί­ος αγω­νι­στής και έκλαι­γε, με τό­ση φα­με­λιά πως να τ’ς ζή­σει. Ό,τι ο Θε­ός ευ­λό­γη­σε, έκα­μα εκεί­νο οπού μπο­ρού­σα εις αυ­τούς τους δυ­στυ­χείς. Από το κα­σα­βέ­τι μου|| [σελ. 67 του χει­ρο­γρά­φου] μὄρχε­ται μια σκο­τού­ρα και πέ­φτω ξε­ρός· φέ­ραν ξί­δια, άλ­λα, τρό­μα­ξαν να μ’ ανα­στή­σου­νε. Λέ­γω, οι αγω­νι­σταί να πε­θαί­νουν της πεί­νας και οι κα­κοί άν­θρω­ποι να τους βυ­ζά­νουν τους αγώ­νες τους, με κολ­λά­γει μια υπο­κο­ντρία, βγά­νω όλους όξω και μέ­νω μό­νος μου, κι έκλει­σα τις πόρ­τες ως το βρά­δυ. Η γυ­ναί­κα και όλοι του σπι­τιού υπο­πτεύ­ο­νταν να μην μὄρθει αυ­τεί­νη η μπαϊλ­ντι­σιά και πε­θά­νω, και κλαί­γαν από­ξω.

Χειρόγραφο του Μακρυγιάννη («Οράματα & θάματα»)
Χειρόγραφο του Μακρυγιάννη («Οράματα & θάματα»)

Το από­σπα­σμα αυ­τό εί­ναι αντι­προ­σω­πευ­τι­κό της γλώσ­σας, του ύφους και ιδί­ως της αν­θρω­πιάς του αγω­νι­στή. Εδώ συ­γκι­νεί το πε­ριε­χό­με­νο, όχι η γλώσ­σα. Ο λαϊ­κός χα­ρα­κτή­ρας της γλώσ­σας, σε αντι­πα­ρά­θε­ση με την κα­θα­ρεύ­ου­σα, απο­τυ­πώ­νε­ται στον τύ­πο ενού, αντί ενός, και τις γε­νι­κές αγω­νι­στού, γυ­ναι­κός. Στοι­χείο λαϊ­κού ύφους απο­τε­λεί, επί­σης, η κρά­ση (μὄρχε­ται, μὄρθει), ενώ σε αρ­κε­τές πε­ρι­πτώ­σεις φαί­νε­ται πι­θα­νό­τε­ρο να υπο­κρύ­πτε­ται το φαι­νό­με­νο της αφαί­ρε­σης στη συ­μπρο­φο­ρά (μου ’ρ­χε­ται, μου ’ρ­θει). Η προ­σθή­κη ενός τε­λι­κού ν πα­ρα­πέ­μπει στην κα­θα­ρεύ­ου­σα (σε­βά­σμιον, λει­τουρ­γιάν), γλώσ­σα με κοι­νω­νι­κό κύ­ρος, ενώ σε πολ­λές άλ­λες πε­ρι­πτώ­σεις απο­τε­λεί υπερ­διόρ­θω­ση (όπως εγών, αντί εγώ), γνώ­ρι­σμα ολι­γο­γράμ­μα­των αν­θρώ­πων. Η υπερ­βο­λι­κή χρή­ση του συν­δέ­σμου και (12 φο­ρές) επι­βε­βαιώ­νει στις πε­ρισ­σό­τε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις την προ­φο­ρι­κό­τη­τα του κει­μέ­νου και την αμη­χα­νία του συγ­γρα­φέα. Οι τουρ­κι­κές λέ­ξεις κα­σα­βέ­τι «λύ­πη, στε­νο­χώ­ρια» και μπαϊλ­ντι­σιά «λι­πο­θυ­μία» έχουν πε­ριέλ­θει σε αχρη­σία. Σκο­τού­ρα ση­μαί­νει στο συ­γκε­κρι­μέ­νο γλωσ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον «ζα­λά­δα, σκο­το­δί­νη», ενώ στην κοι­νή Νε­ο­ελ­λη­νι­κή «μπε­λάς, βά­σα­νο». Λει­τουρ­γιά εί­ναι το πρό­σφο­ρο. Ο ση­με­ρι­νός φυ­σι­κός ομι­λη­τής πα­ρα­ξε­νεύ­ε­ται με τις ση­μα­σί­ες των ρη­μά­των βυ­ζά­νω «απο­μυ­ζώ» και υπο­πτεύ­ο­μαι «φο­βά­μαι».

  Ο πα­ρα­τι­θέ­με­νος εδώ τύ­πος υπο­κο­ντρία απο­τε­λεί διόρ­θω­ση του τύ­που ιπου­κο­ντρια (χω­ρίς το­νι­σμό, σ. 67) του χει­ρο­γρά­φου. Οι λαϊ­κοί άν­θρω­ποι δεν εί­χαν πο­τέ κα­λή σχέ­ση με την επι­στη­μο­νι­κή ορο­λο­γία.[7]

Όπως φαί­νε­ται από το λε­ξι­λό­γιο που κα­τάρ­τι­σα,[8] οι ιδιω­μα­τι­κές λέ­ξεις του κει­μέ­νου, οι ιδιό­μορ­φοι τύ­ποι και οι ασυ­νή­θι­στες εκ­φρά­σεις που χρη­σι­μο­ποιεί ο Μα­κρυ­γιάν­νης, σε συν­δυα­σμό με τη συ­ντα­κτι­κή δο­μή του λό­γου του, δεί­χνουν ότι τα κεί­με­νά του δεν θα μπο­ρού­σαν να απο­τε­λέ­σουν πρό­τυ­πο νε­ο­ελ­λη­νι­κού λό­γου.

Ο Γιώρ­γος Σε­φέ­ρης επα­νέ­φε­ρε στο προ­σκή­νιο και ανέ­δει­ξε το συγ­γρα­φι­κό δαι­μό­νιο του Ρου­με­λιώ­τη Στρα­τη­γού τον οποίο χα­ρα­κτή­ρι­σε (1, 76) ως «μια από τις πιο μορ­φω­μέ­νες ψυ­χές του ελ­λη­νι­σμού». Ο νο­μπε­λί­στας ποι­η­τής μας συ­νό­ψι­σε σε δύο καί­ρια ση­μεία την ου­σια­στι­κή προ­σφο­ρά του Στρα­τη­γού (1, 87-89: «Το πε­ριε­χό­με­νο της γρα­φής του Μα­κρυ­γιάν­νη εί­ναι ο ατέ­λειω­τος και τρα­γι­κός αγώ­νας ενός αν­θρώ­που, που με όλα τα έν­στι­κτα της φυ­λής του ρι­ζω­μέ­να βα­θιά μέ­σα στα σπλάγ­χνα του, ανα­ζη­τά την ελευ­θε­ρία, το δί­κιο, την αν­θρω­πιά. […] Ο δεύ­τε­ρος λό­γος που πι­στεύω πως ο Μα­κρυ­γιάν­νης εί­ναι ο πιο ση­μα­ντι­κός πε­ζο­γρά­φος μας, εί­ναι για­τί τον νο­μί­ζω σαν ένα με­γά­λο δι­δά­σκα­λο της γλώσ­σας μας. Αν εξαι­ρέ­σω την ερει­πω­μέ­νη Γυ­ναί­κα της Ζά­κυ­θος του Σο­λω­μού, δεν ξέ­ρω άλ­λο κεί­με­νο στα νέα μας γράμ­μα­τα που να δι­δά­σκει τό­σα πολ­λά όσο το κεί­με­νο του Μα­κρυ­γιάν­νη». Με τον ίδιο εν­θου­σια­σμό, ο οποί­ος φτά­νει και στις δύο πε­ρι­πτώ­σεις στα όρια της υπερ­βο­λής, εκ­φρά­στη­κε ο Γ. Θε­ο­το­κάς (1, 15): «Ένα έρ­γο της δη­μο­τι­κής, σχε­δόν ατό­φιο και επι­βλη­τι­κό σαν κα­νέ­νας Ερω­τό­κρι­τος της πε­ζο­γρα­φι­κής μας λο­γο­τε­χνί­ας».

Όπως το­νί­ζει εύ­στο­χα ο Σπύ­ρος Ασ­δρα­χάς (1, 51), ο οποί­ος με­λέ­τη­σε συ­στη­μα­τι­κά το ιστο­ρι­κό πλαί­σιο και την ιδε­ο­λο­γία που απη­χεί ο Μα­κρυ­γιάν­νης, ο Ρου­με­λιώ­της Αγω­νι­στής «ει­σέ­βα­λε στα νε­ο­ελ­λη­νι­κά γράμ­μα­τα ως πα­ρά­δο­ξο φαι­νό­με­νο. Υπήρ­ξε τρο­μα­κτι­κή η εντύ­πω­ση από το κα­τόρ­θω­μα ενός αγράμ­μα­του να χει­ρι­σθεί το δη­μο­τι­κό λό­γο κα­τά τρό­πο που να μην υπάρ­χει κα­μιά αντίρ­ρη­ση, αλ­λά και να πε­τύ­χει μιαν εκ­φρα­στι­κή πυ­κνό­τη­τα μ’ έναν δυ­να­μι­σμό τε­λεί­ως ασυ­νή­θη για τη νε­ο­ελ­λη­νι­κή πρό­ζα».

Τε­λι­κά, η γλώσ­σα του Μα­κρυ­γιάν­νη συ­γκι­νεί όχι ως μορ­φή, αλ­λά ως πε­ριε­χό­με­νο. Με λί­γα λό­για, τον ανα­γνώ­στη συ­γκλο­νί­ζει η βιω­μα­τι­κή αφή­γη­ση, η γνη­σιό­τη­τα αι­σθη­μά­των, και η αμε­σό­τη­τα του μα­κρυ­γιαν­νι­κού λό­γου.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: