Ο Γκόμες είναι ένας άνθρωπος λιτός και μυστηριώδης που το μόνο που ζητάει απ’ τη ζωή είναι ένα κομματάκι ήλιου, την εφημερίδα με συναρπαστικές ειδήσεις και μια μπομπότα με λίγο αλάτι αλλά μπόλικο βούτυρο. Κανέναν, λοιπόν, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι, μόλις συγκεντρώνει μερικά χρονάκια και άλλα τόσα χρήματα, αυτό το άτομο πηγαίνει στην εξοχή, ψάχνει μια περιοχή με ήσυχους λόφους και αθώα χωριουδάκια, και αγοράζει ένα τετραγωνικό μέτρο γης για να νιώθει, όπως λέμε, σαν στο σπίτι του.
Αυτό με το τετραγωνικό μέτρο θα μπορούσε ν’ ακουστεί περίεργο, και θα ήταν υπό κανονικές συνθήκες, δηλαδή, χωρίς τον Γκόμες και χωρίς τον Λιτέριο. Καθώς τον Γκόμες δεν τον ενδιαφέρει τίποτα περισσότερο από ένα κομματάκι γης για να εγκαταστήσει την πράσινη αιώρα του, να κάτσει να διαβάσει την εφημερίδα του και να ψήσει τη μπομπότα του σ’ ένα γκαζάκι μάρκας Πρίμους, θα ήταν δύσκολο να του πουλήσει κάποιος ένα τετραγωνικό μέτρο γιατί στην πραγματικότητα κανείς δεν έχει ένα τετραγωνικό μέτρο αλλά πολλά τετραγωνικά μέτρα, και το να πουλήσεις ένα τετραγωνικό μέτρο στη μέση ή στην άκρη των υπόλοιπων τετραγωνικών μέτρων δημιουργεί πρόβλημα στο κτηματολόγιο, στη συμβίωση, στους φόρους και επιπλέον είναι γελοίο, δεν γίνεται, τέρμα. Κι όταν ο Γκόμες, με την αιώρα, το γκαζάκι Πρίμους και τις μπομπότες, αρχίζει να απογοητεύεται αφού διέσχισε ένα μεγάλο μέρος των κοιλάδων και των λόφων, ανακαλύπτει ότι ο Λιτέριο έχει μεταξύ δύο οικοπέδων μια γωνίτσα που είναι ακριβώς ένα τετραγωνικό μέτρο, και που επειδή βρίσκεται μεταξύ δύο οικοπέδων αγορασμένων σε διαφορετική χρονική στιγμή, έχει κάποια προσωπικότητα αν και, φαινομενικά, δεν είναι παρά ένα χερσοτόπι με μια αγριαγκινάρα που δείχνει τον βορρά. Ο συμβολαιογράφος και ο Λιτέριο πεθαίνουν στα γέλια όταν υπογράφουν τους τίτλους ιδιοκτησίας αλλά δυο μέρες μετά ο Γκόμες έχει ήδη εγκατασταθεί στο κτήμα του όπου περνάει όλη τη μέρα διαβάζοντας και τρώγοντας μέχρι να επιστρέψει το απόγευμα στο ξενοδοχείο του χωριού όπου έχει νοικιάσει ένα ωραίο δωμάτιο γιατί ο Γκόμες τρελός μπορεί να είναι αλλά όχι ηλίθιος, κι αυτό του το αναγνωρίζουν πρόθυμα και ο Λιτέριο και ο συμβολαιογράφος.
Έτσι λοιπόν το καλοκαίρι περνάει ευχάριστα στις κοιλάδες, αν και πού και πού εμφανίζονται τουρίστες που άκουσαν την ιστορία και καταφθάνουν για να δουν τον Γκόμες να διαβάζει στην αιώρα του. Ένα βράδυ ένας βενεζουελάνος τουρίστας παίρνει το θάρρος να ρωτήσει τον Γκόμες γιατί αγόρασε μόνο ένα τετραγωνικό μέτρο γης και σε τι μπορεί να χρησιμεύσει εκτός από το να βάζει την αιώρα του, και τόσο ο βενεζουελάνος τουρίστας όσο και οι διάφοροι συγκεντρωθέντες ακούνε αποσβολωμένοι την ακόλουθη απάντηση: «Φαίνεται πως αγνοείτε ότι η ιδιοκτησία ενός κτήματος αρχίζει από την επιφάνειά του και επεκτείνεται στο κέντρο της γης. Κάντε τώρα τον υπολογισμό».
Κανείς δεν κάνει τον υπολογισμό αλλά όλοι φέρνουν στο μυαλό τους την εικόνα ενός τετράγωνου πηγαδιού που κατεβαίνει, και κατεβαίνει, και κατεβαίνει μέχρι κανείς δεν ξέρει πού, και επίσης με κάποιο τρόπο ακούγεται πιο σημαντικό απ’ το να έχει κάποιος τρία στρέμματα και να πρέπει να φανταστεί μία τρύπα αυτής της διάστασης να κατεβαίνει και να κατεβαίνει και να κατεβαίνει.
Γι’ αυτό, όταν οι μηχανικοί καταφθάνουν τρεις βδομάδες αργότερα, όλοι καταλαβαίνουν ότι ο βενεζουελάνος δεν κατάπιε το παραμύθι και μυρίστηκε το μυστικό του Γκόμες, ότι, δηλαδή, σ’ αυτή την περιοχή μάλλον υπήρχε πετρέλαιο. Ο Λιτέριο είναι ο πρώτος που επιτρέπει να του ρημάξουν τις καλλιέργειες με τριφύλλι και ηλιοτρόπια με άσκοπες γεωτρήσεις κατακλύζοντας την ατμόσφαιρα με ανθυγιεινά αέρια. Οι άλλοι ιδιοκτήτες κάνουν γεωτρήσεις παντού μέρα νύχτα, μέχρι που εμφανίζεται και η περίπτωση μιας ταλαίπωρης κυρίας η οποία αλλάζει με αναφιλητά τη θέση ενός κρεβατιού τριών γενεών τίμιων μεροκαματιάρηδων γιατί οι μηχανικοί εντόπισαν ένα νευραλγικό σημείο στη μέση της κρεβατοκάμαρας. Ο Γκόμες παρατηρεί εκ του μακρόθεν τις εργασίες χωρίς να του καίγεται καρφί, αν και ο θόρυβος των μηχανών τον αποσπά από τις ειδήσεις της εφημερίδας. Φυσικά, κανείς δεν του είπε τίποτα για το κτήμα του, κι αυτός δεν είναι άνθρωπος περίεργος, μιλάει μόνο όταν τον ρωτάνε. Κι έτσι απαντάει μ’ ένα όχι όταν ο εργοδηγός του πετρελαϊκού ομίλου της Βενεζουέλας δίνει τόπο στην οργή και πάει να τον δει για να του πουλήσει το τετραγωνικό μέτρο. Ο εργοδηγός έχει εντολή να αγοράσει με οποιοδήποτε τίμημα, κι αρχίζει να λέει νούμερα που ανεβαίνουν κατά πέντε χιλιάδες δολάρια ανά λεπτό, κι έτσι μετά από τρεις ώρες ο Γκόμες διπλώνει την αιώρα, φυλάει το γκαζάκι Πρίμους και τη μπομπότα στο βαλιτσάκι, και υπογράφει ένα χαρτί που τον κάνει τον πλουσιότερο άνθρωπο της χώρας εφ’ όσον βρεθεί πετρέλαιο στο κτήμα του, πράγμα που συμβαίνει ακριβώς μια βδομάδα αργότερα με τη μορφή ενός πίδακα που ραντίζει την οικογένεια του Λιτέριο και όλες τις κότες της περιοχής.
Ο Γκόμες, παραξενεμένος με όλ’ αυτά, γυρίζει στην πόλη όπου ξεκίνησε η ύπαρξή του και αγοράζει ένα διαμέρισμα στον πιο ψηλό όροφο ενός ουρανοξύστη γιατί έχει μια βεράντα ηλιόλουστη για να διαβάσει την εφημερίδα του και να ψήσει τη μπομπότα του χωρίς να τον ενοχλούν πανούργοι βενεζουελάνοι και χωρίς κότες βαμμένες μαύρες να τρέχουν εδώ κι εκεί με τη χαρακτηριστική αγανάκτηση αυτών των πτηνών όταν τα περιλούουν με αργό πετρέλαιο.
[Τελευταίο round, 1969]