Λογοτεχνική αποτίμηση 1975: Δενέγρης

Λογοτεχνική αποτίμηση 1975: Δενέγρης

Το πρώ­το αυ­τό βι­βλίο του Τά­σου Δε­νέ­γρη Θά­να­τος στην Πλα­τεία Κά­νιγ­γος (Αθή­να 1975) έρ­χε­ται αρ­γά για έναν ποι­η­τή που εμ­φα­νί­στη­κε στις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του '60 (ο Δ. ανή­κε στην ομά­δα του πρω­το­πο­ρια­κού πε­ριο­δι­κού Πά­λι) και έκτο­τε δια­τή­ρη­σε, μέ­χρι αυ­τή την πρώ­τη έκ­δο­ση, μια ποι­η­τι­κή φυ­σιο­γνω­μία σχε­δόν κρυμ­μέ­νη και αι­νιγ­μα­τι­κή. Τα ποι­ή­μα­τα αυ­τής της συλ­λο­γής δια­φέ­ρουν με­τα­ξύ τους, εξω­τε­ρι­κά, δη­λα­δή στην τα­κτι­κή με την οποία ανα­πτύσ­σο­νται. Αυ­τό θα πρέ­πει να οφεί­λε­ται στην με­γά­λη χρο­νι­κή από­στα­ση του πρώ­του ποι­ή­μα­τος από το τε­λευ­ταίο (1952-1969), αλ­λά και στην δε­ξιό­τη­τα που βοη­θά­ει τον Δ. να χει­ρί­ζε­ται με την ίδια άνε­ση τον δι­κό του ομοιο­κα­τά­λη­κτο ή ανο­μοιο­κα­τά­λη­κτο με­τρι­κό στί­χο και τον λε­γό­με­νο ελεύ­θε­ρο. Κοι­νό σ’ όλο το βι­βλίο εί­ναι το επί­πε­δο ζω­ής. Ο Δ. χρη­σι­μο­ποιώ­ντας την αρι­στο­κρα­τι­κή στό­φα του σαρ­κα­σμού του, την επι­τη­δευ­μέ­νη αδια­φο­ρία του και την εκλε­πτυ­σμέ­νη αί­σθη­ση του βα­σι­κό­τε­ρου συ­ναι­σθή­μα­τος, του φό­βου, με κα­τάλ­λη­λους ευ­θείς και πλά­γιους χει­ρι­σμούς κά­νει βα­θειές νύ­ξεις σαν ένας φα­να­τι­κός υπαρ­ξι­στής που εί­ναι. Αλ­λά προ­ση­λω­μέ­νος σε μια γρα­φή δύ­σκο­λη και ρι­ψο­κίν­δυ­νη εί­ναι φυ­σι­κό να προ­χω­ρεί με τον υπαι­νιγ­μό. Ενα πα­ρά­δειγ­μα από το ποί­η­μα της σελ. 19:

Κι όποιος μπορέσει να περπατήσει στη βροχή
Χωρίς να βρέξει τη σκιά του
Εχει το Θεό μέσα του
Πατήρ Υιός και Αγιον Πνεύμα

Η ιδέα του απο­κλει­σμού σ’ ένα πε­ρι­βάλ­λον το­ξι­νω­μέ­νο, φορ­τι­σμέ­νο από την αν­θρώ­πι­νη έντα­ση, επι­στρέ­φει συ­χνά, εί­ναι το συ­νη­θέ­στε­ρο ση­μείο ανα­φο­ράς στην ποί­η­ση του Δ., π.χ.:

Οδός Ακαδημίας
Οδός Αντινομίας
Οδός Αστυνομίας
Οδός Ασυδοσίας
Οδός Άγουσα εις τον Αδην
Οδός κατάλληλος δια βάδην
Οδός Αγίων Ασωμάτων
Πλήρης χωμάτων και πτωμάτων

Η πα­ρα­νοϊ­κή ζά­λη των ηρώ­ων του ποι­η­τή, που εί­ναι προ­σω­πι­κό­τη­τες της Ιστο­ρί­ας, γό­ησ­σες σταρ ή συ­νοι­κια­κές γό­ησ­σες που συ­χνά­ζου­νε στα κομ­μω­τή­ρια, φτά­νει στον ανα­γνώ­στη σαν πί­σω από έναν δια­φα­νή υμέ­να ή όπως στην αρ­γή επα­νά­λη­ψη χω­ρίς ήχο της τη­λε­ό­ρα­σης. Αυ­τού οφεί­λε­ται και η αί­σθη­ση ότι τα πλέγ­μα­τα των ψυ­χώ­σε­ων στην ποί­η­ση του Δ. αγ­γί­ζουν κά­ποιο δια­χρο­νι­κό βά­θος και λει­τουρ­γούν σ’ έναν απε­ριό­ρι­στο χώ­ρο. Ο ποι­η­τής, έχο­ντας νοιώ­σει την τε­ντω­μέ­νη άνε­ση του αν­θρώ­που των με­γα­λου­πό­λε­ων, με μια γλώσ­σα κα­λά δο­μη­μέ­νη, βρί­θου­σα από ξε­νι­κές ανα­μί­ξεις, απο­κα­λύ­πτει τη φυ­σιο­γνω­μία της βου­βής φρί­κης, τα λευ­κά δό­ντια του πο­λι­τι­σμού μας, μέ­σα στα σα­γό­νια του οποί­ου βο­λεύ­ε­ται, αλ­λά και ασφυ­κτιά. Εί­ναι ένας πο­λι­τι­σμός που ο Δ. τον βλέ­πει να γι­γα­ντώ­νε­ται, αλ­λά και να αρ­γο­πε­θαί­νει. Αυ­τό που μας εμπο­δί­ζει να δού­με κα­θα­ρά τις σπα­σμω­δι­κές κι­νή­σεις των ηρώ­ων, την εξάρ­θρω­ση της λο­γι­κής μέ­σα στην ποί­η­ση αυ­τή, δεν εί­ναι η ελι­τι­στι­κή διά­θε­ση του ποι­η­τή, αλ­λά ο θο­λός χι­τώ­νας του κο­ρε­σμέ­νου σύγ­χρο­νου οφθαλ­μού. Στο κά­τω της γρα­φής ο θά­να­τος στην Πλα­τεία Κά­νιγ­γος, που εί­ναι ο τί­τλος του βι­βλί­ου, εί­ναι ο κα­θη­με­ρι­νός οι­κεί­ος θά­να­τος σ’ όλες τις βου­ε­ρές, τσι­με­ντέ­νιες πλα­τεί­ες του κό­σμου.


[ Στον ετή­σιο τό­μο Χρο­νι­κό ’75 (Σε­πτέμ­βριος ’74-Αύ­γου­στος ’75) του  Καλ­λι­τε­χνι­κού Πνευ­μα­τι­κό Κέ­ντρο «Ώρα» ]

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: