Χάρτης 16 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-16/afierwma/logotexnikh-apotimhsh-1975-denegrhs
Το πρώτο αυτό βιβλίο του Τάσου Δενέγρη Θάνατος στην Πλατεία Κάνιγγος (Αθήνα 1975) έρχεται αργά για έναν ποιητή που εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του '60 (ο Δ. ανήκε στην ομάδα του πρωτοποριακού περιοδικού Πάλι) και έκτοτε διατήρησε, μέχρι αυτή την πρώτη έκδοση, μια ποιητική φυσιογνωμία σχεδόν κρυμμένη και αινιγματική. Τα ποιήματα αυτής της συλλογής διαφέρουν μεταξύ τους, εξωτερικά, δηλαδή στην τακτική με την οποία αναπτύσσονται. Αυτό θα πρέπει να οφείλεται στην μεγάλη χρονική απόσταση του πρώτου ποιήματος από το τελευταίο (1952-1969), αλλά και στην δεξιότητα που βοηθάει τον Δ. να χειρίζεται με την ίδια άνεση τον δικό του ομοιοκατάληκτο ή ανομοιοκατάληκτο μετρικό στίχο και τον λεγόμενο ελεύθερο. Κοινό σ’ όλο το βιβλίο είναι το επίπεδο ζωής. Ο Δ. χρησιμοποιώντας την αριστοκρατική στόφα του σαρκασμού του, την επιτηδευμένη αδιαφορία του και την εκλεπτυσμένη αίσθηση του βασικότερου συναισθήματος, του φόβου, με κατάλληλους ευθείς και πλάγιους χειρισμούς κάνει βαθειές νύξεις σαν ένας φανατικός υπαρξιστής που είναι. Αλλά προσηλωμένος σε μια γραφή δύσκολη και ριψοκίνδυνη είναι φυσικό να προχωρεί με τον υπαινιγμό. Ενα παράδειγμα από το ποίημα της σελ. 19:
Κι όποιος μπορέσει να περπατήσει στη βροχή
Χωρίς να βρέξει τη σκιά του
Εχει το Θεό μέσα του
Πατήρ Υιός και Αγιον Πνεύμα
Η ιδέα του αποκλεισμού σ’ ένα περιβάλλον τοξινωμένο, φορτισμένο από την ανθρώπινη ένταση, επιστρέφει συχνά, είναι το συνηθέστερο σημείο αναφοράς στην ποίηση του Δ., π.χ.:
Οδός Ακαδημίας
Οδός Αντινομίας
Οδός Αστυνομίας
Οδός Ασυδοσίας
Οδός Άγουσα εις τον Αδην
Οδός κατάλληλος δια βάδην
Οδός Αγίων Ασωμάτων
Πλήρης χωμάτων και πτωμάτων
Η παρανοϊκή ζάλη των ηρώων του ποιητή, που είναι προσωπικότητες της Ιστορίας, γόησσες σταρ ή συνοικιακές γόησσες που συχνάζουνε στα κομμωτήρια, φτάνει στον αναγνώστη σαν πίσω από έναν διαφανή υμένα ή όπως στην αργή επανάληψη χωρίς ήχο της τηλεόρασης. Αυτού οφείλεται και η αίσθηση ότι τα πλέγματα των ψυχώσεων στην ποίηση του Δ. αγγίζουν κάποιο διαχρονικό βάθος και λειτουργούν σ’ έναν απεριόριστο χώρο. Ο ποιητής, έχοντας νοιώσει την τεντωμένη άνεση του ανθρώπου των μεγαλουπόλεων, με μια γλώσσα καλά δομημένη, βρίθουσα από ξενικές αναμίξεις, αποκαλύπτει τη φυσιογνωμία της βουβής φρίκης, τα λευκά δόντια του πολιτισμού μας, μέσα στα σαγόνια του οποίου βολεύεται, αλλά και ασφυκτιά. Είναι ένας πολιτισμός που ο Δ. τον βλέπει να γιγαντώνεται, αλλά και να αργοπεθαίνει. Αυτό που μας εμποδίζει να δούμε καθαρά τις σπασμωδικές κινήσεις των ηρώων, την εξάρθρωση της λογικής μέσα στην ποίηση αυτή, δεν είναι η ελιτιστική διάθεση του ποιητή, αλλά ο θολός χιτώνας του κορεσμένου σύγχρονου οφθαλμού. Στο κάτω της γραφής ο θάνατος στην Πλατεία Κάνιγγος, που είναι ο τίτλος του βιβλίου, είναι ο καθημερινός οικείος θάνατος σ’ όλες τις βουερές, τσιμεντένιες πλατείες του κόσμου.
[ Στον ετήσιο τόμο Χρονικό ’75 (Σεπτέμβριος ’74-Αύγουστος ’75) του Καλλιτεχνικού Πνευματικό Κέντρο «Ώρα» ]