Δεν ήταν η πρώτη φορά που καλσόν χόρευαν σε ένα από τα απέναντι μπαλκόνια, έκαναν ωραίες φιγούρες και τα θαύμαζα. Ύστερα βγήκα. Είχα ραντεβού στην Κυψέλη με μια φίλη μου που ήθελε να βρει σπίτι, κοντά στην Φωκίωνος Νέγρη με μεγάλη βεράντα και εξωτικές μυρωδιές από μαγειρικές στον φωταγωγό. Προσπερνώντας ένα καφενείο εκεί κοντά στην πλατεία που είχε γνωρίσει και θα ξαναγνωρίσει μεγάλες δόξες μου φάνηκε ότι μέσα είδα το φάντασμα του Τάσου. Ήξερα ότι σ' αυτές τις περιπτώσεις δεν πρέπει να κάνεις κανονική στροφή αλλά να πας με όπισθεν προσπαθώντας να ξαναβρείς το ακριβές αποτύπωμα από τα πέλματά σου στο πεζοδρόμιο. Φαίνεται ότι το πέτυχα και στο καφενείο καθόταν ο Τάσος, απορροφημένος από κάτι χειρόγραφα. Μπήκα, τράβηξα μια καρέκλα απέναντί του και τότε μόνο με κοίταξε και η αλήθεια είναι ότι μου φάνηκε παράξενο, πως ούτε εκείνος ούτε εγώ είχαμε ξαφνιαστεί. «Να υποθέσω ότι γράφεις τον Ρασκόλνικωφ στην Κυψέλη;» τον ρώτησα· «Ναι», μου απάντησε κι όπως το συνήθιζε με ρώτησε την ώρα. Ήταν πέντε παρά δέκα. «Να δεις που εσύ θα το τελειώσεις» του είπα «ενώ αυτό που γράφω με τα φαντάσματα στον κήπο μου νομίζω πως δεν θα το τελειώσω ποτέ!» Την ίδια στιγμή μετάνιωσα που είχα αναφερθεί σε φαντάσματα κι άλλαξα αμέσως το θέμα. «Θυμάσαι τις βόλτες που κάναμε στη Ρόδο;», του είπα «πώς ξεκινούσαμε, εσύ με τους χάρτες και φτάναμε πάντα στον προορισμό μας αλλά μετά δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω και κάποια στιγμή υπέκυπτες και μου έλεγες "έλα, αφού εσύ έχεις κι άλλο τρόπο" και τότε ξεδίπλωνα τον άλλο χάρτη στο μυαλό μου, με τις πιο άσχετες λεπτομέρειες που είχα προσέξει καθώς πηγαίναμε, μια σπασμένη γωνία σκαλοπατιού, έναν μισοξεραμένο μανδραγόρα, μια κούκλα πάνινη αραπίνα ακουμπισμένη πάνω σε μια τηλεόραση... έτσι γυρίζαμε αλλά η αλήθεια είναι ότι χωρίς τους δικούς σου χάρτες δεν θα είχαμε φτάσει». Με ρώτησε πάλι την ώρα, είχε πάει πέντε, το ραντεβού ήταν για τις πέντε και τώρα βρισκόμουν σε δύσκολη θέση. Διάβασε τη σκέψη μου «Να μη σε κρατάω», μου είπε, πάντοτε ευγενής... βρισκόμουν σε δύσκολη θέση γιατί τον Τάσο μπορεί να μην τον ξανάβλεπα ποτέ αλλά είχα πάρει κι όρκο να μην αργώ τόσο πολύ στα ραντεβού. Είχε πάνω στο τραπέζι ένα πακέτο Camel. Άναψε ένα κι όσο το κάπνιζε τον κοίταζα, οι καπνοί σχημάτιζαν διαδρομές που τις ρούφαγε ο δρόμος έξω και δεν ξέρω που οδηγούσανε αλλά η ώρα περνούσε. Ένοιωθα ότι αργώ, με έπιασε μεγάλη βιασύνη να φύγω πριν με ρωτήσει για τρίτη φορά την ώρα... Σηκώθηκα άτσαλα, έφυγα άτσαλα. Έφτασα στο ραντεβού σχεδόν τρέχοντας, η φίλη μου δεν με περίμενε. Κοίταξα καλύτερα τα νούμερα, αυτός ο αριθμός δεν υπήρχε σ' εκείνο τον δρόμο. Μετά κατάλαβα ότι στο καφενείο είχα ξεχάσει όλες της λεπτομέρειες της διαδρομής προς τα πίσω. Τώρα δύσκολο να γυρίσω πίσω. Κοίταξα το ρολόι μου, έλεγε ακόμα πέντε. «Τι ώρα είναι;» ρώτησα έναν περαστικό. «Έξι παρά είκοσι, κυρία μου».