Η καθυστερημένη εμφάνιση του Τάσου Δενέγρη στη λογοτεχνική σκηνή με το βιβλίο του Θάνατος στην Πλατεία Κάνιγγος, το 1975, έδωσε την ευκαιρία στους αναγνώστες να ανακαλύψουν μια ώριμη ποιητική φωνή, που κόμιζε ένα πρωτόγνωρο για την εποχή μινιμαλιστικό ύφος, χωρίς τις ατέλειες και τις συνήθεις αυθαιρεσίες των νεανικών καταθέσεων.
Αυτό το ιδιάζον ύφος του Δενέγρη διαπερνά σαν κόκκινη κλωστή και τις έξι συνολικά συλλογές του, δημιουργώντας την εντύπωση πως δεν υπάρχει καμιά αλλαγή στους εκφραστικούς του τρόπους, από βιβλίο σε βιβλίο. Έτσι και στην τελευταία του συλλογή Το πνεύμα της άμυνας, η πρώτη αίσθηση που δημιουργείται στον επαρκή αναγνώστη είναι αυτή του «οικείου χώρου», δίχως εξάρσεις περιττές ... Το γνώριμο ύφος του, κράμα μιας καρυωτακικής ειρωνείας και ενός παιγνιώδους υπερρεαλισμού –στα χνάρια της ποιητικής αμφισημίας του Νίκου Εγγονόπουλου–, διαποτίζει ολόκληρο το πρώτο μέρος του βιβλίου, που τιτλοφορείται «Δύο σχέδια για την τρέλα». Ωστόσο η ευχάριστη ανατροπή συντελείται στο δεύτερο –και αρτιότερο– μέρος, που με τον ενδεικτικό τίτλο «Παιδική ηλικία» λειτουργεί και ως επίλογος στην ποιητική του Τάσου Δενέγρη.
Εδώ πια δεν υπάρχει μόνο «η ανάγκη να μιλήσουμε απλά», αλλά κάτι βαθύτερο: η επιτακτική ανάγκη να ανασύρουμε από τη μνήμη μας εικόνες, θραύσματα φωνών, πρόσωπα άφθαρτα του παρελθόντος, για να στυλώσουμε τα ερείπια μας, για να γεμίσει το έρημο παρόν με ό,τι πραγματικά αγαπήσαμε.
Ο ποιητής μάς ξεναγεί με όση τρυφερότητα του έχει απομείνει στην παιδική του ηλικία, στα τοπία της κατοχικής και μετεμφυλιακής Αθήνας, που είναι το ιστορικό σκηνικό των παιδικών του αταξιών, των πρώτων ερώτων, των πρώτων διαψεύσεων. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της «ξενάγησης» το ποίημα «Δεκεμβριανά»:
«Άγιος Σάββας και προσφυγικά / στη λεωφόρο Αλεξάνδρας / γέμισαν τρύπες οι τοίχοι τους / από τις ρουκέτες των αεροπλάνων / τρύπες μεγάλες ωσάν φεγγίτες. / Πρωτοχρονιά μεσημέρι / καθώς τρώγαμε / Pilchards κονσέρβες καλαμαράκια / σείστηκε ο τόπος συθέμελα / σπάσαν τα τζάμια στο διάδρομο / έσκασε όλμος στον κήπο μας / βάρυνε η πλάση από φόβο. / Μόλις το ξάφνιασμα πέρασε / βγήκα στον κήπο και βρήκα / κομμάτια του βλήματος και τα πτερύγια / χρώμα του μίνιου μοιάζει λιγάκι / πιο σκούρο βέβαια / με το χρώμα που έχουν τα καλαμαράκια. / Έχει τον κρότο του / το κάθε όπλo».
Η ανάμνηση ανάλογων επεισοδίων από τα παιδικά χρόνια προσφέρει στον δημιουργό το υλικό για τη συγκρότηση μιας «πρώιμης αυτοβιογραφίας». Εκείνο όμως που διαφοροποιεί την «αυτοβιογραφία» του από άλλες, παρόμοιες προσπάθειες (κοινός τόπος σε πρόσφατες συλλογές) είναι η εμμονή του Δενέγρη στη λεπτομέρεια, στο φαινoμενικά ασήμαντο γεγονός του ιδιωτικού χώρου, στις αθέατες όψεις μιας ανελέητης καθημερινότητας.
Όπως και στα περισσότερα βιβλία του, τα μεγάλα επεισόδια της Ιστορίας αχνοφαίνονται πίσω από τα μικρά οικογενειακά δράματα, τις μάταιες προσπάθειες για ανάδειξη, τις μίζερες έγνοιες ενός μικροαστικού περίγυρου.
Είναι κρίμα που η ενότητα «παιδική ηλικία» δεν αναπτύσσεται περισσότερο, ωστόσο ο αναγνώστης αποχωρίζεται το βιβλίο «με τη δίψα του ολάκερη», όπως θα έλεγε και ο Σεφέρης. Και αυτό είναι ένα πλεονέκτημά του, αν σκεφθούμε ότι σήμερα αρκετά βιβλία τα αποχωριζόμαστε γρήγορα με ένα αίσθημα κορεσμού και πλήξης.
[ Για το βιβλίο του ΤΔ Το πνεύμα της άμυνας (1999), εφ. Το Βήμα 9/4/2000 ]