————————————————————————————
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΧΕΙΟ
————————————————————————————
Μεταγραφή: Γιάννα Μπούφη-Δενέγρη
Επιμέλεια: Δημήτρης Καλοκύρης
————————————————————————————
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΧΕΙΟ
————————————————————————————
Μεταγραφή: Γιάννα Μπούφη-Δενέγρη
Επιμέλεια: Δημήτρης Καλοκύρης
Στη σκοπιά
Όλοι έχουν κατέβει στην Αθήνα. Γυρνάω στο στρατόπεδο, μοναξιά. Κάνει κρύο. Προχωρώ μέχρι την καντίνα. Είν’ ένα μεγάλο ξύλινο οίκημα με χρώμα βαθύ καστανό. Απομονωμένο κάπως απ’ τους άλλους θαλάμους, χτισμένο στο πιο ψηλό σημείο, φαίνεται από μακριά σαν ερημωμένο καράβι, ξεχασμένο από πολύν καιρό. Μέσα δεν υπάρχει κανείς. Αυτοί που καθάρισαν τα τραπέζια και σκούπισαν το πάτωμα έχουν τελειώσει. Κινάω για να φύγω. Κατεβαίνω για το θάλαμο. Ξαφνικά απ’ το μεγάφωνο, ξεχύνεται μέσα στη νύχτα ένα ρεμπέτικο. Η φωνή είν’ άγρια και βραχνιασμένη.
Ένα μεγάλο σύννεφο με σχήμα αλόγου βαδίζει στ’ ανατολικά. Το μπροστινό μέρος, αυτό που σχηματίζει το κεφάλι και το λαιμό του αλόγου, κρύβεται πίσω απ’ το βουνό. Κάνει πολύ κρύο.
Η ομίχλη έχει μπει μέσ’ στο στρατόπεδο. Άρχισε να κατεβαίνει απ’ το βουνό που βρίσκεται μπροστά μας. Πριν δυο ώρες βρισκόταν μερικά μέτρα κάτω απ’ την ψηλότερη κορφή του βουνού. Έκρυβε το μισό. Άφηνε να φαίνεται μονάχα η κορφή και τα πόδια του. Ύστερα, δεν ξέρω πότε πρόλαβε η ομίχλη και κατέβηκε αθόρυβα κάτω. Έβλεπες τον άνθρωπο μονάχα στα 4 μέτρα. Στα 4 μέτρα καθαρά. Στα 6, μόλις φαινόταν. Ένα κινούμενο σχήμα.
Απ’ τη σκοπιά δε βλέπω τίποτα, ή μάλλον βλέπω την ομίχλη κι ύστερα, μέσα στην ομίχλη, βλέπω ορισμένα πράγματα, πολύ λίγα όμως, όπως τους γλόμπους τους ηλεκτρικούς, δίχως να βλέπω τους στύλους. Έτσι κρέμονται μονάχοι και το φως τους θυμίζει πρόσωπο ανθρώπου που βγήκε μόλις από καταφύγιο.
Τους ανθρώπους πρέπει να τους σταματάς στα 15 μέτρα για να κάνεις αναγνώριση. Δεν τους βλέπεις όμως παρά μόνο στα 5. Γι’ αυτό κι έχω τ’ αυτιά μου ορθάνοιχτα. Οι άνθρωποι μέσα στην ομίχλη είναι μονάχα βήματα ή φωνές που πλησιάζουν ή απομακρύνονται. Τούτη την ώρα έχεις το κορμί τεντωμένο και το μυαλό καθαρό μέσ’ στη νυχτερινή ησυχία.
Τότε προσπαθείς να βγάλεις την ύπαρξη από μέσα σου και να την τοποθετήσεις μπροστά σου, σε στάση προσοχής και τότε ανάλογα ν’ αρχίσεις να της κάνεις ερωτήσεις, να την κρίνεις ή να την κατηγορείς, να τη θαυμάζεις, να την πονάς και να τη χαϊδεύεις.
Έχω όλη μου την ύπαρξη ακέραια και της κάνω ερωτήσεις μέσ’ στη νύχτα. Στην αρχή την έχω σε στάση προσοχής, ύστερα το βλέμμα μου μαλακώνει πάνω στο βλέμμα της και την αγκαλιάζω. Με απίστευτη ταχύτητα που σε κάνει να πιστεύεις σε ταχυδακτυλουργία, η ομίχλη διαλύεται· φαίνεται τώρα ο σκοτεινός όγκος του βουνού τα τηλεγραφόξυλα, τα δέντρα.
Η βροχή αρχίζει απότομα και δυνατά. Όχι από απλό ψιχάλισμα. Ακούς έναν δυνατό κρότο, βλέπεις το χώμα και, πολλές σπιθαμές πάνω απ’ το έδαφος, βλέπεις ν’ ασημίζει η βροχή. Η γη αρχίζει να λιώνει και να σχηματίζεται λάσπη, κι ύστερα, όπου βρίσκει κατάλληλο έδαφος, το νερό μπαίνει μέσα, σχηματίζεται ποταμάκι που μεγαλώνει και βουίζοντας τρέχει την κατηφόρα. Αστράφτει στα νοτιοανατολικά. – Ο κρότος είναι δυνατός και ξερός. Φτάνει αργότερα, κάνοντάς σε να νομίζεις πως είναι κάτι που δεν έχει σχέση καμία με την αστραπή. Ένας κρότος που σε ξεκουφαίνει ακούγεται απ’ τα αριστερά μου. – Πριν προλάβω να βγω απ’ τη σκοπιά να δω τι συμβαίνει, περνούν από μπροστά μου με ταχύτητα, παρασυρμένα απ’ τη δύναμη του νερού, πολλά μπιτόνια βενζίνης. Συγκρούονται μεταξύ τους έρχονται μερικά και κολλάνε πάνω στις πέτρες που τους φράζουν το δρόμο.
Τι περιμένει ο γέρος;
Είναι απόγευμα κι η ατμόσφαιρα είναι καθαρή και σκληρή – Μπορείς να δεις το πράσινο χρώμα των δέντρων και των χόρτων, σ’ όλη του την ένταση. Κάθομαι στις παγωμένες πέτρες. Η ράχη μου ακουμπά σ’ ένα πεύκο μικρό, που ‘χει γείρει πίσω, ευλύγιστο, για να μη σπάσει κάτω απ’ το βάρος μου.
Στη δημοσιά ένας γέρος περνάει πάνω στον γάιδαρό του. Φαίνεται να βιάζεται, κι εγώ παρ’ όλο που κάθομαι με τέτοια νωχελική στάση, βιάζομαι. Σκέπτομαι τις μέρες που είναι μπροστά μου. Προσπαθώ απ’ τα τώρα να τους δώσω ένα σχήμα, αν και ξέρω πως δεν είναι κάτι κανονικό. Όμως, ο γέρος γιατί βιάζεται; Οι μέρες του είναι μετρημένες σαν τα ψωμιά του καθημερινού συσσίτιου. Γι’ αυτό κι αυτός προσπαθεί με τη βιασύνη του να τους σπάσει το προκαθορισμένο σχήμα, τον αριθμό. – Κι οι δυο βιαζόμαστε για την ίδια αιτία, μονάχα που είναι διαφορετική η φόρμα που δίνουμε στη βιασύνη μας. Εγώ, για να δημιουργήσω την αρχιτεκτονική των ημερών μου, κι εκείνος για να την σπάσει. – Κι οι δυο γιατί βρισκόμαστε μπροστά στο θάνατο. Εγώ με την αβεβαιότητα, εκείνος με τη βεβαιότητα. – Εγώ δημιουργώ μια φυγή απ’ την αβεβαιότητα, εκείνος μια ποικιλία πάνω στη βεβαιότητα. Η ατμόσφαιρα είναι τόσο καθαρή που μπορείς να διακρίνεις τις χρωματικές διαφορές που ‘χει η μία πευκοβελόνα απ’ την άλλη.
Κυριακή κι η μέρα κρύβεται πίσω απ’ το βουνό. Το στρατόπεδο είναι ήσυχο – Άλλοι έχουν κατέβει στην πολιτεία, κι οι υπόλοιποι, αυτοί που δεν έχουν κανέναν γνωστό, έχουν μείνει μέσα, στους θαλάμους· άλλοι ζεσταίνονται στη σόμπα κι άλλοι γράφουν γράμματα στη Μακεδονία.
Ο δρόμος που πάει στον καταρράχτη είναι κατηφορικός. Στην αρχή είναι μαλακός, τα βήματά σου βουλιάζουν και πνίγονται στ’ αμμόχωμα, ύστερα στρόγγυλες συμμετρικές πέτρες σου σπάζουν το βήμα. Σαν φτάσεις στον καταρράχτη, υπάρχουν αριστερά τρεις ταβέρνες. Εκεί ο δρόμος πνίγεται στα πεύκα. Στ’ αριστερό σου χέρι κατεβαίνεις δυο σκαλοπάτια, βρίσκεις ένα σκύλο γέρο που γαβγίζει, μάλλον από συνήθεια, σπρώχνεις μια πράσινη πόρτα και μπαίνεις στη μικρή ταβέρνα. Τα μέρη τούτα τα ‘χαν απαγορέψει στους στρατιώτες γιατί, πριν δυο χρόνια, μαχαιρώθηκε [εκεί] ένας λοχίας. Το γεγονός ξεχάστηκε με τον καιρό, έφταιγε άλλωστε κι ο λοχίας που τα ‘χε με μια παντρεμένη.
Κατεβαίνω με τον Νίκο για τον καταρράχτη. Δεξιά μας είναι μια ξύλινη παράγκα. Το ύψος της δεν ξεπερνάει το ενάμισυ μέτρο κι η είσοδος σκεπάζεται με κουρέλια. Κάτω στο χώμα, κάθεται πάνω στα διπλωμένα σκέλια του ένα μικρό[σωμο] γεροντάκι. Τον ξέρουν όλοι και, αν πιστέψουμε στις φήμες, μένει σε τούτη την ερημιά, είκοσι χρόνια. – Δεξιά κι αριστερά τριγυρνούν δυο κότες κι ένας κόκκορας. Μια γάτα ακουμπά στο δεξί του υπόδημα. – Το γεροντάκι φοράει γυαλιά με συρμάτινο σκελετό και δεμένα με κλωστές. – Δε φοράει πανωφόρι, μονάχα ένα τριμμένο γκρι νεανικό σακάκι, ένα πουκάμισο λιγδιασμένο, με το πάνω κουμπί ανοιχτό κι από κάτω φαίνεται μια χοντρή μάλλινη σκούρα φανέλα. Το κρέας λείπει εντελώς από πάνω του· έχει μείνει μονάχα ο λεπτοφτιαγμένος σκελετός του, το ηλιοκαμμένο δέρμα κι οι πεταχτές φλέβες του. – Σ’ ένα τσίγκινο πιατάκι υπάρχουν απομεινάρια από κάποιο γιαχνί. Δυο τρία κομμάτια πατάτες και κόκκινη σάλτσα. Το βραδινό φαϊ το μοιράστηκε, καθώς φαίνεται, με τις κότες και τη γάτα, γιατί κάθε τόσο οι κότες έρχονται, τσιμπολογούν και φεύγουν. Κάτω στο χώμα υπάρχει κι ένα μικρό σκουριασμένο κονσερβοκούτι με κρασί. Ο γέρος το σηκώνει κάθε τόσο και πίνει αργά και ρουφηχτά.
Μας βλέπει και μας χαιρετάει. Ο Νίκος του λέει πως ήρθε αυτός να πάρει τα κούμαρα για τον λοχαγό, μιας κι ο άλλος στρατιώτης που ‘πρεπε να τα πάρει, έχει πάρει διανυκτέρευση για την Αθήνα. Ο γέρος σηκώνεται, μπαίνει μέσα, κι επιστρέφει με μια αγκαλιά κούμαρα για τον λοχαγό. Μας ρωτάει κατόπιν για διάφορους στρατιώτες – φαίνεται να γνωρίζει αρκετούς, γιατί τους αποκαλεί με τα μικρά τους ονόματα. Του λέμε πως πάμε στη μικρή ταβέρνα του καταρράχτη. Ψάχνει στο γκρι σακάκι του, βγάζει ένα δίφραγκο και μας το δίνει για να πιούμε στην υγειά του. Αρνιόμαστε, βεβαίως, κι ο γέρος αρχίζει ν’ αγριεύει. Η φωνούλα του σπάει σιγά σιγά κι αρχίζει να παίρνει ένα τόνο παρακλητικό. – «Εσύ είσαι μόνος, παππούλη, στην ερημιά, ποιός θα φροντίσει για σένα; Εμείς έχουμε τον μπαμπά μας που μας δίνει τ’ απαιτούμενα». – «Εγώ έχω απ’ όλα». Και κουδουνίζει με θρίαμβο τα μεταλλίκια της τσέπης του. Πάρτε να πιείτε στην υγειά μου. Παρακαλεί και τα μάτια του, κάτω απ’ τα γυαλιά είναι σαν του παραπονεμένου σκύλου που βράχηκε πολύ και ζητά μια ζεστή γωνιά. – «Πάρ’ το το δίφραγκο», [λέω του Νίκου], «θα του δώσουμε χαρά του γέρου. Πάρ’ το κι έχω κι εγώ την αμαρτία». Τον ευχαριστούμε και παίρνουμε [στη] συνέχεια το δρόμο για τον καταρράχτη.
Μέσ’ στην ταβέρνα έχουν ανάψει τη λάμπα πετρελαίου και την έχουν κρεμάσει από ‘να καδρόνι της οροφής. Κάνει ζέστη, οι καπνοί έχουν θολώσει το δωμάτιο, στα τραπέζια οι στρατιώτες πίνουν και τρώνε αμίλητοι και σκεφτικοί, κοιτάζοντας πέρα, στους ίσκιους που φορμάρονται πάνω στους τοίχους. Κάθε τόσο σηκώνεται κάποιος και με ιερή σοβαρότητα, χορεύει σέρβικο ή ζεϊμπέκικο. Οι κινήσεις του αργές, βαριές και τελετουργικές. Η ύπαρξη φαίνεται συγκεντρωμένη στις βαριές κινήσεις, στα βήματα και στη σοβαρότητα του προσώπου. Στο γραμμόφωνο, στο πλαϊνό δωμάτιο, εκεί που ψήνουν τ’ αυγά και κάθονται τ’ αφεντικά τής ταβέρνας, βάνουν μια καινούργια πλάκα. «Βραδιάζει στο Γεντί-Κουλέ».
Έχει βραδιάσει για καλά και θα πρέπει να γυρίσουμε. Στο γυρισμό μας ο γέρος κοιμάται. Η παράγκα σκεπασμένη, δεν ακούγεται και δε φαίνεται τίποτα. Σε τούτη την ερημιά, εικοσιπέντε χιλιόμετρα μονάχα, στα βόρεια της πολιτείας, υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν κανέναν στον κόσμο, ζούνε μαζί με τα ζώα και τρώνε μ’ αυτά, μαζεύουν κούμαρα και δίνουν χαρτζιλίκι στους στρατιώτες. Το μικρό σώμα του γέρου με τη σιγανή φωνή που αγρίευε κι ύστερα έσπαγε, οι στενές του πλάτες, η χαρά του καθώς κουδούνιζε τα μεταλλίκια, μου καρφώνονται στο νου σα λόγχες. Τι περιμένει τούτος ο γέρος: Έχω δει ζητιάνους που μπαίνουν στα σπίτια και τους δίνουν ένα φράγκο, ένα κομμάτι ψωμί ή πορτοκάλι. Έχω δει τυφλούς μαζωμένους κοντά στο Πολυτεχνείο που παίζουν ακούραστα, την ώρα που περνούν τα τρόλεϊ γεμάτα, κι ο κόσμος τους ρίχνει λυπημένες ματιές και καμμιά φορά νομίσματα. Έχω δει σακάτηδες στα λαϊκά νοσοκομεία και νέους που θέλουν ν’ αυτοκτονήσουν για ερωτικούς λόγους ή οικονομικές αιτίες. Όμως όλους τούτους, τους πλαισιώνουν παιδιά μ’ ερευνητικά και πεινασμένα μάτια. Τους πλαισιώνουν γυναίκες έστω και μαυροντυμένες. Αλλά ο γέρος τούτος τι γυρεύει μονάχος πίσω απ’ το βουνό, μέσ’ στο κρύο, σα ναυάγιο μικρής βάρκας. Τι περιμένει ο γέρος; Απόψε ο γέρος τούτος μου φαίνεται πιο μεγάλος απ’ τον ουρανό.
Απόψε ο κόσμος χαίρεται την όμορφη ζωή
βαριά είναι τα σίδερα, βαριά κι η φυλακή
(«ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΣΤΟ ΓΕΝΤΙ-ΚΟΥΛΕ»)
Ψιλό χιονόνερο μέσα στο στρατόπεδο. Το κρύο τρυπάει τα κόκκαλα, μπαίνει στις κλειδώσεις, μαστιγώνει το πρόσωπο. Τα χέρια παγώνουν και καίνε κατόπι. Πού και πού φώτα στους θαλάμους και στη λέσχη αξιωματικών. Το βουνό με τα θολά σύννεφα κάθονται στη κορφή του. Απ’ τα μαγειρεία βγαίνει χοντρός καπνός.
Απ’ το τζάμι της καντίνας κοιτάζω απέναντι. Το χιόνι έγινε ένα με το βουνό. Πάνω στο βουνό κάθεται ένας μολυβής ουρανός. Τα πράσινα πεύκα παίρνουν μιαν απόχρωση πολύ σκούρα πάνω στην άσπρη έκταση και φαίνονται σαν ομάδα ανθρώπων που κοπιάζουν να σκαρφαλώσουν με τη βοήθεια μπαστουνιών. Πού και πού ένα μεμονωμένο πεύκο φαίνεται σαν άνθρωπος που ‘χει σωριαστεί. Ακριβώς μπροστά μου, όλο το στρατόπεδο είναι άσπρο. Η μικρή λιθόχτιστη μάντρα με την πάνω της επιφάνεια σκεπασμένη με παχύ στρώμα από χιόνι που ξεχειλίζει.
Τ’ απόγευμα έπαψε να ρίχνει. Σταμάτησε κι ο αέρας. Υπάρχει μιαν ησυχία στο βαθύ πηγάδι, στο βάθος ενός κήπου με πυκνές δεντροστοιχίες. Η παγωνιά μπαίνει στα δάχτυλα, σταματάει το αίμα και χτυπάει το πρόσωπο με δεκάδες μαστίγια.
Συνέχεια Fragments “Le Bataillon”
Καθώς κατεβαίνω απ’ το λεωφορείο, βρίσκομαι σε μιαν άσπρη έκταση. Τριάντα χιλιόμετρα, στα βόρεια της πολιτείας, το χιόνι έχει σκεπάσει τα πάντα. Κόβω δεξιά απ’ τη δημοσιά. Πρέπει τα τρία τούτα χιλιόμετρα που με χωρίζουν απ’ το τάγμα, να τα κάνω πεζή. Οχούμενο δεν μπορεί να περάσει, ο δρόμος είναι μπλοκαρισμένος κι απ’ τις δυό μεριές, τα δέντρα παραφορτωμένα με χιόνι, λίγο να κουνήσεις τον κορμό, θ’ αρχίσουν να πέφτουν απ΄τα κλαδιά χοντρές νιφάδες. Το τοπίο είναι μια παγωμένη σιωπή. Υπάρχει ακόμα μια φοβερή αξιοπρέπεια, έτσι που φοβάσαι να περπατήσεις, μην τύχει και χαλάσεις τη σιωπή, τη συμμετρία και την ατμόσφαιρα, καμωμένη από κρύσταλλο και ξυράφι. Σαν φτάνω στην περιοχή του τάγματος ο σκοπός με χλαίνη ασπρισμένη, είναι χωμένος στη σκοπιά. Το χνουδωτό της ύφασμα γυαλίζει απ’ τους μικρούς κρυστάλλους.
Οι στέγες των καταυλισμών έχουν χιόνι αντί για κεραμίδια. Όλες οι πόρτες είναι θεόκλειστες. Μέσα, ανάψαν τη σόμπα, η καπνιά σού μπαίνει στα μάτια, τρώνε σαρδέλα από πορτογαλέζικη κονσέρβα και κουραμάνα ζεσταμένη πάνω στο καπάκι της σόμπας. Όσοι δεν χωρούν κοντά στη φωτιά, έχουν ξαπλώσει, ρίξαν τις χλαίνες και συζητούν χαμηλόφωνα.
Υπάρχει μια τρομερή ενότητα μέσ’ στο θάλαμο. Σ’ αυτούς εδώ τους αγράμματους, τους δίχως κοινωνικές προλήψεις κι ενσυνείδητες αγωνίες, υπάρχει το κρύο σαν κοινός εχθρός που πρέπει να το αντιμετωπίσουν με φωτιά, κάστανα, κρασί και χαμηλόφωνες κουβέντες.
Τα χιόνια λιώνουν. Το μαλακό χιόνι γίνεται πάγος, άσπρος στην αρχή, βρώμικος τώρα απ’ τα πατήματα των ανδρών. Καθώς περνούν οι αρβύλες πάνω στον πάγο, τον βουλιάζουν, ξαναλιώνει σε νερό και μπερδεύεται με το χώμα που υπήρχε από κάτω και που τώρα γίνεται λάσπη...
[ Ο ΔΕΚΑΝΕΑΣ ΜΑΚΡΗΣ ]
«Είμαι σα στραβός», είχε πει. «Βλέπεις, υπάρχουν αγράμματοι όπως ο Μπαλιούμπασης απ’ τον Ομαλό, στο νομό Κιλκίς. Εκείνος όμως δεν ξέρει τι θα πει κοινωνία, τι θα πει κόσμος. Είχε εξακόσιες γίδες και τις γνώριζε όλες. Τα δικά του προβλήματα σταματούν στο κοπάδι του και στην αρραβωνιαστικιά του, που μιλάει βουλγάρικα μαζί της, κι έχει τη φωτογραφία της και καμμιά εικοσαριά γράμματα δικά της. Δεν ξέρει να τα διαβάσει, και του τα διαβάζουν άλλοι. Είμαι κι εγώ αγράμματος, αλλά το ξέρω, και με απασχολούν προβλήματα που απασχολούν κι εσάς τους γραμματισμένους. Εσείς όμως μπορείτε και τα λύνετε, ξελασπώνετε, είτε γιατί έχετε μια συνεχή απασχόληση με την επιστήμη σας, είτε γιατί είσαστε ξύπνιοι στο μυαλό και μπορείτε και ξεπερνάτε τη στεναχώρια. Ενώ εγώ;»
Σκέφτηκα πως ο δεκανέας Μακρής θα ‘θελε να ξέρει πολλά πράγματα για τα φυσικά φαινόμενα, για την Ιστορία του τόπου μας, για το πώς ζουν οι άλλοι λαοί της Ευρώπης. Τις προάλλες με ρωτούσε για το ποια διαφορά υπάρχει σε μοίρες μεταξύ του Μαγνητικού Βορρά και του Πρακτικού Βορρά. Κατόπι μου μιλούσε με πάθος για τα υδροηλεκτρικά έργα που θα γίνουν στη Θεσσαλία. «Είναι πλούσιος τόπος, αλλά ο κόσμος είναι τεμπέλης», είχε πει. Τώρα τέλειωσε το τσιγάρο, έσκυψε το σώμα κι έβαλε το κεφάλι στις παλάμες μέσα, με τους αγκώνες ακουμπισμένους στα σκέλια του. Βάλθηκε να κοιτάζει τη φωτιά. Ο δεκανέας Μακρής ξύπνησε μονάχος του, είχε ξυπνητήρι στο πλάι του, σηκώθηκε με μηχανικές κι αλύγιστες κινήσεις σα ρομπότ, κοίταξε το ρολόι του, βεβαιώθηκε πως είναι μεσάνυχτα, έβαλε χλαίνη, κράνος, πέρασε στην αμασκάλη το αυτόματο και κίνησε για να βγει έξω, να κάνει έφοδο στους σκοπούς. Περνώντας από μάς χαμογέλασε, κοντοζύγιασε, άπλωσε τις παλάμες του για πέντε μονάχα δευτερόλεπτα πάνω απ’ τη σόμπα, τα ‘τριψε μεταξύ τους δυο τρεις φορές κι έφυγε.
Μέσα στη σόμπα τα φρέσκα ξύλα, περιχυμένα με πετρέλαιο καίγαν με δυσκολία. Οι φλόγες πετάγονταν, με τα παράδοξα κι εναλλασόμενά τους σχήματα, μοιάζαν με τα πυρόξανθα μαλλιά ενός Νιμπελούγκεν. Το κάτω μέρος της σόμπας φαινόταν πολύ φωτισμένο, όπως όταν περνώντας από δρόμο βλέπεις να φέγγουν τα παραθυρόφυλλα ενός ερμητικά κλεισμένου σπιτιού. Το πάνω μέρος των τοιχωμάτων της σόμπας κοντά στα χείλια, είναι αρκετά σκοτεινό. Στους τοίχους κάτω απ’ τα δοκάρια, σχηματίζονται ίσκιοι κι η ξύλινη πόρτα του θαλάμου, τρέμει απ’ τον αέρα.
Το τάγμα έχει σχεδόν αδειάσει. Πρωί πρωί, κατά τις εφτά και μισή, μπήκαν στα GMC και κατέβηκαν στην πρωτεύουσα, σαν τιμητικό απόσπασμα στην κηδεία του στρατηγού που πέθανε προχθές.
[ ΜΕΤΑΘΕΣΗ ]
Είναι μια μέρα γεμάτη ήλιο και σε λίγες ώρες θα πρέπει να φύγω μαζί με τους άλλους για την Αθήνα. Η παραμονή μου στο τάγμα τέλειωσε. Χαίρομαι που θ’ αλλάξω μονάδα. Από τούτη την ερημιά θα βρεθώ στο κέντρο της Αθήνας, πλάι στου Ζόναρ'ς, στο Πάλλας, και στο Μετοχικό Ταμείο. Απ’ τα οπλοπολυβόλα, τους όλμους, τους τενεκέδες με τα λάδια συντηρήσεως, τις ατέλειωτες σκοπιές και την υποστολή της σημαίας την ώρα που τελειώνει ο ήλιος και γαβγίζουν στρατιωτικά λυκόσκυλα έξω απ’ το διοικητήριο, θα βρεθώ ανάμεσα σε μολύβια, χαρτιά, test, διαλείμματα με σάντουιτς και τσιγάρα.
Ξαφνικά, η χαρά μου τούτη με παρατάει. Υποπτεύομαι τη νοσταλγία που θα ‘ρθει, όχι τώρα, αργότερα, μεθαύριο, ή την ερχόμενη εβδομάδα. Παρατάω παλάσκες, κουβέρτες κι όλο τούτο το υλικό που πρέπει να παραδώσω, κι αρχίζω να κοιτάζω ν’ αποτυπώνω, ν’ απομνημονεύω για τελευταία φορά.
Όμως δεν βλέπω άλλο από θαλάμους, κι ύστερα το τοπίο. Το τοπίο είναι τα δέντρα ή ο χώρος δίχως δέντρα, οι θάμνοι, τα βουνά, οι λακούβες στο έδαφος, τα χαλίκια, ο ντενεκές σκουπιδιών κι άλλα πολλά. Πέρα απ’ αυτά που βλέπω υπάρχει όμως και η ψυχή των ενενήντα ημερών, κι αυτήν δεν μπορεί κανείς να τη διώξει. Κάθε μέρα είχε το δικό της πρόσωπο, χίλια δυο επεισόδια, ατέλειωτες λεπτομέρειες. Βέβαια, οι περισσότερες, είχαν [ένα] κοινό γνώρισμα: Το κρύο. Μερικές είχαν και το χιόνι. Όμως τώρα το χιόνι έλιωσε κι ένας ήλιος μαλθακός έχει πέσει πάνω στις πέτρες και τα χόρτα. Στο δικό μου θάλαμο, ο θεολόγος είναι ξαπλωμένος και καπνίζει.
Το κρεβάτι μου έχει γυμνωθεί από στρώμα και κουβέρτες, φαίνεται ο μαύρος σιδερένιος σκελετός.
Ένας μικρός άνεμος τα σπρώχνει προς το νοτιά
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 1957. Σχολή Διερμηνέων - Κέντρο Διερχομένων (Πλατεία Λαρίσης, Αθήνα)
Το πρωί η πολιτεία ήταν άδεια σα να ‘χουν μπει όλοι στα καταφύγια με τα ουρλιαχτά τής σειρήνας. Ένας οδοκαθαριστής με κυρτούς ώμους καθαρίζει τους δρόμους.
Έχεις την εντύπωση πως η πολιτεία έκανε ένα μεγάλο γεύμα, ήπιε πολύ μέχρι τις μικρές ώρες και τώρα κοιμάται με το μούτρο πανιασμένο απ’ τον καπνό και το ξενύχτι. Το μάτι χάνεται στην προοπτική των δρόμων. Δεν υπάρχουν άνθρωποι κι αυτοκίνητα να σπάσουν την γραμμή τους.
24-12-57. Παραμονή Χριστούγεννα κι οι δρόμοι βογκούν απ’ το σφίξιμο. Αυτές οι γυναίκες με τα ωραία πόδια και την υγρή ματιά που περνούν με τον πρόσκαιρο εραστή, μοιάζουν με υπόστεγο. Σκέφτομαι τις μέρες μου και τις μέρες σου γεμάτες οδύνη και μικρές χαρές, ποικιλία και βάρος. Τοπία αυτόνομα και ξέχωρα με καθορισμένο ... [ κενό στο κείμενο ] που τώρα γίνεται βασανιστική μνήμη και χάος, αρχιτεκτονήματα μέσα σε στατικό χώρο κάτω από ακαθόριστη διάθεση, που μοιάζει με ήχους μουσικής ξεχασμένης από χρόνια σε παιδικό πάρκο ή σαλόνι με νεαρούς γονείς ή ακόμα όνειρο ανώνυμης νύχτας που άφησε πίσω της ένα μπαούλο και έντονα χρώματα σε υφάσματα ή κάτω από βλέφαρα που βάρυναν.
Οι μέρες αυτές είναι ολότελα δικές σου και δικές μου κι οι γυναίκες τούτες είναι πολύ ξένες.
Τα φώτα πολλαπλασιάστηκαν στις μεγάλες λεωφόρους, τ’ αυτοκίνητα πηγαίνουν αργά σχεδόν περπατητά.
Οι περισσότεροι θα ξενυχτήσουν απόψε. Άλλοι από χαρά, νυχτερινή διασκέδαση κι άλλοι από αγρύπνια, προσμονή για καλύτερες μέρες ή αναδρομή σε παλιές που ξανάρχονται ζωηρά, τις νύχτες των μεγάλων ημερομηνιών.
Θα κοιμηθούν νωρίς απόψε οι στρατιώτες και τα παιδιά που τους είπαν καθαρά να μη περιμένουν κανένα δώρο. Έτσι θα κοιμηθούν ήσυχα, αφού πρώτα κλάψουν πνιχτά στο μαξιλάρι μέχρι που να ζεσταθεί απ’ τα δάκρυα.
Η μέρα είναι γκρίζα και ψυχρή. Στην αυλή υπάρχουν δυο κρεβάτια δίχως στρώματα που τα ‘βγαλαν για να πάρουν αέρα και να τα πετρελαιώσουν. Υπάρχουν ακόμα και τρία ή τέσσερα δέντρα γυμνά που γέρνουν καθώς ένας μικρός άνεμος τα σπρώχνει προς το νοτιά.
Έξω στο διάδρομο ένας ολόκληρος λαός από στρατιώτες με γυμνό κεφάλι σπρώχνεται σε κάτι θυρίδες για να πάρει απολυτήριο. Έξω απ’ την πύλη που σχηματίζει αψίδα υπάρχουν στρατιωτικά καμιόνια και πιο κει μικρό πεζοδρόμιο, σα νησίδα που χωρίζει τη λεωφόρο στα δύο, κι οι ηλεκτρικοί φανοστάτες που θ’ ανάψουν με το πρώτο σκοτάδι της νύχτας.
Στο σιδηροδρομικό σταθμό απέξω, λίγος κόσμος με τις αποσκευές του, συμπληρώνει την τροφή του τραίνου, αγοράζοντας μπισκότα, σάντουιτς ή σοκολάτες. Απέναντι ακριβώς απ’ την είσοδο του σταθμού μια ραχητική πολυκατοικία στέκεται τεντωμένη, καβάλα στο χωμάτινο ύψωμα, μ’ όλα της τα παράθυρα να χαζεύουν προς το μέρος των δυτικών συνοικιών που πληθαίνουν.
31-12-57. Απ’ το μικρό παράθυρο του κλιμακοστασίου στο κεφαλόσκαλο μεταξύ τρίτου και δευτέρου πατώματος, βλέπω τη γυάλινη στέγη της κουζίνας του μεγάλου ζαχαροπλαστείου.
Η στέγη με σκούρο χρώμα και κόκκινες πιτσιλιές από λαδομπογιά που ‘χει ξεραθεί με τον καιρό. Πάνω στη στέγη υπάρχει ένα χαρτί ατσαλάκωτο γιομάτο λογαριασμούς γραμμένους με το χέρι. Υπάρχει και μια πορτοκαλόφλουδα κι ένα ασημένιο χαρτί σοκολάτας. Ένας μουγκός θόρυβος βγαίνει απ’ την κουζίνα του ζαχαροπλαστείου.
Απέναντί μου στα παράθυρα του απέναντι κτηρίου, άντρες δίχως σακκάκι και με λυτή γραβάτα δουλεύουν μπροστά σε γραφομηχανές ή ρίχνουν εξεταστικές ματιές σε χαρτιά. Μια νεαρή γυναίκα πηγαινοέρχεται μ’ ένα ντοσιέ κι ύστερα σηκώνει το τηλέφωνο.
Είναι οι τελευταίες ώρες της χρονιάς κι αυτοί που δουλεύουν περιμένουν τη νύχτα.
3. Γ.Ε.Σ. [ Αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο ]
Στο Γενικό Επιτελείο τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Το πρωί πιάναν δουλειά στις 8, στο Μεταφραστικό Τμήμα του Επιτελείου και τελειώναν κατά τη 1 ½. Από εκεί κι ύστερα ανήκαν στον Λόχο Στρατηγείου του Γ.Ε.Σ. Το όνειρο που έτρεφαν πολλοί να τελειώνουν το μεσημέρι και να πηγαίνουν σπίτι τους, απεδείχθη χίμαιρα, αν και όλοι το ήξεραν πως άμα πάνε στο Γενικό Επιτελείο και το λάδι θα τους βγει και θα κρέμεται από πάνω τους η απειλή της μεγάλης καμπάνας, μιας και θα κυκλοφορούν ανάμεσα σε τόσους βαθμοφόρους.
[ Ο Αναστασάκος δεν ήταν μαζί τους. Τελικά τα μέσα του Πειραιώτη δούλεψαν κι αυτός που τόσο φοβόταν τις ταλαιπωρίες και τις επιθεωρήσεις είχε πια γλιτώσει. Ο Δ. ευχαριστήθηκε που γλίτωσε ο Αναστασάκος κι όχι κανένας άλλος, κι ο Γαβράς ευχαριστήθηκε για το φίλο του, κι ο ίδιος δεν έπαυε να καταστρώνει σχέδια για την μελλοντική του απόσπαση σε κάποια Υπηρεσία, που να μην υπάρχει όπλο, φτιάξιμο κρεβατιού, λοχίες που φωνάζουν, μια Υπηρεσία που να είναι κάπου στο Κέντρο για να μπορεί να πετάγεται κατά τις 11 να πίνει καφέ με σαντιγί και να τρώει κρουασάν.]
Πολύ γρήγορα, απ΄την πρώτη κιόλας μέρα το ηθικό μερικών στρατιωτών απ’ αυτούς που ήλθαν απ’ τη Σχολή Ξένων Γλωσσών, έπεσε κιόλας. Δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν σ’ αυτή τη σχιζοειδή κατάσταση όπου 8 με 1½ δουλεύαν σ’ ένα γραφείο, με προϊστάμενο έναν γηραλέο αντισυνταγματάρχη κι αρκετές υπαλλήλους γυναίκες, όπου τους αποκαλούσαν «κύριε», και τ’ απόγευμα να κάνουν ασκήσεις ακριβείας, να πλένουν με ταβανόσκουπες το πάτωμα του θαλάμου και να τους αποκαλούν «γαϊδούρι, μούτρο» και «φελλό».
Ο Δ. προσαρμόστηκε σχετικά πιο εύκολα από άλλους. Στο θάλαμο διάλεξε πάνω κρεβάτι κι από κάτω είχε τον Ρεϊση.
[ Λείπει η συνέχεια ]
—————————————————————————
Μερικά χρόνια αργότερα (10.10.1966), ο Τ.Δ. θα γράψει:
Αναμνήσεις από τη σκοπιά: Όπως τότε / ελπίδα η θάλασσα που γυάλιζε / έξη χιλιάδες λόγχες. // Όπως τότε / ο Χριστός στα πυρομαχικά / κρύσταλλο η ατμόσφαιρα / νύχτα / κι ο ουρανός κοβόταν με μαχαίρι.
——————————————————————————————————
Πλησιάζει μια γυναίκα κι ακουμπάει στον τοίχο
4. Γ.Ε.Σ. [ Πεντάγωνο - Ανατολική σκοπιά ]
Στην Ανατολική Σκοπιά, ο ουρανός είν’ εντελώς καθαρός. Κάνει ξερό κρύο. Το πρώτο νούμερο 6-9 είναι το καλύτερο γιατί στις 9 έχεις τελειώσει και γυρνώντας στο θάλαμο μπορείς ν’ αποθέσεις όπλο, λόγχη, παλάσκες, κράνος κι ύστερα να κοιμηθείς, ήσυχος ότι δε θα σε ξυπνήσουν, [ή] το πολύ, να ξυπνήσεις κατά τις 2 απ’ τα βήματα που κάνουν στο θάλαμο ο θαλαμοφύλακας κι οι άντρες που με μάτια μισόκλειστα αρχίζουν να ντύνονται με κινήσεις μηχανικές, βάζοντας ανάποδα τα λουριά της παλάσκας κι ανάβουν τσιγάρο. Ύστερα, θα κινήσουν κι οι τέσσερις ή πέντε μαζί με το λοχία αλλαγής. Θ’ ακουστούν τα βήματά τους στις πλάκες του διαδρόμου, στα σκαλιά που θα κατέβουν και κατόπι θα τραβήξουν ο καθένας για τη σκοπιά του. Τότε εσύ θα θυμηθείς πως έκανες τη σκοπιά σου νωρίς και θα χωθείς με χαρά κάτω απ’ τις κουβέρτες.
Το νούμερο 6 με 9 λοιπόν, παρ’ όλο που είναι το καλύτερο, έχει μερικά μειονεκτήματα. Βασικά δύο. Ένα, το πιο απλό, ότι είναι τρίωρο, ενώ όλα τ’ άλλα κρατούν δύο ώρες. Το δεύτερο μειονέχτημα είναι πιο πολύπλοκο: Πηγαίνοντας στη σκοπιά δεν έχει πέσει ακόμα ο ήλιος. Φεύγοντας είναι νύχτα. Έτσι σου δίνεται η ευκαιρία σ’ αυτές τις τρεις ώρες να παρατηρήσεις όλες τις αλλαγές που γίνονται στον ουρανό κι ακόμα τα χρώματα που παίρνουν τα κτήρια, τα μικρά σπίτια ή τα δέντρα, απέναντι στον τεράστιο κήπο του Σανατορίου κι είναι θλιβερό να βλέπεις αυτά τα πράγματα φορώντας αγγλικό κράνος στο κεφάλι και βαστώντας ξιφολόγχες.
Η Ανατολική σκοπιά δεν είναι όπως οι άλλες. Δηλαδή ένα μικρό ξύλινο καβούκι για να χώνεσαι μέσα όταν βρέχει ή όταν κρυώνεις και η αχτίνα των δέκα βημάτων που ‘χεις δικαίωμα να κάνεις. Η Ανατολική Σκοπιά ειν’ ένας απεριόριστος χώρος. Κάπου εκατό μέτρα σε πλάτος και πενήντα σε βάθος. Μπροστά είναι ο χαμηλός τοίχος, δίχως κιγκλίδωμα. Τα κάγκελα θα μπουν αργότερα κι η Ανατολική Πύλη, όπως την αποκαλούν, είναι ένα κενό που ΄χουν αφήσει ανάμεσα στον χαμηλό τοίχο. Η Πύλη θα μπει αργότερα, και θα ‘ναι η πιο σημαντική πύλη του Επιτελείου. Έτσι μπορείς να περπατάς κατά μήκος και κατά πλάτος και να περνάει κάπως πιο εύκολα η ώρα. Ακόμα, επειδή είναι η πιο μακρινή σκοπιά, κι επειδή δεν υπάρχουν στο μεταξύ δέντρα ή θάμνοι, μπορείς να καπνίσεις, δίχως να φοβάσαι πως θα ‘ρθουν ξαφνικά να πέσουν από πίσω σου η έφοδος του αξιωματικού, ή οποιοσδήποτε άλλος θα μπορούσε να σε βλάψει. Πρέπει μονάχα το τσιγάρο να το κρύβεις καλά στη χούφτα γιατί μπορεί να δουν τη κάφτρα του από πολύ μακριά, ακόμα και από μέσα, από τους ορόφους του Πενταγώνου.
Ένα πράγμα που κοιτάζει ν’ αποφύγει κανείς όταν είναι σκοπός στην Ανατολική Πύλη, είναι η βροχή. Γιατί δεν έχεις τίποτα να καλυφτείς, τον παραμικρό χώρο για να κρυφτείς. Έτσι μένεις στο έλεος της βροχής, με το φόβο να σκουριάσεις την κάννη του όπλου, ή να σηκώσεις το κεφάλι και να βλέπεις ένα ουρανό με χρώμα τσιμέντου να κατεβαίνει αργά, να αγγίζει τα πεύκα του Σανατορίου και να πιέζει το αγγλικό κράνος.
*
Απόψε δε βρέχει κι ούτε πρόκειται να βρέξει. Πλησιάζει μια γυναίκα κι ακουμπάει στο μικρό τοίχο. Συνεχίζω τα βήματά μου. Έτυχε κείνη τη στιγμή να προχωρώ κατά μήκος κι όχι κατά πλάτος. Έτσι πηγαίνω προς τον μικρό τοίχο, σταματώ δέκα βήματα απ’ τον τοίχο και τη γυναίκα. Βλέπω πως φοράει άσπρο αδιάβροχο, είναι ψιλή, ξανθιά και τα μάτια της γκρίζα. Ή μπορεί να ‘θελα να ‘ναι γκρίζα – πάντως τα είδα γκρίζα. Η γυναίκα γύρισε και με κοίταξε. Μου χαμογέλασε. Ή μπορεί να μου φάνηκε πως μου χαμογέλασε. Πήγα να της χαμογελάσω. Σταμάτησα όμως γιατί μ’ ενοχλούσε το κράνος κι η ξιφολόγχη που βαστούσα στο δεξί χέρι. Μου φάνηκε γελοίο γιατί δεν ήταν πόλεμος, ούτε γινόταν η παραμικρότερη σύγκρουση σε ακτίνα χιλιάδων χιλιομέτρων. Έτσι ήταν σα να παίζαμε το παιχνίδι ο πόλεμος ή οι σκοποί ή η πειθαρχία. Το πιο γελοίο ήταν ότι τώρα έπαιζα τον σκοπό μόνος μου, μπροστά σε μια ξένη γυναίκα με άσπρο αδιάβροχο.
Η γυναίκα σήκωσε το κεφάλι και το ‘στρεψε απέναντι. Εκεί αρχίζει ο δρόμος που οδηγεί στην καινούργια συνοικία των αξιωματικών. Κοίταξα και εγώ προς τα εκεί. Ήταν ένα σταματημένο ταξί στη γωνία. Απ’ το ταξί βγήκε ένας στρογγυλός και μικρό[σωμο]ς κύριος. Είχε μιαν έκφραση χαράς που δύσκολα μπορούσε να κρύψει. Τότε κατάλαβα πως ήταν μεσήλικας, γιατί μόνο οι μεσήλικες και τα παιδιά δεν μπορούν να κρύψουν τη χαρά τους. Παιδί μάλλον απίθανο να ήταν γιατί φορούσε μακριά παντελόνια κι ήταν φαλακρός.
Η γυναίκα προχώρησε προς το μέρος του. Τότε της έστριψα την πλάτη κι άρχισα να βηματίζω προς την κατεύθυνση του Πενταγώνου.
*
Θα ‘χαν περάσει δυο ώρες από τότε που άρχισε η σκοπιά μου. Μένει ακόμα μια ώρα. Πρέπει ν’ αρχίσω να μετράω ως τα εξακόσια. Θα βαρεθώ και θ’ αρχίσω να περπατάω, κοιτάζοντας κάτω τα πλακάκια μέχρι να ζαλιστώ. Κατόπι θα καπνίσω. Μετά θ’ αρχίσω να τρίβω τα χέρια μου παίζοντας την παγωνιά ή το βραδινό κρύο μέσα σε δάσος γεμάτο λύκους και κουκουβάγιες. Το κακό είναι ότι ξέρω από τώρα τη σειρά αυτών των πραγμάτων κι έτσι τελικά δεν θα κάνω τίποτα και θα περιμένω μάλλον ακίνητος και κρυώνοντας πραγματικά μέχρι να ‘ρθουν τα δεύτερα νούμερα.
*
Για μια στιγμή πήγα στην καντίνα. Ήταν φωτισμένη και άδεια. Υπήρχαν πάντα το τραπέζι του ping pong, οι στόχοι για τα αεροβόλα όπλα καθώς και οι επιγραφές στους τοίχους. Σ’ ένα τραπέζι, μπροστά, και στη μέση καθόταν ο Γαρουφαλίδης. Ήταν δίχως μπερέ κι έγραφε γράμμα. Είδα τ’ αραιά μαλλιά του πάνω σ’ αυτό το αχαμνό κεφάλι. Τα μάτια του ορθάνοιχτα ήταν στηλωμένα πέρα. Πρέπει να ‘ταν πολύ αφηρημένος. Ούτε που με είδε. Σηκώθηκα κι έφυγα, δίχως να του μιλήσω. Πηγαίνοντας για τον θάλαμο, τον έφερα στο νου μου και τον λυπήθηκα.
Ένα ήρεμο απόγευμα δίχως ποικιλία και βάρος
5. Γ.Ε.Σ. [ Βόρεια Πύλη ]
Πάλι η ομίχλη απόψε στη Βόρεια Πύλη. Κι αυτή η ερημιά στις 2 η ώρα τη νύχτα μέσα σ’ ένα πελώριο στρατόπεδο. Μπροστά μου πρέπει να ‘ναι το Πεντάγωνο με τα οκτακόσια γραφεία, στ’ αριστερά μου το κτήριο των Εφοδιαστών Αλεξιπτώτων και της Σ.Ε.Μ., με τα γκαράζ και τα μαγειρεία τους. Δεξιά στο χαμηλό μοντέρνο οίκημα που στεγάζει το Λόχο Στρατηγείου και τα Λ.Ο.Κ.
Απ’όλ’ αυτά δε βλέπω τίποτα. Είν’ ένα πολεοδομικό σχέδιο που το κάνω από μνήμης. Βασίζομαι στις παραστάσεις που έχω από χτες ή από την περασμένη Παρασκευή.
Κανένας θόρυβος δεν βγαίνει απ’ αυτόν το χώρο. Ξέρω πως πίσω μου είν’ η πύλη. Η πιο φαρδιά πύλη πιθανό που ‘χω δει στο στρατό, αν κρίνει κανείς πόσο εύκολα μπαίνουν κάθε πρωί στις 8 τα GMC και τα λεωφορεία.
Μέσα στην ομίχλη ακούγονται τώρα βήματα που πνίγονται στο χώμα, ή κανένας κρότος κλαδιού που παραμερίζεται. Πρέπει να ‘ναι η περίπολος.
Μέσ’ στη σκοπιά είναι το τηλέφωνο. Μπαίνω μέσα κι αρχίζω να το κοιτάζω. Είν’ εντελώς βρεμμένο.
*
Έπεσε η ζέστη. Υπάρχουν γκρίζα μικρά σύννεφα και κατά τη δύση ο ουρανός είν’ ένα τριαντάφυλλο. Δεν υπάρχει αέρας. Είν’ ένα ήρεμο απόγευμα δίχως ποικιλία και βάρος.
*
Βρέχει συνέχεια. Το χοντρό ψιχάλισμα με ναρκώνει κι ο ουρανός που ‘ναι μπροστά μου, μπερδεύεται. Οι ψιχάλες σχηματίζουν ορθή γωνία με το ρεζερβουάρ των τζιπ καθώς κατρακυλούν πάνω στο μπροστινό τζάμι και χτυπούν δυνατά στη χοντρή τέντα τους. Δεν ξέρω πόσος χρόνος περνάει κι εγώ παραμένω κοιτάζοντας τη βροχή. Ύστερα, ξαφνικά, κυνηγημένο από ‘ναν μικρό άνεμο, σηκώνετ’ ένα χαρτί κάνοντας ξερό κρότο. Τινάζομαι, ανοίγω διάπλατα τα μάτια κι η καρδιά μου κλωτσάει δυνατά. Δύσκολα περνούν τρεις ώρες όταν είσαι άυπνος κι όταν ξημερώνει Κυριακή μ’ έναν μπερδεμένο ουρανό.
*
Βλέπω δυό δρόμους που αρχίζουν μαζί και προχωρούν ανοίγοντας. Τα διώροφα και τα τριώροφα έχουν τα παράθυρά τους ορθάνοιχτα. Στο μεγάλο κήπο ενός σπιτιού ένας ηλικιωμένος κύριος ποτίζει. Δυο δεκαπεντάχρονα κορίτσια με παντελόνια και μακριά μαλλιά περπατούν μιλώντας χαμηλόφωνα. Η μια τραβάει με το δεξί της χέρι ένα καινούργιο ποδήλατο. Ανάβουν τα φώτα στους ηλεχτρικούς στύλους. Το φως της μέρας έχει φύγει.
Παράξενα κι εύκολα φεύγει το φως της μέρας. Μέσα σ’ ελάχιστο διάστημα, πέφτει σκοτάδι, ανάβουν τα ηλεκτρικά. Τα σπίτια παίρνουν άλλην όψη. Τα πρώτα νούμερα των σκοπών έχουν πιάσει τις πύλες. Μπροστά και στο βάθος τρεμοσβήνουν τα φώτα της πόλης. Δεξιά μου τα μικρά λευκά σπίτια του Ν. Ψυχικού, σκοτεινά, με τ’ ανοιχτά τους παράθυρα να χάσκουν.
Ένα συγκρότημα από σύννεφα με λουλακί χρώμα ακουμπάει πάνω στην ξυρισμένη κορφή του λόφου που λέγεται Τουρκοβούνια.
Έξι άτομα σκάβουν για να βρουν το χαλασμένο καλώδιο του ηλεκτρικού. Μαύρα σύννεφα κρέμονται στις σκαλωσιές της πτέρυγας που χτίζεται τώρα. Δεν έχω καμμιάν όρεξη για δουλειά. Απομακρύνομαι σιγά σιγά με τον Σ. Περπατάμε αργά και μιλάμε βαριεστημένα.
*
[ 23/2/1958; ] Τα καμιόνια φύγαν τα χαράματα. Χιλιάδες καμιόνια, λεωφορεία και κούρσες μεταφέροντας τον πληθυσμό έξω απ’ την Αθήνα. Η πολιτεία έχει σχεδόν αδειάσει. Τέτοιαν ώρα που μου δώσαν την άδειά μου δεν μπορώ να πάω πουθενά. Όλοι έχουν φύγει. Μείναν μονάχα ο Α. που δίνει τον τελευταίο διαγωνισμό εξαμήνου και ο Γ. που διαβάζει Πολιτική Δικονομία. Δεν έχω καμμιάν όρεξη να βγω σε μιαν άδεια πολιτεία κάτω από έναν ουρανό τόσο καθαρό.
*
[ Καθαρά Δευτέρα 24/2/1958 ] Ένα σωρό ιδέες μου βαραίνουν το μυαλό. Ανοίγω φως στην τραπεζαρία. Δεν σκέφτομαι ν’ ανοίξω τα πατζούρια, ή μάλλον σκέφτομαι αλλά τ’ αποκρούω. Κάθομαι μπροστά στο μεγάλο τραπέζι. Φέρνω μπροστά μου τον Τοίχο του Sartre και μερικά χαρτιά για γράψιμο. Η ώρα περνάει και δεν μπορώ να διαβάσω, ούτε να γράψω. Είναι Καθαρά Δευτέρα και δεν κάνω τίποτα. Χτες ήταν τελευταία Κυριακή της Αποκριάς και πάλι δεν έκανα τίποτα. Ήμουν κλεισμένος στην ίδια τούτη τραπεζαρία, σκυμμένος πάνω στο ίδιο καρυδένιο τραπέζι, απ’ τις 2 μέχρι τις 8 ½, μετά είχα πάρει ταξί για να πάω στη στρατώνα. Ήμουν υπηρεσία κι είχα αργοπορήσει για το βραδινό προσκλητήριο.
Αρχίζω να κάνω συγκρίσεις μ’ άλλες χρονιές. Παίρνοντας δηλαδή αφορμή απ’ την σημερινή Καθαρά Δευτέρα προσπαθώ να θυμηθώ τις αντίστοιχες ημερομηνίες άλλων ετών. Πέρσι, λόγου χάρη, τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, ήμουν σε πάρτυ με τη Χριστίνα, πρόπερσι ετοίμαζα άσκηση για το Πανεπιστήμιο, πριν τρία χρόνια ήμουν στο τραίνο ταξιδεύοντας για τη Μαδρίτη. Σταματάω τότε και λέω να σκεφτώ για τους σακάτηδες ή για τους φτωχούς ή για κείνους που δεν σκέφτηκαν ποτέ να κάνουν τέτοιες σκέψεις. Η μοναξιά μου όμως με κάνει ν’ αποζητώ ή και να ζηλεύω αυτές τις ματαιότητες.
Τινάζομαι, πηγαίνω στο χωλ κι εκεί στα σκοτεινά ψάχνω σαν τρελός στο πράσινο δερμάτινο μπλοκ, νούμερα για να τηλεφωνήσω.
*
[ Μ. Σάββατο 24/4/1958 ] Νιώθω ένα κενό στο στομάχι απ’ τη νηστεία των τελευταίων ημερών. Σήμερα είναι Μεγάλο Σάββατο κι είμαι υπηρεσία στον τελευταίο όροφο του Γενικού Επιτελείου.
Τ’ απόγευμα πέρασε αρκετά εύκολα. Είναι δέκα η ώρα. Ο Αξιωματικός Υπηρεσίας έφυγε. Έχει πάει σπίτι του για να κάνει Ανάσταση. Το τηλέφωνο χτυπάει συνέχεια. Απαντώ στις διάφορες ερωτήσεις. Τι ώρα θα παν οι επίσημοι στη Μητρόπολη, ή μου δίνουν εκείνοι τηλέφωνα για να τους πάρουν οι αξιωματικοί όταν έρθουν.
Στις 12 παρά 10 ο εσωτερικός σκοπός της πτέρυγας ΝΑΤΟ ανάβει ένα κερί για να κάνει Ανάσταση μονάχος.
Η υπηρεσία μου έχει τελειώσει. Κατεβαίνω στο λόχο. Κάνει αρκετή ψύχρα. Τρέχω κι όταν φτάνω ρωτώ τον σκοπό της Πύλης Λόχου αν πήγαν για την Ανάσταση. Μου λέει πως φύγαν. Στις 10 η ώρα. Μείναν μόνο οι σκοποί να φυλάνε τις πύλες, εγώ, δυο άλλοι που είχαν εσωτερική υπηρεσία σαν κι εμένα, ο θαλαμοφύλακας, δυο μάγειροι και τρεις λοχίες.
Πιάνω μια καραβάνα και πηγαίνω στο μαγειρείο. Ο μάγειρας μου δίνει μια λαμπάδα. Ανάβω και κείνος μου βάζει μαγειρίτσα. Ταυτόχρονα ακούγονται οι καμπάνες. Τρώω στα όρθια με βουλιμία. Πηγαίνω κατόπι στο θάλαμο, στήνω τη λαμπάδα στο κούφιο, στην άκρια του σιδερένιου κρεβατιού και πέφτω ντυμένος καθώς είμαι, ρίχνοντας για μοναδικό σκέπασμα τη χλαίνη.
Αν, όπως λένε, θυμούνται τα χρόνια με βάση τις μεγάλες γιορτές του ημερολογίου, τότε για πολλά χρόνια, θα σκέφτομαι το 1958 και θα λυπάμαι.
*
Απ’ το ανοιχτό παράθυρο του αναρρωτηρίου. Βλέπω τον απογευματινό ουρανό και μερικούς εργάτες σκαρφαλωμένους στο πιο ψηλό σημείο της σκαλωσιάς. Δεξιά μου, ο Σέγκος, κοιμάται με το σεντόνι να τον σκεπάζει μέχρι το λαιμό. Παρακάτω, ο Μίχος θ’ αρχίσει σε λίγο να διηγείται τα παθήματα της Βέρας στην Ψυχιατρική Κλινική της Φιλοθέης ή για το πόσο δύσκολες είναι οι νοσοκόμες στον Ευαγγελισμό. Απέναντί μου ο θεολόγος, ψηλός κι αδύνατος, σηκώνεται κάθε τόσο απ’ το κρεβάτι και κόβει βόλτες φέρνοντας πάνω κάτω τον θάλαμο του αναρρωτηρίου. Έχει το ένα χέρι λυγισμένο πίσω στη μέση του και βαστάει ένα αγιορείτικο βιβλίο. Ο ουρανός έξω από το παράθυρο είναι καθαρός κι αδιάφανος.
*
Στη Βουλιαγμένη, μέσ’ στο σκοτάδι, η άμμος ήταν ζεστή κι ο ουρανός άναστρος. Απ’ το φεγγάρι λίγες μέρες λείπαν για να γεμίσει. Κάτσαμε λίγο πάνω στις αναποδογυρισμένες βάρκες και καπνίσαμε τσιγάρα. Εν’ αμάξι με δυο γυναίκες και δυο άντρες κόλλησε στην άμμο. Οι ρόδες του έχουν σφηνώσει δυο πιθαμές σχεδόν μέσα. Μαζεύεται κόσμος. Τρεις βαρκάρηδες και δυο ναύτες. Όλοι τους είναι πολύ μαύροι, ψημένοι απ’ τον ήλιο. Ο ένας ναύτης βαστάει μια κιθάρα κι όλο την τυραννάει. Τελικά τ’ αμάξι ελευθερώνεται απ’ την άμμο. Ο ένας νεαρός βγάζει ένα πενηντάρικο και τους το δίνει. Μπαίνει στ’ αυτοκίνητο και φεύγουν. Οι άλλοι, οι ναύτες κι οι βαρκάρηδες χοροπηδάνε πάνω στην άμμο γελώντας με δυνατά χάχανα. Βαστούν την κιθάρα και το πενηντάρικο και μια μποτίλια χοντρή με λεπτό λαιμό.
Αποτελούν ένα παράξενο σύμπλεγμα, οι ναύτες στα κάτασπρα κι οι βαρκάρηδες μαύροι σα σατανάδες, λυγίζοντας το πάνω μέρος του κορμιού τους μέχρι το έδαφος....
[ Λείπει η συνέχεια ]
(Καλοκαίρι 1958. Αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο)
6. «Στην υπηρεσία της Αυτού Μεγαλειότητος».
[ Καλοκαίρι 1958 ] Eδώ τέλειωσε ουσιαστικά ο στρατός για τον Δ. Μπορεί ακόμη για δέκα μήνες να κυκλοφορούσε με στολή, να χαιρέταγε στον δρόμο αξιωματικούς ή ακόμη, τυπικώς, να ζήταγε άδειες για διανυκτερεύσεις, δεν υπήρχε όμως τίποτα απ’ όλα αυτά που τον έδεσαν στον στρατό.
Όπλο δεν είχε κανενός είδους, ασκήσεις δεν έκανε, στρατώνας δεν υπήρχε κι ούτε κατ’ επέκτασιν θάλαμος· έλειπε αυτή η πλατειά κοινωνιολογική σύνθεσις του στρατεύματος ή το μωσαϊκό απ’ όλα τα διαμερίσματα της χώρας. Πάνε πια οι σκοπιές, πάει η περισυλλογή στην ερημιά και το χιόνι, τέρμα οι ταλαιπωρίες στον καύσωνα, τα βράδια στον θάλαμο, τα μεθύσια, οι χοντράδες, τα καψόνια, οι ατομικές σχέσεις με τους υπαξιωματικούς στις ελεύθερες ώρες.
Εδώ έμοιαζε με δουλειά σε κανονικό γραφείο. Ήταν σαν μια γενική δοκιμή για το μετά, γι’ αυτό που στον στρατό συνήθιζαν να το λένε «πολιτικό βίο».
Η τοποθέτησή του όμως στο Σ.Ο.Α.Μ. είναι ενδιαφέρουσα από την άποψη ότι ο ήρωάς μας αρχίζει πάλι να ζει σαν άτομο, κάνει παρέες, ξενυχτάει, μεθάει. Μετά από τόση πειθαρχία και μια ζωή σκληρή, υγιεινή και συγκροτημένη, όλα γυρίζουν κορώνα γράμματα. Σ.Ο.Α.Μ. σήμαινε Στρατιωτικός Οίκος Αυτού Μεγαλειότητος. Όπως υπήρχε η Ανακτορική Φρουρά, οι τσολιάδες δηλαδή, η Ίλη των Ανακτόρων, έτσι υπήρχε και αυτό το σώμα, με μερικούς μορφωμένους στρατιώτες και εφέδρους αξιωματικούς, έναν λοχαγό του στρατού να προîσταται όλων αυτών, που δεν (ήταν) πάνω από 10-12, αν προσθέσουμε και μερικούς πολιτικούς υπαλλήλους κι έναν ανώτατον αξιωματικό που είχε εξαντλήσει την ιεραρχία κι είχε αποστρατευθεί κι ο οποίος έπαιρνε την τόσο τιμητική αλλά και τόσο επουσιώδη θέση του Αρχηγού Σ.Ο.Α.Μ. Στον αρχηγό υπάγονταν και τα δύο Αυλαρχεία, το Μεγάλο και το Μικρό τα οποία ανήκαν στη Βασίλισσα το ένα και στον Διάδοχο το άλλο.
Το Σ.Ο.Α.Μ. βρισκόταν στην συνοικία των Ανακτόρων. Την πιο ακριβή συνοικία της Αθήνας. Η είσοδος ήταν στην Βασιλέως Γεωργίου. Ήταν τριώροφο κι η Υπηρεσία στεγαζόταν στον τρίτο όροφο. Στους άλλους δύο ορόφους στεγαζόταν το Μεγάλο και το Μικρό Αυλαρχείο. Εκεί δεν υπηρετούσαν μόνον στρατιώτες αλλά και ναύτες και αεροπόροι. Το γραφείο του Αρχηγού βρισκόταν στον 3ο όροφο και κοντά βρισκόταν το γραφείο του Υπασπιστού του που ήταν και ο ουσιαστικός διοικητής των ανδρών και των δύο πολιτικών υπαλλήλων. [... ] Απ’ την πρώτη μέρα ο Δ. κατάλαβε πως η ζωή του θ’ άλλαζε μεμιάς. Τον παρέλαβαν με καλή διάθεση και σχετική φιλία. Συναντήθηκαν όλοι κι άρχισαν να τον ενημερώνουν για το τι επρόκειτο να κάνει. [ ... ]
Οι πολιτικοί υπάλληλοι ήταν δύο γυναίκες. Μια κυρία που έκανε κανονική δουλειά γραφείου, η κυρία Μπράβου και μια δακτυλογράφος, η Ελένη.
[ Λείπει η συνέχεια ]